Με καμουφλάζ και οχυρωματικά σακιά πάμε οι Έλληνες κόντρα στα καιρικά και άλλα

φαινόμενα. Διότι, μπορεί ο Κηφισός να ξεχειλίζει, οι κάτοικοι να απελπίζονται

και οι εργολάβοι να τα ρίχνουν αλλού και σ’ άλλους, αλλά καθώς ο χρόνος

περνάει και ο ήλιος βγαίνει και πάλι, οι φωνές υποχωρούν, οι έλεγχοι

εξανεμίζονται, το πάρτι συνεχίζεται.

Μάθαμε να προχωράμε αγκαλιά με τα προβλήματά μας. Ο θυμός ξεθυμαίνει,

λοξοδρομεί. Ανάμεσα στην προφύλαξη και την πρόκληση τα απομεινάρια της ανοχής

βρικολακιάζουν. Το κακό είναι πως οι πάσης φύσεως ηγέτες μάς έχουν επαρκώς

προετοιμάσει να φοβόμαστε τα χειρότερα, για να αντέχουμε τα άσχημα.

Λίγη φασαρία, λίγη «φιλοσοφία», λίγο κρασί, λίγο ρουζ στον χειμώνα και

συνεχίζουμε σ’ έναν τόπο που δεν αντέχουμε, σ’ έναν τόπο που μας θέλγει.

Καταγόμαστε από μια πατρίδα με ακρότατες αντιθέσεις. Τον Λεωνίδα και τον

Εφιάλτη. Τον Κοραή και τον Κοσμά Αιτωλό. Ο μυθολογούμενος παράδεισος και η

ζώσα εμπειρία συνθηκολογούν. Έτσι κι αλλιώς, οι ανθρώπινες καταστάσεις και τα

συναισθήματά μας υπάρχουν συνήθως υπό μορφή προσμείξεων.

Η απάθεια των κρατούντων, η ρητορεία των πολιτικών, η ανεκδοτολογία των

παπάδων, ο κακός μας ο καιρός, εκτίθενται στη θέα της πληκτικής επανάληψης. Ο

υπόλοιποι τσουβαλιάζονται στη μιζέρια μιας καθολικής μοίρας. Και επειδή ο

ατυχής δεν μπορεί, από την τάξη της ατυχίας του, να μπει πλησίστιος στην

ευτυχία, αρχίζει η εύθυμη ανακάλυψη της ξεφτίλας. Α, να μην ξεχάσω και το

άλλοθι του χιούμορ.

Κάθησα πάνω στο κρεβάτι και αγνάντεψα έξω από το παράθυρο, προς το απέραντο

διάστημα. Αναλογίστηκα τον τόπο που ζω και αναρωτήθηκα αν θα μπορούσα να ζήσω

αλλού. Το μόνο που μπορούσα να ψιθυρίσω στον εαυτό μου, έτσι όπως στεκόμουνα

καμπουριασμένη, ήταν ο στίχος που λέω κάθε φορά που επιστρέφω από κάποιο

ταξίδι μου: «Πόλη όμορφη και θλιμμένη, είμαι πάλι εδώ».