Η ανακάλυψη στοιχείων του παρελθόντος σας… εξάπτει τη φαντασία;

Ονειρεύεστε με το σκουπάκι σας να «ξεσκονίσετε» ευρήματα ανασκαφών και να

φέρετε στο φως ολόκληρους πολιτισμούς; Συναρπαστικό, συμφωνούν οι έχοντες

γνώση και εμπειρία, το επάγγελμα του αρχαιολόγου. Πλην όμως, υποστηρίζουν,

επίπονο και με αβέβαιους όρους αποκατάστασης.

«Μια… περιπέτεια με πλήθος πτυχιούχων ανέργων»

Λέξεις όπως περιπέτεια, αναπάντεχο, ωραίο, σπουδαίο είναι μερικές με τις

οποίες ταυτίζεται το επάγγελμα του αρχαιολόγου. «Η πραγματικότητα είναι όμως

πολύ διαφορετική», λέει η κ. Στέλλα Δρούγου, καθηγήτρια Κλασικής Αρχαιολογίας

στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και το «δεξί χέρι» του Μ.

Ανδρόνικου στις ανασκαφές της Βεργίνας, τις οποίες ανέλαβε και συνεχίζει η

ίδια σήμερα.

«Ο αρχαιολόγος έχει τη χαρά να ερευνά πτυχές της ανθρώπινης δραστηριότητας

συχνά αναπάντεχες, τη χαρά να συνθέσει από πολύ λίγα πράγματα μια εποχή, να

ψάξει, να αποκρυπτογραφήσει», λέει η κ. Δρούγου μιλώντας για τα πλεονεκτήματα

του επαγγέλματος. Ο αρχαιολόγος όμως «πρέπει να παλέψει και με πολλές

δυσκολίες». Χαρακτηριστικά η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

αναφέρει πως «δεν γίνεται κανείς ποτέ πλούσιος, ούτε γίνεται διάσημος, παρ’

ότι τα τελευταία χρόνια ενδιαφέρονται περισσότερο για τη δουλειά των

αρχαιολόγων». Και επισημαίνοντας πως το επάγγελμα «θέλει περίσκεψη,

συγκέντρωση και αγάπη για τη ζωή, αλλά και σεμνότητα», η κ. Δρούγου

υπογραμμίζει: «Πρέπει να είσαι λίγο στρατιώτης και να είσαι και λίγο

στρατηγός. Στρατηγός για να οργανώσεις τη δουλειά και στρατιώτης για να

«αντιμετωπίσεις» τα χώματα, να ξέρεις τα εργαλεία, να τακτοποιήσεις και να

καθαρίσεις.

Μέσω πάντως του επαγγέλματος, ανακαλύπτεις τον ίδιο τον άνθρωπο και καμιά φορά

και τον εαυτό σου, την εποχή σου, την πατρίδα σου». Εφιστά ωστόσο την προσοχή

στην «παγίδα» του ρομαντισμού του επαγγέλματος, στη δημιουργία νοσταλγικών

διαθέσεων. «Αυτό είναι επικίνδυνο, γιατί μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλοστομίες

και λάθη», τονίζει.

Η ουσία είναι η έρευνα

Είναι ένα επάγγελμα που έχει τη δική του θέση στην παραγωγή και στην κοινωνία

και που το καθορίζουν δύο παράμετροι: η επιστήμη και η διάσωση της

πολιτιστικής κληρονομιάς -αυτό που «μία κοινωνία θέλει να διατηρήσει, να

αναδείξει, να σώσει». Η κ. Δρούγου καλεί τους νέους αρχαιολόγους να

εφοδιαστούν με γνώσεις και να δημιουργήσουν μεγάλο απόθεμα εμπειριών, ώστε να

μπορούν να ερευνούν – «η ουσία της αρχαιολογίας είναι η έρευνα», επισημαίνει.

Το μεγάλο αντικείμενο κατά την ίδια είναι η προστασία μνημείων. «Εκεί

απασχολούνται πάρα πολλοί πτυχιούχοι», αναφέρει και υποστηρίζει πως «η Ελλάδα

είναι μία χώρα που χρειάζεται πολλούς αρχαιολόγους». Ωστόσο, μιλάει για

«πλήθος πτυχιούχων ανέργων», αλλά και για «πολλούς νέους που έχουν σχέση

συμβάσεων περιορισμένου χρόνου». Και παραπέμπει στην Πολιτεία για το «πώς

τελικά θα οργανώσει τα πολιτιστικά θέματα».

Σε αυτό το σημείο αναφέρεται και στην ανάγκη ανανέωσης των εκπαιδευτικών

προγραμμάτων – ευθύνη του υπουργείου Παιδείας, όπως λέει – χωρίς όμως να

παραλείπει να πει πως «γίνεται πολύ καλή δουλειά» και στα υπάρχοντα

πανεπιστημιακά Τμήματα. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσει και την ανάγκη ενίσχυσης της

έρευνας, που «είναι λίγο σαν ψυχοκόρη στην Ελλάδα».

