Η εκλογή του Γλαύκου Κληρίδη στην Προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας τον

Φεβρουάριο του 1993 αποτέλεσε τομή στην κυπριακή πολιτική σκηνή. Η συγκυρία

που ακολούθησε την προεδρική εκλογή χαρακτηρίστηκε από σημαντικές αλλαγές στην

πολιτική σκηνή της Κύπρου, αλλά και – εξίσου – σημαντικές ιδεολογικές

ανακατατάξεις του εκλογικού σώματος. Ανακατατάξεις που άνοιξαν έναν νέο

ιστορικό κύκλο στην εποχή που ακολούθησε την εισβολή του 1974, επουλώνοντας σε

μεγάλο βαθμό το τραύμα στις σχέσεις Ελλάδας – Κύπρου. Στις αντιλήψεις της

κυπριακής κοινής γνώμης διαμορφώθηκαν νέα δεδομένα τόσο αναφορικά με την

πορεία και τις προοπτικές του εθνικού θέματος όσο και αναφορικά με την εικόνα

της Ελλάδας. Οι προηγούμενες διεργασίες είχαν ως αποτέλεσμα να μεταβληθεί

ριζικά η τελευταία, μέσα σε έναν μόλις χρόνο. Η μεταστροφή υπήρξε θεαματική.

Ενώ το 1993 οι σχέσεις των κυβερνήσεων Ελλάδας και Κύπρου εθεωρούντο από την

κυπριακή κοινή γνώμη «ικανοποιητικές» σε ποσοστό 42% και «εξαιρετικές» μόλις

σε 3%, έναν χρόνο αργότερα, το 1994, τα αντίστοιχα ποσοστά ανήλθαν σε 64% και

14% (Ινστιτούτο Veritas, Κυπριακή Γνώμη, τ. 6, 11/1994). Το ποσοστό των

δυσαρεστημένων από τις σχέσεις συρρικνώθηκε αισθητά (από 24% το 1993 σε μόλις

9% το 1994), όπως επίσης και το ποσοστό εκείνων που θεωρούσε τις σχέσεις των

δύο κρατών ως «υποκριτικές ή σχέσεις ανάγκης» (από 26% σε 11%). Ο ένας στους

πέντε Ελληνοκυπρίους δεχόταν πλέον, το 1994, ότι η ελληνική κυβέρνηση

«συμπαρίσταται και βοηθά την Κύπρο όσο πρέπει» (20% στην έρευνα του 1994,

έναντι μόλις 3% στην αντίστοιχη έρευνα του 1993) και τρεις στους πέντε ότι

«όσο μπορεί» (64%, έναντι 51% το 1993). Ακόμη, μεταξύ εκείνων που πίστευαν ότι

η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. είναι περισσότερο πιθανή, το 28% απέδιδε αυτήν

την εξέλιξη στην υποστήριξη της ελληνικής κυβέρνησης. Η μεγαλύτερη μετατόπιση,

ωστόσο, συντελέσθηκε αναφορικά με τη θέση που υποστήριζε ότι η ελληνική

κυβέρνηση «επιζητά οποιαδήποτε λύση για να απαλλαγεί από το πρόβλημα»: μέσα σε

έναν χρόνο το ποσοστό εκείνων που συντάσσονταν με αυτήν τη θέση μειώθηκε

σχεδόν στο 1/4 (10% τον Ιούνιο του 1994, έναντι 37% έναν χρόνο πριν).

Αυτή η «φιλοελλαδική» τάση που σημειώθηκε στη συνείδηση της κυπριακής κοινής

γνώμης προκάλεσε και μια εξαιρετικά σημαντική μεταβολή στις υποκειμενικές της

αντιλήψεις για την εξωτερική πολιτική. Η Ελλάδα και η Ευρώπη αναγορεύθηκαν,

σταδιακά, σε καθοριστικούς παράγοντες για τον προσανατολισμό της εθνικής

στρατηγικής ενώ, αντιθέτως, ο ρόλος της Μ. Βρετανίας, των ΗΠΑ, καθώς και ο

ρόλος των αδεσμεύτων, έτεινε να υποβαθμίζεται (ΡΙΚ, Έρευνες Πολιτικής

Κουλτούρας 1996-1998).

Το ποιοτικό άλμα που πραγματοποιήθηκε στις σχέσεις Ελλάδας – Κύπρου κατά τη

δεκαετία του ’90 υπήρξε πολύ μεγάλο και μη αντιστρέψιμο. Οι πολιτικές και

διπλωματικές εξελίξεις που θα ακολουθήσουν θα ενισχύσουν περαιτέρω αυτή την

τάση. Οι ιδεολογικές ανακατατάξεις που σημειώθηκαν στην ελληνοκυπριακή κοινή

γνώμη επηρέασαν, σε σημαντικό βαθμό, τις στάσεις απέναντι στην Ελλάδα και

είχαν ως ιδεολογική-πολιτική συνέπεια τη «ραγδαία» βελτίωση της εικόνας της

ελληνικής κυβέρνησης στην Κύπρο.

Στάση απέναντι στην ελληνική κυβέρνηση και τον Πρωθυπουργό

Η επί το θετικότερο μεταμόρφωση της εικόνας της Ελλάδας στην περίοδο 1996-1998

θα πρέπει να αποδοθεί στην υποστήριξη της Κύπρου στην υπόθεση της ένταξης και,

κυρίως, στην υλοποίηση του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου, που αύξησε

κατακόρυφα το αίσθημα εθνικής ασφάλειας των Κυπρίων και θεωρήθηκε (το 1998)

από 7 στους 10 Κυπρίους σημαντικός παράγοντας διευκόλυνσης της λύσης του

Κυπριακού (Έρευνες ΡΙΚ, 1996-1998). Ας σημειωθεί δε, παρενθετικά, ότι αυτός ο

παράγοντας είχε και την αποδοχή σημαντικής μερίδας της ελλαδικής κοινής

γνώμης.

Οι δυσκολίες της περιόδου 1998-2000 και οι ταλαντεύσεις της, χωρίς να θέτουν

σε αμφισβήτηση τις εδραιωμένες πεποιθήσεις των Κυπρίων, προκάλεσαν μια σχετική

κάμψη στους δείκτες αξιολόγησης, που θα αποδειχθεί εν τούτοις συγκυριακή. Έτσι

οι τρέχουσες εξελίξεις βρίσκουν σήμερα τις σχέσεις Κύπρου – Ελλάδας – όπως

αυτές γίνονται αντιληπτές από την κυπριακή κοινή γνώμη – σε ένα από τα

καλύτερα σημεία της τελευταίας δεκαετίας.

Ο Γιάννης Μαυρής είναι διευθύνων σύμβουλος του Ινστιτούτου Δημοσκοπήσεων

V-PRC και εκλογικός αναλυτής του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (ΡΙΚ) από το 1993.