Το Σχέδιο Ανάν είναι μια έξυπνη και σολομώντεια πρόταση. Πολλοί τού

καταμαρτυρούν ότι περιλαμβάνει δυσλειτουργικές ρυθμίσεις. Πράγματι, κατά το

σχέδιο, οι αποφάσεις στο επίπεδο της ομοσπονδιακής εξουσίας και η εκλογή του

προεδρικού συμβουλίου χρειάζονται έναν minimum αριθμό ψήφων και από τις δύο

κοινότητες. Προφανώς το σύστημα προϋποθέτει συνεργασίες πολιτικών δυνάμεων

και από τις δύο κοινότητες. Αυτή είναι η θεμελιώδης υπόθεση εργασίας του

σχεδίου: οι δυνάμεις – και από τις δύο πλευρές – που θεωρούν ότι η συνύπαρξη

επιβάλλεται από το κοινό τους συμφέρον θα ενισχύονται και, επομένως, οι δύο

κοινότητες σύντομα θα πάψουν να λειτουργούν ως συμπαγή μπλοκ.

Μολονότι έχουμε βάσιμους λόγους να πιστεύουμε ότι η ανάγκη διατύπωσης κοινών

θέσεων στα όργανα της Ε.Ε. μπορεί να νεκραναστήσει το «πνεύμα

αλληλοκατανόησης», κανείς δεν εγγυάται ότι η ελπιδοφόρα προοπτική του σχεδίου

θα λειτουργήσει. Από την άλλη πλευρά, κανείς δεν είναι βέβαιος ότι θα αποτύχει

και ότι οι δύο κοινότητες θα κλειστούν στα στεγανά τους αγνοώντας το συμφέρον

τους. Και οι δύο προβλέψεις απαιτούν κάποιο στοιχείο πίστης (ή δυσπιστίας).

Προτείνω να δώσουμε μιαν ευκαιρία στην ελπίδα.

Φυσικά, ιδέες που βελτιώνουν τη λειτουργικότητα του σχεδίου πρέπει να

προωθηθούν. Δεν υπάρχει περίπτωση, όμως, οι βελτιώσεις να αναιρούν τη

βασική φιλοσοφία του σχεδίου. Εδώ και 25 χρόνια, η πολιτική μας

προκρίνει ένα ενιαίο ομοσπονδιακό κυπριακό κράτος. Με βάση τα δεδομένα των

τελευταίων 40 ετών, ενιαίο κράτος δεν θα υπάρξει χωρίς παροχή συνταγματικών

εγγυήσεων στην τουρκοκυπριακή μειοψηφία ότι δεν θα τσαλαπατηθεί. Δεν θα το

δεχτούν αλλιώς, και κανείς δεν μπορεί (με διπλωματικά μέσα) να τους υποχρεώσει

να το κάνουν. Αυτό σημαίνει: α) ότι οι διοικήσεις των δυο κοινοτήτων θα έχουν

ευρύτατες αρμοδιότητες στον χώρο της ευθύνης τους. Αυτό είναι επιθυμητό, δεν

είναι συγκαλυμμένη συνομοσπονδία. β) Στα θέματα που πρέπει να αποφασισθούν σε

ομοσπονδιακό επίπεδο (όπως οι σχέσεις με την Ε.Ε.), η χρήση του κανόνα ότι «η

πλειοψηφία κυβερνά» δεν μπορεί να εφαρμόζεται όπως εφαρμόζεται σε ομοιογενή

κράτη. Αναπόφευκτα, οι αποφάσεις θα απαιτούν κάποιο βαθμό συναίνεσης της

μειοψηφίας.

Το πρόβλημα είναι ότι πολλοί στην Ελλάδα και στην Κύπρο θέλουν την πίτα

ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο: και ενιαίο κράτος και απεριόριστη χρήση του

κανόνα «η πλειοψηφία κυβερνά». Αυτό είναι αυταπάτη. Ενιαίο κράτος συνεπάγεται

παραχωρήσεις. Αν οι Κύπριοι δεν θέλουν τις παραχωρήσεις, θα έπρεπε να ζητούν

φιλικό διαζύγιο, όχι ενιαίο κράτος. Αλλά αυτό θα έπρεπε να το έχουν

σκεφτεί εδώ και δεκαετίες. Τώρα είναι αργά. Η γραμμή της Κυπριακής Δημοκρατίας

για ενιαίο κράτος προσδιορίζει τις προδιαγραφές της λύσης: αν δεν υπήρχαν οι

ρυθμίσεις Ανάν, θα υπήρχαν κάποιες παρόμοιες. Αν δεν γίνει κατανοητό αυτό, το

κυπριακό κράτος δεν θα λειτουργήσει.

