Οι άνθρωποι που ζουν στα κατεχόμενα παλεύουν καθημερινά με τη φτώχεια, την

ανεργία, τον αποκλεισμό και τον πληθωρισμό της μητέρας Τουρκίας. Η

διπλωματική, πολιτική και οικονομική απομόνωση του ψευδοκράτους έχει οδηγήσει

τους κατοίκους του στην απόγνωση.

Ο Κεμάλ Ακτούντζ, πολιτικός μηχανικός που ζει και εργάζεται στα κατεχόμενα,

εκφράζει αυτή την απόγνωση. Αν το σχέδιο του Κόφι Ανάν γίνει τελικά δεκτό από

τις δύο πλευρές, ο Κεμάλ θα γίνει για τρίτη φορά πρόσφυγας. Η πρώτη ήταν το

1964, αφού ο Κεμάλ είχε γεννηθεί και ζήσει μέχρι τότε στην ελεύθερη Κύπρο, η

δεύτερη το 1974 και η τρίτη θα είναι σε λίγο καιρό, αν τελικά το σχέδιο γίνει

δεκτό.

«Κανένας δεν έχει καλή ζωή εδώ. Όλοι παραπονιούνται, ακόμα και οι έποικοι. Ο

πληθωρισμός έχει ανέβει, και η ζωή είναι πάρα πολύ ακριβή», λέει στα «ΝΕΑ».

«Το ημερομίσθιο ενός εργάτη είναι 10 δολάρια, ο μισθός του δασκάλου 400, οι

εργάτες δουλεύουν στην ελεύθερη Κύπρο το πρωί και επιστρέφουν το βράδυ. Έχουμε

Πανεπιστήμια, αλλά δεν είναι καλής ποιότητας. Είναι απλώς για να φέρνουν

χρήματα οι φοιτητές από την Τουρκία. Στα σχολεία, τα παιδιά μας σπουδάζουν με

εθνικισμό: στα βιβλία Ιστορίας τούς μαθαίνουν ότι οι Έλληνες είναι μεγάλη

μάστιγα! Και σαν να μην έφταναν όλ’ αυτά, όλοι οι νέοι μας θέλουν να φύγουν

γιατί δεν έχουν μέλλον εδώ», περιγράφει ο Κεμάλ Ακτούντζ, εκφράζοντας την

απελπισία των περισσότερων Τουρκοκυπρίων.

«Οι περισσότεροι θέλουμε τη λύση. Δεν μας νοιάζει να δώσουμε τη Μόρφου πίσω

και να πάμε αλλού, σε άλλα σπίτια. Όμως, οι πολιτικοί μας δημιουργούν φόβο

στον κόσμο για το σχέδιο, αλλά κανένας δεν τους πιστεύει. Γεννηθήκαμε στην

Κύπρο κι έχουμε δικαίωμα να ζήσουμε εδώ σαν άνθρωποι…».

«Η ντε φάκτο διχοτόμηση του νησιού έχει οδηγήσει τη Βόρεια Κύπρο σε

διπλωματική, οικονομική και πολιτική απομόνωση. Οι άνθρωποι δεν έχουν

καταφέρει να εξασφαλίσουν μια προοπτική και νιώθουν ξεκομμένοι απ’ τον

υπόλοιπο κόσμο», επισημαίνει στα «ΝΕΑ» ο Νιαζί Κιζιλγιουρέκ, επίκουρος

καθηγητής στο Τμήμα Τουρκικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Κύπρου και

βραβευμένος μαζί με τον Κύπριο σκηνοθέτη Πανίκο Χρυσάνθου με το βραβείο

Ιπεκτσί το 1997 για το φιλμ «Ο τοίχος μας».

Το ψευδοκράτος του Ντενκτάς δεν προσελκύει επενδυτές και η οικονομία βασίζεται

σχεδόν αποκλειστικά στον δημόσιο τομέα και στη γεωργία. Τουλάχιστον 35.000

Τουρκοκύπριοι μισθοδοτούνται από το Δημόσιο, ενώ όσοι ασχολούνται με τη

γεωργία ξεπερνούν τους 17.200, σύμφωνα με το γραφείο Τύπου και Πληροφόρησης

της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Υποφέρουν

Οι άνθρωποι στα κατεχόμενα δεν έχουν προοπτική και νιώθουν ξεκομμένοι από τον

υπόλοιπο κόσμο, λέει στα «ΝΕΑ» ο Τουρκοκύπριος Νιαζί Κιζιλγιουρέκ, επίκουρος

καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κύπρου

«Ο πληθυσμός της Βόρειας Κύπρου υποφέρει», αναφέρεται χαρακτηριστικά σε μελέτη

της Επιτροπής Κοινωνικών και Οικονομικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης του

περασμένου Σεπτεμβρίου. Τα πολύ υψηλά επιτόκια, περίπου στο 35%, αποτελούν

σοβαρό εμπόδιο στα δάνεια του ιδιωτικού τομέα και υπονομεύουν τις επενδύσεις.

Ο τραπεζικός τομέας υπέστη βαρύ πλήγμα τον περασμένο χρόνο, αφού πέντε

τράπεζες στη Βόρεια Κύπρο κήρυξαν χρεοκοπία, ενώ το δημόσιο χρέος υπολογίζεται

στο 80% του ΑΕΠ. Στα κατεχόμενα, που είναι σχεδόν αποκλειστικά εξαρτημένα από

την βοήθεια της μητέρας Τουρκίας (περισσότερα από 87 εκατομμύρια ευρώ το

1997), βιώνεται ακόμα πιο έντονα ο απόηχος της οικονομικής κρίσης στην

Τουρκία, η υποτίμηση της τουρκικής λίρας και ο πληθωρισμός που, σύμφωνα με

υπολογισμούς, φθάνει στο 65%. Εξαιτίας του εμπάργκο που ισχύει για τα

τουρκοκυπριακά προϊόντα, εξαγωγές γίνονται μόνο στην Τουρκία, η οποία τα

αγοράζει σε εξευτελιστικές τιμές. Την ίδια στιγμή πουλάει στα κατεχόμενα

προϊόντα (όπως, λιπάσματα και φάρμακα) υπερτιμημένα έως και 30%.

