Δεν την καταλάβαμε την Κίνα. Δέκα ημέρες ταξιδεύαμε αδιάκοπα έντεκα

δημοσιογράφοι, συνοδεία μεταφραστή, συναντούσαμε διαφόρους επισήμους, πίναμε

τσάι με γιασεμί, περιφερόμασταν. Στις μικρές πόλεις μάς χαιρετούσαν τα

παιδάκια από τα σχολικά αυτοκίνητα, στις μεγάλες χανόμασταν στο κυκλοφοριακό

κομφούζιο, μας πήγαιναν σε εστιατόρια στολισμένα σαν την απαγορευμένη Πόλη,

μας τάιζαν σαν πάπιες που προορίζονται για φουά γκρα, μας έδειχναν διάφορα

επιτεύγματα και καταπληκτικά μέρη, αλλά όλα παρέμεναν τυλιγμένα στο μυστήριο

των γραμμάτων ή μάλλον των περίπλοκων κινέζικων χαρακτήρων, που μόλις

κατορθώσαμε να αντιληφθούμε πώς λειτουργούν. Πανό με χαρακτήρες μάς

υποδέχονταν στα γραφεία των εφημερίδων, κορδέλες με χαρακτήρες υπήρχαν στους

δρόμους, ταμπέλες παντού, κι ελάχιστες είχαν και μια αγγλική υποσημείωση, να

καταλαβαίνει ο ξένος. Η αίσθηση της αποξένωσης μεγάλωνε όσο περνούσαν οι

ημέρες και διαφαινόταν το πόσο δύσκολο θα ήταν να μάθουμε να ξεχωρίζουμε

μερικούς από αυτούς τους χαρακτήρες, κι ακόμα δυσκολότερο να τους γράψουμε.

Ένας ολόκληρος κόσμος, ένας απέραντος κόσμος, με σύστημα γραφής απροσπέλαστο

στους Δυτικούς. Γι’ αυτό, μόλις γυρίσει πίσω όποιος ταξιδέψει στην Κίνα θέλει

αμέσως κάτι να γράψει. Να επιστρέψει στους κόλπους του παλιού, καλού,

δοκιμασμένου αλφαβήτου, του απλού και βολικού φωνητικού μας συστήματος, να

επιβεβαιώσει την ύπαρξή του μέσα σ’ αυτόν τον οικείο και ευέλικτο κόσμο των 24

γραμμάτων, να φέρει στα νερά του τη μεγάλη χώρα, βάζοντας τις εντυπώσεις του

στο χαρτί. Όμως η αμφιβολία τον έχει διαπεράσει, η επαφή με το τόσο

διαφορετικό και πλούσιο σύστημα γραφής δεν ξεχνιέται αμέσως, ούτε και η

αίσθηση ενός κόσμου κλειστού, όσα κείμενα κι αν μεταφραστούν, όσα ταξίδια κι

αν κάνει.