Απόφαση-έκπληξη, η οποία θα προβλέπει ιδιαίτερα χαμηλό τίμημα, αναμένει

σήμερα στις 4 μ.μ. η κυβέρνηση από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων

Δικαιωμάτων για το ζήτημα της λεγόμενης βασιλικής περιουσίας.

Για το ύψος του τιμήματος, πάντως, όλα τα κυβερνητικά στελέχη απέφευγαν χθες

κάθε δημόσια αναφορά ή εκτίμηση. Ωστόσο, ανεπισήμως, δημιουργούσαν έντονο

κλίμα αισιοδοξίας, καθώς αναμένεται ότι το επιδικαζόμενο ποσό θα είναι

εξαιρετικά χαμηλό σε σχέση με τις αξιώσεις του έκπτωτου βασιλιά (οι οποίες

ξεπερνούν τα 163,1 δισ. δραχμές), ενώ θα υπολείπεται σημαντικά και από το ποσό

της αντικειμενικής αξίας της περιουσίας (24 δισ. δρχ., σύμφωνα με το υπουργείο

Οικονομίας και Οικονομικών) που θα θεωρούσε ως εξαιρετική επιτυχία η ελληνική

πλευρά.

Δηλώσεις Σημίτη

Αμέσως μετά τη δημοσίευση της απόφασης, ο Πρωθυπουργός κ. Κων. Σημίτης θα

κάνει δηλώσεις για το οριστικό τέλος της αντιδικίας και το «τέλος εποχής» για

τους Γλύξμπουργκ, ενώ το γεγονός της πρωθυπουργικής εμφάνισης έχει, σύμφωνα με

κυβερνητικά στελέχη, άμεση σχέση και με το θετικό περιεχόμενο της δικαστικής

κρίσης.

Όπως ανέφεραν χθες «ΤΑ ΝΕΑ», το επιδικαζόμενο ποσό για την απαλλοτρίωση των

75.828 στρεμμάτων της επίδικης περιουσίας είναι μικρότερο από 20 δισ. δραχμές,

ενώ συνεργάτες του Πρωθυπουργού υποστήριζαν ότι «δεν αποκλείεται η απόφαση να

κρύβει ακόμη και μονοψήφιο αριθμό». Σε κάθε περίπτωση, τα ίδια στελέχη

διαβεβαίωναν ότι το ύψος του τιμήματος «θα αποδεικνύει περίτρανα την ορθότητα

της απόφασης για την απαλλοτρίωση – με τον Νόμο 2215/94 – του συνόλου της

περιουσίας της έκπτωτης βασιλικής οικογένειας και της αποφυγής κάθε

συμβιβασμού με τον Γλύξμπουργκ».

Το νομικό οπλοστάσιο

Την αισιοδοξία της κυβέρνησης, εξάλλου, τόνισε ιδιαίτερα χθες ο υπουργός Τύπου

κ. Χρ. Πρωτόπαπας, ο οποίος κράτησε παράλληλα και σαφείς αποστάσεις από τα

σενάρια των τελευταίων ημερών που ανέβαζαν το επιδικαζόμενο ποσό στα 40 και

πλέον δισ. δραχμές. «Να μην είστε καθόλου βέβαιοι για τις «πληροφορίες» που

βλέπουν το φως της δημοσιότητας ή ακούγονται τις τελευταίες ημέρες.

Τουλάχιστον για ορισμένες από αυτές…», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ.

Πρωτόπαπας, για να προσθέσει ότι από την πλευρά της κυβέρνησης δεν έγινε ποτέ

αναφορά σε «αποζημίωση περί των 37 δισ. δρχ.».

Ο υπουργός Τύπου στήριξε την αισιοδοξία του για το τελικό αποτέλεσμα «στη

θαυμάσια δουλειά που έχει γίνει από την κυβέρνηση και τους νομικούς που

στήριξαν την υπόθεση», ενώ επετέθη στη Ν.Δ. για τις επικριτικές ανακοινώσεις

της, σημειώνοντας ότι «για να συγκαλύψει τα πολλά λάθη και τις απαράδεκτες

ενέργειες που έγιναν από μέρους της στο παρελθόν, αντί να στρέφεται κατά του

τέως και των απαιτήσεών του, έρχεται να ζητήσει και τα «ρέστα» από την

κυβέρνηση που υπερασπίζεται τα συμφέροντα του ελληνικού λαού…».

Επίθεση στην πολιτική που ακολούθησε η Ν.Δ. για το ζήτημα της βασιλικής

περιουσίας έκανε από την πλευρά του και ο υπουργός Πολιτισμού κ. Ευάγγ.

Βενιζέλος, ο οποίος συνέταξε τον Νόμο 2215/94 για την απαλλοτρίωση των 75.828

στρεμμάτων, ενώ άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο η κυβέρνηση να μην επιτρέψει την

είσοδο στη χώρα μας του τέως χωρίς διαβατήριο, κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνες

του 2004, αναφέροντας ότι το θέμα «θα κριθεί την κατάλληλη στιγμή στα

κατάλληλα όργανα».

Από την πλευρά της Ν.Δ., τις δηλώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου σχολίασε ο

εκπρόσωπος Τύπου του κόμματος κ. Θ. Ρουσόπουλος, ο οποίος κατηγόρησε τον κ.