Πέντε φορές πιο κάτω

Η ζωή έχει ακριβύνει και ο μέσος μισθός στη Βόρεια Κύπρο είναι περίπου πέντε

φορές κατώτερος από τον αντίστοιχο της ελεύθερης Κύπρου! Συγκεκριμένα, ο

κατώτατος μισθός κυμαίνεται στα 200 ευρώ, τη στιγμή που μια τετραμελής

οικογένεια χρειάζεται τα διπλάσια για να επιβιώσει. Χαρακτηριστικό είναι το

γεγονός ότι τον Νοέμβριο 2001 καταναλωτικές οργανώσεις αναγκάστηκαν να

μοιράσουν ψωμί σε διάφορες περιοχές.

Η ανεργία συνεχώς αυξάνεται και αγγίζει το 5%, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία

– στην πραγματικότητα υπολογίζεται τουλάχιστον διπλάσια. Η γεωργία, που ήταν ο

δεύτερος μεγαλύτερος τομέας απασχόλησης, περνάει κρίση, όχι μόνο λόγω της

εμπορικής και πολιτικής απομόνωσης, αλλά και επειδή, όπως εξηγεί ο κ.

Κιζιλγιουρέκ, «η αγροτική παραγωγή έχει μηδενιστεί. Ο τουρκικός στρατός

εισάγει φθηνά αγροτικά προϊόντα από την Τουρκία και τα πουλάει σε δικά του

σουπερμάρκετ που έχει κατασκευάσει στη Βόρεια Κύπρο, αλλά και σε μπακάλικα στα

χωριά!».

Φεύγουν

Οι νέοι άνθρωποι, όσοι μπορούν να εξασφαλίσουν βίζα, φεύγουν. «Περίπου 40.000

– 50.000 Τουρκοκύπριοι ζουν στο Λονδίνο. Οι νέοι δεν έχουν προοπτική και

μεταναστεύουν», λέει ο κ. Κιζιλγιουρέκ.

Στη Βόρεια Κύπρο το παράδοξο φαίνεται να είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση.

«Πολλοί Τουρκοκύπριοι, υπολογίζονται σε 3.000 – 4.000, εργάζονται με ειδική

άδεια στη νότια Κύπρο. Πηγαίνουν το πρωί, κάνουν οποιαδήποτε δουλειά, κυρίως

χειρωνακτική, και επιστρέφουν το βράδυ. Ο Ντενκτάς δεν το λέει επισήμως, αλλά

γίνεται με την ανοχή του», επισημαίνει ο κ. Σπύρος Αθανασιάδης, υπεύθυνος των

τουρκικών προγραμμάτων του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου και καθηγητής της

τουρκικής γλώσσας στην Αστυνομική Ακαδημία.

Αλλά αυτό δεν είναι το μόνο παράδοξο. Σε μια περιοχή, οι κάτοικοι της οποίας

μεταναστεύουν κάθε πρωί και επιστρέφουν στα σπίτια τους το βράδυ για να

βγάλουν μεροκάματο 10 ευρώ, υπάρχουν 25 καζίνο (!) και δεκάδες πολυτελείς

τουριστικές εγκαταστάσεις. «Στα καζίνο φυσικά δεν μπορούν να πάνε οι

Τουρκοκύπριοι. Πηγαίνει όμως η αστική τάξη της Τουρκίας – και αυτή είναι

κάποιου είδους οικονομική δραστηριότητα», σημειώνει ο κ. Κιζιλγιουρέκ.

Για εξευτελιστικά μεροκάματα δουλεύουν οι 120.000 έποικοι

Πίσω από την Πράσινη Γραμμή οι Τουρκοκύπριοι υποφέρουν από φτώχεια. Τον

Νοέμβριο του 2001, καταναλωτικές οργανώσεις αναγκάστηκαν να μοιράσουν ψωμί

στις φτωχογειτονιές

Υπολογίζεται ότι οι έποικοι και ο στρατός έχουν φθάσει σήμερα τους

120.000. Οι Ελληνοκύπριοι τους αποκαλούν «κουβαλητούς». Προέρχονται από τα

βάθη της Ανατολίας και οι περισσότεροι βρίσκονται σε ακόμη χειρότερη

οικονομική κατάσταση από τους Τουρκοκυπρίους. Δουλεύουν χωρίς ασφάλιση, για

εξευτελιστικά μεροκάματα.

Μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα, διατηρούν την παραδοσιακή μουσουλμανική

οικογενειακή δομή. Οι περισσότερες οικογένειες εποίκων έχουν πολλά παιδιά, ενώ

οι γυναίκες, οι οποίες φορούν μαντίλα, έχουν αποκλειστική τους απασχόληση το

σπίτι, καθώς δεν τους επιτρέπεται να δουλεύουν. «Υπάρχουν βέβαια και εκείνοι

που έχουν καταλάβει σημαντικές θέσεις, είτε στην ψευδοκυβέρνηση είτε σε

τράπεζες. Αυτοί όμως είναι η μειοψηφία», λέει ο κ. Αθανασιάδης.