Το πτυχίο δεν κάνει τον αρχαιολόγο

«Οποιος έχει πτυχίο Αρχαιολογίας δεν θεωρείται και αρχαιολόγος», υποστηρίζει ο

κ. Ανδρέας Βλαχόπουλος, αρχαιολόγος και ειδικός επιστήμονας του υπουργείου

Αιγαίου. Και διευκρινίζει πως «μπορεί να είσαι πτυχιούχος, να είσαι καθηγητής

της Μέσης Εκπαίδευσης, να εργάζεσαι σε ιδιωτικό μουσείο ή να κάνεις

μεταπτυχιακά εσαεί και δημοσιεύσεις, αλλά πρακτικά αρχαιολόγος θεωρείται αυτός

που δουλεύει στην Αρχαιολογική Υπηρεσία». Σημειώνει δε ότι δεν υπάρχει

Επιμελητήριο, όπως σε άλλα επαγγέλματα, που να κατοχυρώνει επαγγελματικά τους

αρχαιολόγους.

Περιγράφοντας ένα κλειστό επάγγελμα, όπου υπάρχει μικρός αριθμός μονίμων

αρχαιολόγων – 350 με 400 θέσεις για όλη τη χώρα – και για αριθμό πτυχιούχων

πολύ μεγαλύτερο, ο ίδιος αναφέρεται στο «δυσβάσταχτο βάρος μιας ανασκαφής, που

δεν είναι η ρομαντική εικόνα την οποία έχει κανείς». Εργαζόμενος επί μακρόν

στις ανασκαφές του Ακρωτηρίου Σαντορίνης, ο κ. Βλαχόπουλος συνάντησε ιδιαίτερο

ενδιαφέρον για το επάγγελμα «από οικονομολόγους μέχρι μηχανικούς που δήλωναν

πως θα ήθελαν να γίνουν αρχαιολόγοι».

Μόνο που πίσω από την «ομορφιά» του επαγγέλματος «δεν γνωρίζει κανείς πόσο

δύσκολο είναι, ούτε πόσα χρήματα παίρνει ο αρχαιολόγος». Θα το χαρακτηρίσει

μάλιστα «σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες» και θα υποστηρίξει πως μέχρι πριν από

μερικά χρόνια εθεωρείτο «επάγγελμα εστέτ που αφορά λίγους, μορφωμένους και

πλούσιους». Στη σημερινή πάντως εποχή, ο ίδιος χαρακτηρίζει μονόδρομο για τους

νέους αρχαιολόγους τα μεταπτυχιακά. «Όχι γιατί μετά θα βρουν απαραιτήτως

δουλειά ή θα πάρουν περισσότερα χρήματα, αλλά κυρίως γιατί ο πυρετός της

εξειδίκευσης έχει περάσει και στην αρχαιολογία».

Δεν υποτιμά, ωστόσο, την πρακτική και ενδιαφέρουσα πλευρά του επαγγέλματος και

επισημαίνει πως πρόκειται για ιστορική επιστήμη. «Στο αντικείμενο τάζεσαι»,

δηλώνει ο κ. Βλαχόπουλος και αναφέρεται στη γοητεία να «φέρνεις στην επιφάνεια

τις υλικές μαρτυρίες για εποχές και ανθρώπους που δεν υπάρχουν πλέον». Μεγάλος

εραστής της Ιστορίας, της φύσης και της βαθιάς μελέτης είναι μερικά από τα

χαρακτηριστικά που πρέπει να συνδυάζει όποιος επιθυμεί να γίνει αρχαιολόγος.

Και όπως καταλήγει ο κ. Βλαχόπουλος, «κάθε ανασκαφή είναι μια καταστροφή, ο

αρχαιολόγος καλείται να επέμβει σε σφραγισμένα από τη γη τεκμήρια του παρελθόντος».

«Τρέχουμε πίσω από τις μπουλντόζες… και ό,τι σώσουμε»

Πίσω από μεγάλο μέρος της κριτικής που συχνά δέχονται οι αρχαιολόγοι υπάρχει ο

αρχαιολογικός νόμος. «Ο αρχαιολόγος δεν ενεργεί από μόνος του, ακολουθεί πιστά

τον νόμο που του δίνει και δικαιώματα», τονίζει η κ. Εύη Τουλούπα, επίτιμος

έφορος αρχαιοτήτων και πρώην πρόεδρος του Μουσείου Ακροπόλεως. Και συνιστά:

«Πριν αποφασίσει κανείς να πάει στον αρχαιολογικό κλάδο, πρέπει να μελετήσει

καλά τον αρχαιολογικό νόμο».

Η ίδια θα πει πως «όταν σταματάς κάποιον που πάει να χτίσει το σπίτι του για

να κάνεις αρχαιολογική έρευνα, πρέπει να έχεις τα κότσια, σθένος αλλά και

διπλωματία». Αλλά.. «αντιπαράθεση υπάρχει και με το Δημόσιο, όπως σε μεγάλα

έργα, όπου τρέχουμε πίσω από τις μπουλντόζες και ό,τι σώσουμε…»,

υποστηρίζει. Σε κάθε όμως περίπτωση «η αγάπη να σώσεις τα αρχαία σου δίνει τη

δύναμη και να είσαι αυστηρός, εργατικός και αποφασιστικός».

Τέλος, η κ. Τουλούπα αναφέρεται στις περιορισμένες δυνατότητες απασχόλησης των

αρχαιολόγων. Μεταξύ αυτών, η απασχόληση στο Δημόσιο – στην Αρχαιολογική

Υπηρεσία – όπου παρά τις προ δεκαετιών αντιδράσεις των «παλαιών» στη

μονιμοποίηση εκτάκτων, «τώρα λέμε να μονιμοποιηθούν όσοι είναι, γιατί τόσες

πολλές είναι και οι ανάγκες». Η ίδια μάλιστα προτρέπει τους νέους αρχαιολόγους

«να απαιτήσουν από το υπουργείο να γίνει διαγωνισμός».