Το να μιλάμε για διαφθορά στις αναπτυσσόμενες χώρες – και σε μερικές

ανεπτυγμένες – αρχίζει να γίνεται κοινότοπο. Στο παρελθόν, η διαφθορά

εθεωρείτο ότι υπήρχε μεταξύ των δημοσίων υπαλλήλων και αυτό ήταν ένα από τα

επιχειρήματα που χρησιμοποιήθηκαν για τις ιδιωτικοποιήσεις, ιδιαίτερα σε

αναπτυσσόμενες χώρες. Οι υποστηρικτές του δημόσιου τομέα, ωστόσο, απέτυχαν να

διακρίνουν την ευχέρεια των επικεφαλής εταιρειών να ακολουθούν διεφθαρμένες

πρακτικές σε διάφορες περιπτώσεις, κάτι που έγινε εμφανές πρόσφατα και στον

αμερικανικό καπιταλισμό.

Τα διεφθαρμένα αφεντικά ξεπέρασαν κατά πολύ κυβερνητικούς γραφειοκράτες που

κλέβουν «μόλις» μερικές εκατοντάδες δολάρια, ή – σε κάποιες περιπτώσεις –

μερικά εκατομμύρια δολάρια. Οι κλοπές που έκαναν εκείνοι που λεηλάτησαν την

Ένρον, την Worldcom και άλλες εταιρείες, μετριούνται σε δισεκατομμύρια

δολάρια, ποσό που είναι μεγαλύτερο από το ΑΕΠ πολλών χωρών.

Η έρευνά μου, τα προηγούμενα χρόνια, επικεντρώθηκε στην οικονομία της

πληροφορίας. Με τέλεια πληροφόρηση – θεώρημα στο οποίο πιστεύουν οι

παραδοσιακοί οικονομολόγοι, αλλά δεν δέχονται απόλυτα οι υπέρμαχοι των

ελεύθερων αγορών – αυτά τα προβλήματα δεν θα είχαν υπάρξει ποτέ. Οι μέτοχοι θα

είχαν καταλάβει αμέσως ότι τα λογιστικά βιβλία είχαν «μαγειρευτεί», γεγονός

που θα είχε άμεση συνέπεια στην τιμή της μετοχής.

Ο Joseph Stiglitz είναι κάτοχος του βραβείου Νόμπελ Οικονομίας 2001,

καθηγητής Οικονομικών του αμερικανικού Πανεπιστημίου Κολούμπια και συγγραφέας

του βιβλίου «Globalization and its Discontents»

Όμως, η πληροφόρηση δεν είναι ποτέ τέλεια. Επειδή υπάρχουν φορολογικά

πλεονεκτήματα, αλλά και επειδή συχνά ακολουθούνται λανθασμένες λογιστικές

πρακτικές, οι εταιρείες επιβραβεύουν τα ανώτατα στελέχη με δικαιώματα

προαίρεσης σε μετοχές. Με τις μετοχές αυτές στο χαρτοφυλάκιό τους, τα αφεντικά

των εταιρειών μπορούν να εξασφαλίσουν τα δικά τους έσοδα χωρίς απαραίτητα να

κάνουν τίποτε άλλο για να εξασφαλίσουν την ευημερία της εταιρείας. Το μόνο που

χρειάζεται να κάνουν, είναι να δώσουν ώθηση στην τιμή της μετοχής και μετά να

ρευστοποιήσουν. Το σύστημα αυτό απεδείχθη πολύ καλό για να είναι αληθινό:

Καμία εταιρεία δεν μπορούσε να αντέξει το αυξημένο κόστος, την στιγμή που

ανώτατα στελέχη λάμβαναν εκατομμύρια σε αποζημιώσεις.

Φυσικά, όλα αυτά ήταν μια οφθαλμαπάτη: Με το να υπάρχουν δικαιώματα προαίρεσης

σε μετοχές, η αξία τους μειωνόταν. Εξάλλου, η πρακτική αυτή δεν ήταν καθόλου

έντιμη: Τα δικαιώματα προαίρεσης σε μετοχές έκαναν πολλούς επικεφαλής να

ανεβάζουν γρήγορα την τιμή της μετοχής της εταιρείας τους, όμως, με τον τρόπο

αυτό, εκείνο που προείχε δεν ήταν η ευημερία της εταιρείας μακροπρόθεσμα, αλλά

η «βιτρίνα» της βραχυπρόθεσμα.

Τα στελέχη των επιχειρήσεων δεν αφήνουν τέτοιες ευκαιρίες να πάνε χαμένες. Την

τελευταία μιάμιση δεκαετία, οι αποζημιώσεις για τα στελέχη επιχειρήσεων στις

ΗΠΑ αυξήθηκαν σημαντικά. Με τον τρόπο αυτό, αυξήθηκε και το κομμάτι της

αποζημίωσης που συνδέεται με την τιμή της μετοχής της εταιρείας, σε τέτοιο

βαθμό, ώστε το κομμάτι της αποζημίωσης που συνδέεται με τη μακροχρόνια απόδοση

να γίνει πολύ μικρό. Έμοιαζε οι διευθυντές να μην έχουν κανένα κίνητρο να

ασχολούνται με τα θεμελιώδη μεγέθη.

