Κρουστά, από τους ανήλικους κρατουμένους των φυλακών του Αυλώνα, στη χθεσινή

γιορτή Χριστουγέννων μέσα στις φυλακές. Πίσω φαίνεται το σκηνικό από το

αυτοσχέδιο θεατρικό των παιδιών

Χθες το πρωί, λίγο προτού σβήσουν τα φώτα για ν’ αρχίσει η χριστουγεννιάτικη

γιορτή, μέσα στις φυλακές ανηλίκων του Αυλώνα, ο Ανδρέας, μαθητής του σχολείου

των φυλακών, ανήλικος κρατούμενος, ολοκλήρωσε το καλωσόρισμά του με μία διπλή

ευχή: «Σε όσους θα φύγουν από εδώ και θα περάσουν τις γιορτές με τις

οικογένειές τους, τους ευχόμαστε Καλά Χριστούγεννα και Καλή Πρωτοχρονιά. Για

όσους όμως μείνουν πίσω τους ευχόμαστε να φύγουν το συντομότερο…»

Ήταν η πρώτη φορά που τα παιδιά μέσα από το σχολείο των φυλακών οργάνωσαν μόνα

τους τη γιορτή των Χριστουγέννων. Χρειάστηκαν κάτι λιγότερο από ένα μήνα, για

να γράψουν ποιήματα, ένα μονόπρακτο θεατρικό (!), και να μάθουν να τραγουδούν

με τη συνοδεία κιθάρας. Συμπαραστάτες στην προσπάθειά τους είχαν τους

καθηγητές. «Συνήθως μας φέρνουν κάποιους και μας μιλούν. Άλλες φορές τους

γνωρίζουμε, άλλες όχι. Ξέρεις, από αυτούς τους επίσημους. Φέτος είναι

διαφορετικά. Είμαστε εμείς εδώ πάνω», έλεγε χτες ο Βασίλης.

«Γράμμα από τη φυλακή»


Σκηνικό από το θεατρικό που έγραψε ο Μεργκίρ (δεξιά), ανήλικος κρατούμενος

και μαθητής του σχολείου των φυλακών. Υπόθεση… η ζωή στο κελί, με ελπίδα την αγάπη

Η αίθουσα της βιβλιοθήκης των φυλακών ήταν χτες γεμάτη. Και η ατμόσφαιρα έγινε

περίεργα ευχάριστη. Περίεργα, γιατί λίγη ώρα μετά την έναρξη της γιορτής, έστω

και για κάποιες στιγμές, σαν να ξεχάστηκε ότι σε αυτήν τη γιορτή θεατές ήταν

περίπου 300 ανήλικοι κρατούμενοι, εξωτερικοί φύλακες με τα όπλα στα χέρια,

σωφρονιστικοί υπάλληλοι και πως σε αυτήν τη γιορτή τα παιδιά δεν θα έφευγαν

στο σπίτι τους για τις διακοπές των Χριστουγέννων.

Και η γιορτή άρχισε με ποίηση. Ο Σταύρος ανέβηκε πρώτος στη σκηνή και

απήγγειλε τα «Κλειδωμένα όνειρα» αφιερώνοντάς τα στον φίλο του τον Διονύση,

που γιόρταζε. Είχε το θάρρος αλλά κυρίως τη διάθεση, την προσωπική επιλογή να

πει ο ίδιος το ποίημά του. Ο Δημήτρης είπε το ποίημα του Πέτρου για τον

«Μεγάλο χωρισμό».

Λίγο προτού αρχίσει το θεατρικό ο Σταύρος ανέβηκε και πάλι στη σκηνή για να

διαβάσει το «Γράμμα από τη φυλακή», που το έγραψε πριν από δύο εβδομάδες.

Γράμμα στους γονείς του, στην καλή του που δεν είναι πια στον κόσμο, στη ζωή

και στην ελευθερία, στον εαυτό και στα λάθη του, όπως είπε στα «ΝΕΑ». «Ακόμα

μία μέρα που πρέπει να κατηγορώ τον εαυτό μου για τα λάθη μου…». Ο ίδιος

είναι από τους «νέους» στον Αυλώνα, έχει όμως ήδη προλάβει να αποτυπώσει στο

χέρι του το σημάδι των φυλακών, αυτές τις πέντε μαύρες βούλες, σημάδι του

ανθρώπου μέσα στο κελί.