Πρωτόπαπα ότι «καταφεύγει σε λεονταρισμούς και αποπροσανατολιστικές κορόνες»,

ενώ επικριτικός υπήρξε και ο πρώην υπουργός κ. Θ. Πάγκαλος, ο οποίος εκτίμησε

ότι η εξέλιξη είναι «δυσμενέστατη» και «χάσαμε όλοι μας ως λαός» γιατί «η όλη

συμπεριφορά και στάση του βασιλικού οίκου και ιδιαίτερα του συγκεκριμένου

βασιλέα δεν χρήζουν αποζημίωσης…».

Γιατί άλλαξε πλεύση το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο

Η νομική ήττα τού τέως στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, όπως σημειώνουν

νομικοί που παρακολουθούν στενά την υπόθεση, σηματοδοτεί και την αλλαγή

πλεύσης του δικαστηρίου, το οποίο «κινδύνευε να μεταβληθεί σε ένα δικαστικό

όργανο επίλυσης περιουσιακών διαφορών». Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο είχε

επιδικάσει τα τελευταία χρόνια σημαντικά ποσά ως αποζημιώσεις, με αποτέλεσμα

να έχουν αυξηθεί σημαντικά οι προσφυγές «από πρόσωπα που θεωρούσαν ότι θα

πλουτίσουν με μια δικαστική απόφαση». Τα επιχειρήματα του τέως για την

εμπορική αποτίμηση της περιουσίας απορρίφθηκαν, σύμφωνα με πληροφορίες, από

όλα τα μέλη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, ενώ οι πλέον αντίθετοι σε ένα τέτοιο

ενδεχόμενο ήταν οι δικαστές που προέρχονται από τις χώρες της Ανατολικής

Ευρώπης. Και αυτό γιατί επιθυμούν να αποφύγουν ένα μπαράζ προσφυγών (και την

επιδίκαση μεγάλων αποζημιώσεων) για απαλλοτριώσεις περιουσιών που είχαν γίνει

στην περίοδο ακμής των κομμουνιστικών καθεστώτων στις χώρες τους.

Προβληματισμός από δύο καταδίκες στο παρελθόν

Μέχρι πριν από λίγους μήνες, στο νομικό επιτελείο που χειρίστηκε από

ελληνικής πλευράς τη μεγάλη αντιδικία, έβλεπαν με έντονο προβληματισμό δύο

προηγούμενες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που καταδίκαζαν τη χώρα μας

στην καταβολή αποζημιώσεων για απαλλοτριώσεις ακινήτων και οικονομικές

διαφορές. Οι ίδιες αποφάσεις αποτελούν τώρα το καλύτερο μέτρο σύγκρισης για

την ελληνική επιτυχία απέναντι στους Γλύξμπουργκ…

Ένα ποσό αποζημίωσης κάτω από 20 δισ. δραχμές για 75.828 στρέμματα δείχνει

ουσιαστικά ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αγνόησε το σύνολο των επιχειρημάτων του

έκπτωτου βασιλιά, με δεδομένο ότι το ίδιο δικαστήριο καταδίκασε το 1995 τη

χώρα μας στην καταβολή αποζημίωσης 5,5 δισ. δραχμών για την απαλλοτρίωση μόλις

104 στρεμμάτων.

Πρόκειται για την «υπόθεση Παπαμιχαλόπουλου», όπως καταχωρίστηκε στα πρακτικά

του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, που έχει οδηγήσει έως σήμερα στη δεύτερη

μεγαλύτερη καταδίκη της χώρας μας από το Στρασβούργο. Η αντιδικία αφορούσε την

απαλλοτρίωση, χωρίς αποζημίωση, 104 στρεμμάτων από τη δικτατορία το 1967,

προκειμένου να δημιουργηθεί το θέρετρο των αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού

στην Αγία Μαρίνα Μαραθώνα. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκκρινε ότι η απαλλοτρίωση

ήταν παράνομη και επιδίκαζε αποζημίωση και για τη στέρηση της χρήσης της γης

από τους ιδιοκτήτες της. Η πραγματογνωμοσύνη που παρουσίασαν, μάλιστα, οι

ιδιοκτήτες για την αξία του ακινήτου έγινε αποδεκτή από το δικαστήριο στο

σύνολό της. Η μεγαλύτερη έως σήμερα καταδίκη της χώρα μας από το ΕΔΑΔ

ακολούθησε έναν χρόνο αργότερα, με την «υπόθεση Ανδρεάδη». Σύμφωνα με τον

φάκελο της υπόθεσης, η χούντα είχε παραχωρήσει στον επιχειρηματία Στρατή

Ανδρεάδη έκταση στην περιοχή Πάχη Μέγαρων για τη δημιουργία διυλιστηρίου. Η

απόφαση ανεκλήθη στη Μεταπολίτευση και ο Ανδρεάδης κατέφυγε για την οικονομική

απώλεια σε διαιτησία, όπως προέβλεπε η σύμβαση παραχώρησης. Με τη διαιτητική

απόφαση κρίθηκε ότι πρέπει να αποζημιωθεί με 8 δισ. δραχμές, αλλά το Ελληνικό

Δημόσιο αρνήθηκε να συμμορφωθεί, ενώ θεσπίστηκε νόμος που καταργούσε την

απόφαση των διαιτητών. Η αντιδικία κατέληξε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και σε

καταδίκη της χώρα μας σε 7,5 δισ. δραχμές. Και στις δύο αποφάσεις το Ελληνικό

Δημόσιο συμμορφώθηκε πλήρως.