Λάθος κίνητρα

Οι υπέρμαχοι των ελεύθερων αγορών έχουν δίκιο, ότι τα κίνητρα είναι αυτά που

μετρούν. Ωστόσο, τα ακατάλληλα κίνητρα δεν δημιουργούν πραγματικό πλούτο στην

οικονομία, αλλά μια μαζική ανακατανομή πόρων – σαν αυτή που βλέπουμε τώρα σε

διάφορους κλάδους, όπως στις τηλεπικοινωνίες. Οι «φουσκωμένες» τιμές οδηγούν

πολλές εταιρείες στο να επενδύουν μεγαλύτερα ποσά απ’ όσα μπορούν να

επενδύσουν.

Όπως δείχνουν οι έρευνες που πραγματοποιήθηκαν τις τρεις τελευταίες δεκαετίες,

όταν η πληροφόρηση δεν είναι καλή (πράγμα που γίνεται πάντα!) το αόρατο χέρι

του Άνταμ Σμιθ, με το οποίο το σύστημα τιμών υποτίθεται ότι θα κατευθύνει την

οικονομία, είναι αόρατο, επειδή πρακτικά δεν υπάρχει. Με τα λάθος κίνητρα,

δηλαδή με τα κίνητρα που υπήρχαν στις αμερικανικές εταιρείες, δημιουργήθηκε

μια ψευδαίσθηση ευημερίας, εις βάρος της πραγματικής ευημερίας.

Σύγκρουση συμφερόντων

Με τον ίδιο τρόπο, οι εταιρείες ορκωτών λογιστών, οι οποίες βγάζουν

περισσότερα χρήματα παρέχοντας συμβουλευτικές υπηρεσίες παρά παρέχοντας

ελεγκτικές υπηρεσίες, βλέπουν τα συμφέροντά τους να συγκρούονται: Από τη μια

πλευρά (τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα), δεν θέλουν να πιέζουν τους πελάτες τους,

και από την άλλη, ως συμβουλάτορες, θέλουν να τους βοηθήσουν «ακολουθώντας

τους νόμους», βέβαια, να εφαρμόσουν πρακτικές που βελτιώνουν τον τρόπο με τον

οποίο παρουσιάζονται τα κέρδη.

Υπάρχουν, ακόμη, επενδυτικές τράπεζες που κερδίζουν μεγάλα ποσά από δικαιώματα

προαίρεσης μετοχών – όπως είδαμε να γίνεται πριν από λίγο καιρό – οι οποίες

προσπαθούν να ανεβάζουν τις τιμές των μετοχών, ακόμη και όταν δεν είναι

σίγουρες ότι κάνουν το σωστό. Αν οι επενδυτικές αυτές τράπεζες είναι και

εμπορικές, μπορεί να μπουν στον πειρασμό να προσφέρουν χρηματοδότηση

μεγαλύτερη από όση θα έπρεπε. Και αυτό επειδή, αν δεν έκαναν κάτι τέτοιο,

μπορεί να έχαναν μελλοντικά έσοδα από συγχωνεύσεις, εξαγορές και δικαιώματα σε

μετοχές.

Επιπλέον, όταν δημιουργούνται τέτοια κίνητρα στον ιδιωτικό τομέα, ο δημόσιος

τομέας δεν μένει ανεπηρέαστος. Στελέχη του ιδιωτικού τομέα επηρεάζουν

δημόσιους λειτουργούς και δεν τους αφήνουν να λάβουν τα απαραίτητα εκείνα

μέτρα που θα διόρθωναν το πρόβλημα. Στην πολιτική «μιλάει το χρήμα». Ο

επικεφαλής της αμερικανικής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς αναγνώρισε το πρόβλημα που

υπάρχει από τη σύγκρουση συμφερόντων σε λογιστικά θέματα, αλλά στην προσπάθειά

του να πάρει μέτρα για να διορθωθεί αυτό, βρήκε αντιμέτωπες τις ίδιες τις

εταιρείες – μέχρι που τα σκάνδαλα δεν άφηναν, πια, άλλα περιθώρια.

Με τον ίδιο τρόπο, τα λογιστικά προβλήματα που δημιουργούνταν με τα εταιρικά

δικαιώματα προαίρεσης μετοχών, αναγνωρίστηκαν από τις αρμόδιες κρατικές αρχές,

αλλά, και πάλι, οι προσπάθειες για αλλαγή παρεμποδίστηκαν από τους…

γνωστούς-άγνωστους. Στην περίπτωση αυτή, υπήρξε πολιτική πίεση από το

αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών, ώστε να μη ληφθούν μέτρα. Τα προβλήματα

αυτά υπάρχουν σε εθνικό, αλλά και σε διεθνές επίπεδο.

Η σύγκρουση συμφερόντων δεν θα εξαλειφθεί ποτέ, ούτε στον δημόσιο ούτε στον

ιδιωτικό τομέα. Όμως, με το να έχουμε γνώση των κινδύνων που δημιουργούν

τέτοια φαινόμενα, δημιουργώντας παράλληλα νόμους που επιβάλλουν την καλύτερη

πληροφόρηση του κοινού, μπορούμε να μειώσουμε τις επιπτώσεις.

© Project Syndicate, Οκτώβριος 2002

Επιμέλεια διεθνών οικονομικών θεμάτων: Γ. Κανελλόπουλος