Η αυλαία άνοιξε διάπλατα για ν’ αρχίσει το θεατρικό, που το έγραψε ο Μεργκίρ,

ένας νεαρός κρατούμενος. Και αποκαλύφθηκε αυτό που μόνο για τους καλεσμένους

ήταν σκηνικό θεάτρου, γιατί για τα παιδιά είναι το σκηνικό της πραγματικότητάς

τους. Ένα κελί. Και το πιο αληθινό θέατρο άρχισε.

Μονόλογος

Ο Μεργκίρ μονολογεί στο κελί του, για τα χρόνια και τον εαυτό του πριν από τη

φυλακή. Λίγο αργότερα έρχεται ο «νεόφερτος», ο Διονύσης. Οι διάλογοι γραμμένοι

με χιούμορ, οι ανήλικοι κρατούμενοι σχολίαζαν γελώντας, προφανώς αναγνώριζαν

σε αυτό που έβλεπαν μία πράξη της αλήθειας τους. Αλλά και οι καλεσμένοι

γελούσαν, φαίνεται πως ο «θεατρικός συγγραφέας» Μεργκίρ τα είχε καταφέρει. Δύο

παιδιά άρχισαν να τραγουδούν το «Να μ’ αγαπάς» του Παύλου Σιδηρόπουλου, και

μαζί τους άρχισαν αρχικά να σιγοψιθυρίζουν και στο ρεφρέν δυνάμωσαν οι φωνές

των θεατών.

Η ατμόσφαιρα άλλαξε. Δύο παιδιά από την Αλβανία, με σκούφους, φαρδιά

παντελόνια και μπλούζες, τραγούδησαν στη γλώσσα τους, «low bap». Ρυθμικά

παλαμάκια, σφυρίγματα, φωνές, σαν σε συναυλία του πιο γνωστού συγκροτήματος,

βροχή τα χειροκροτήματα. Η αυλαία έπεσε, όταν όλα τα παιδιά του σχολείου μαζί

με τους καθηγητές τραγούδησαν το «Δημοσθένους λέξις» του Διονύση Σαββόπουλου.

«Εύχομαι να σας δω όλους στο σχολείο. Σας περιμένουμε», είπε στα παιδιά ο

Πέτρος Δαμιανός, ο μαθηματικός, που είναι η ψυχή του σχολείου των φυλακών.

Το σχολείο με… τα κάγκελα

Η διαδρομή που οδηγεί στο σχολείο και μετά στη βιβλιοθήκη των φυλακών,

πρωτόγνωρη για όσους ζουν στην ελεύθερη πραγματικότητα. Μια σιδερένια βαριά

πόρτα, χτισμένη τριγύρω, ανοίγει… τις φυλακές του Αυλώνα.

Στον ελάχιστο ελεύθερο χώρο που μεσολαβεί ως τη δεύτερη πόρτα, αυτήν του

κτιρίου, ορθώνονται συρματοπλέγματα. Ένας διάδρομος, παγωμένος, με τοίχους στα

πλάγια. Υπάρχουν διαστήματα χωρίς παράθυρα, αλλά, ακόμη και όταν υπάρχουν

τζάμια με κάγκελα, είναι ψηλότερα από το βλέμμα. Πόρτες με σιδερένια κάγκελα

ανοίγουν και κλείνουν πίσω με έναν βαρύ θόρυβο.

Αίθουσες μικρές, στεγάζουν τις τρεις Τάξεις του Γυμνασίου και τους

υπολογιστές. Στις πόρτες αναγράφεται Αίθουσα «Οδυσσέας Ελύτης», «Γιάννης

Ρίτσος» και «Άγγελος Σικελιανός». Ο χώρος σχεδόν ασφυκτικός, «σφίγγει»

περισσότερο όταν και η τελευταία σιδερένια καγκελόπορτα κλείνει πίσω.

Φαίνεται, όμως, ότι για τους περίπου 55 μαθητές του σχολείου οι αίθουσες είναι

αρκετές για να στεγάσουν όνειρα, ελπίδες, σκέψεις και γνώσεις.

Για τη βιβλιοθήκη περνά κανείς από το προαύλιο, που είναι στρωμένο με

τσιμέντο, σκούρο γκρίζο, με πανύψηλους τοίχους και συρματόπλεγμα.

Το βλέμμα στρέφεται στα παράθυρα των κελιών, το ένα δίπλα στο άλλο σε μικρή

απόσταση, απ’ όπου φαίνονται μόνο τα απλωμένα ρούχα. «Απ’ όπου κοιτάμε έξω και

εμείς, όταν τα κελιά κλείνουν».