Σε κάθε περίπτωση είναι αδιανόητο να πάρουμε εμείς την ευθύνη για τη

ματαίωση της λύσης του Κυπριακού. Εξηγώ γιατί:

Πρώτον, η ίδια η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. μπορεί να κινδυνεύσει. Το Ελσίνκι

μάς έδωσε ισχυρή διαπραγματευτική θέση για να πετύχουμε ευνοϊκή συμφωνία. Όχι

για να ταμπουρωθούμε πίσω από τη βεβαιότητα της ένταξης. Σίγουρα, η λύση

δεν είναι προϋπόθεση της ένταξης, αλλά η ανάληψη της ευθύνης για

τη ματαίωση της λύσης μπορεί να αποδειχτεί μοιραία.

Στην περίπτωση αυτή, η Ελλάδα θα υποχρεωθεί να μπλοκάρει την πορεία μιας

ολόκληρης ηπείρου και θα το πληρώσει πανάκριβα. Για την Κυπριακή Δημοκρατία τα

πράγματα θα είναι χειρότερα. Ο ΟΗΕ ήταν πάντα το φόρουμ μέσα στο οποίο

προωθούσε τις επιδιώξεις της. Αν, σήμερα, απέρριπτε το σχέδιο του ίδιου του

γραμματέα του, θα βρισκόταν σε απόλυτο κενό πολιτικής.

Ακόμη όμως και αν η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. επιτευχθεί, το πρόβλημα

παραμένει. Η (με δική μας ευθύνη) κολοβή ένταξη σημαίνει μη-συναινετική

διχοτόμηση, συνέχιση της παρουσίας των τουρκικών στρατευμάτων και καμιά

επιστροφή εδαφών. Όλα αυτά μέσα σε δηλητηριασμένο κλίμα που θα αυξήσει την

ένταση στο νησί. Ο μείζων στόχος της ένταξης, η ασφάλεια, δεν θα έχει

επιτευχθεί. Επιπλέον, η ματαίωση της λύσης ανοίγει νέα περίοδο έντασης στις

ελληνοτουρκικές σχέσεις με απρόβλεπτες συνέπειες.

Υπάρχει όμως και κάτι ευρύτερο. Το μεγάλο έπαθλο της λύσης του Κυπριακού είναι

ότι ανοίγει τον δρόμο για συνολική επανατοποθέτηση των σχέσεων Ελλάδας και

Κύπρου με την Τουρκία. Με έναν βαθύ αναστεναγμό ανακούφισης οι δύο λαοί θα

απαλλαγούν από το φάσμα του πολέμου που τους ταλανίζει εδώ και αιώνες.

Τεράστιες αναξιοποίητες δυνατότητες για πολλαπλασιασμό των εμπορικών και

πολιτιστικών ανταλλαγών και καλύτερης επικοινωνίας ανάμεσα στις τρεις χώρες θα

ανοιχθούν.

Τελικά, θα πρόκειται για την αποκατάσταση της ενότητας του χώρου των

βαλκανικών και μικρασιατικών κτήσεων της Βυζαντινής και της Οθωμανικής

Αυτοκρατορίας που διασπάστηκε από τη δημιουργία αντιμαχομένων εθνικών κρατών

το 19ο αιώνα. Ενότητα χώρου όχι μόνο για εμπόριο αλλά και για την

αδιαμεσολάβητη επικοινωνία πληθυσμών και πολιτισμών και την υπέρβαση των

προκαταλήψεων. Αυτή τη φορά, η ενότητα δεν θα επέλθει υπό την σκέπη ενός

απόλυτου μονάρχη και δεν θα συνεπάγεται το προβάδισμα μιας θρησκείας ή φυλής

απέναντι στις άλλες. Θα βασίζεται στην εθελούσια προσέγγιση λαών που, έχοντας

επιτύχει την εθνική τους ολοκλήρωση μέσα από τη διαμόρφωση δικού τους κράτους,

αποφασίζουν να γυρίσουν σελίδα. Το έκαναν οι Γάλλοι και οι Γερμανοί. Γιατί όχι

και εμείς; Οι εθνικισμοί των περασμένων δύο αιώνων έκαναν τη δουλειά τους,

δημιούργησαν τα εθνικά κράτη. Τώρα είναι κατάλοιπο του παρελθόντος που

γεννοβολά αστάθεια. Σήμερα τα εθνικά κράτη είναι απλώς η αφετηρία. Το ιστορικό

βάθος αυτού που παίζεται σού επιβάλλει να το βλέπεις με δέος και προσμονή. Δεν

είναι καιρός για μικροψυχία.

Ο Χρυσάφης Ιορδάνογλου διδάσκει οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Κρήτης