Μετά τις πρόσφατες νίκες των Σουηδών και Γερμανών σοσιαλδημοκρατών, το

πολιτικό τοπίο στην Ευρώπη μοιάζει πια αποκρυσταλλωμένο: η Γηραιά μας Ήπειρος

είναι μοιρασμένη ανάμεσα στην Κεντροαριστερά και τη Κεντροδεξιά. Οι

συντηρητικές δυνάμεις αποκατέστησαν την ισορροπία, χωρίς, ωστόσο, να

δημιουργήσουν υψηλές προσδοκίες, χωρίς να πείσουν για τις νεωτεριστικές τους

ιδέες και τη μεταρρυθμιστική τους ορμή, χωρίς, επίσης, να προκαλέσουν ένα

μεγάλο εκλογικό κύμα στήριξης της πολιτικής τους. Αξίζει να αναζητήσουμε στις

ιδεολογικές τους επιλογές τις αιτίες αυτού του φαινομένου.

Το νέο προφίλ της ευρωπαϊκής Κεντροδεξιάς περιλαμβάνει θεματικές και

προτεραιότητες που είτε αποτελούν την ευθεία συνέχεια των επιλογών της

δεκαετίας του ’90, είτε είναι νέες (ή παλαιές που εμφανίζονται ως νέες, διότι

εντάσσονται σε νέες προγραμματικές-ιδεολογικές συνθέσεις ή συνδυασμούς). Το

νέο προφίλ θα μπορούσε πολύ σχηματικά να συνοψιστεί στα ακόλουθα:

α. Έμφαση των κεντροδεξιών κομμάτων, όπως και κατά το παρελθόν, σε ένα

πολιτικό λόγο πολυσυλλεκτικού τύπου (πολιτικές και αξίες που απευθύνονται στο

σύνολο του εκλογικού σώματος), με παράλληλη προσπάθεια να μην αποκοπούν από

τον λεγόμενο «μεσαίο χώρο» της πολιτικής σκακιέρας.

β. Έμφαση, όπως και κατά το παρελθόν, στην τεχνοκρατική και

διαχειριστική ικανότητα και «υπευθυνότητα» των ηγεσιών τους.

γ. Επιβεβαίωση των προτεραιοτήτων πολιτικής που προέρχονται από τη

φιλελεύθερη ιδεολογική φαρέτρα (ανταγωνιστικότητα της οικονομίας,

μείωση του κράτους και των φόρων, εμπιστοσύνη στην ιδιωτική πρωτοβουλία,

ευλυγισία στην αγορά εργασίας). Στο πλαίσιο αυτό, η Ε.Ε. παραμένει το βασικό

περιβάλλον αναφοράς και άσκησης πολιτικής για τον κεντροδεξιό χώρο (παρά τη

δυσπιστία προς την Ε.Ε. που εκφράζει ένα σημαντικό τμήμα του συντηρητικού

εκλογικού σώματος).

δ. Τονισμός, εμφανώς περισσότερο απ’ ό,τι στο παρελθόν, της

κοινωνικής διάστασης του πολιτικού τους προφίλ (φροντίδα για τα πιο

φτωχά κοινωνικά στρώματα). Το κενό που προκαλεί – ως προς την πολιτική

εκπροσώπηση των νέων πληβείων της καπιταλιστικής ανάπτυξης – η ανεπάρκεια της

κοινωνικής πολιτικής των απερχομένων σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων, όπως και

η διείσδυση στις λαϊκές τάξεις της νέας Ακροδεξιάς, εξηγούν αυτή την επιλογή.

ε. Το θέμα της ασφάλειας, που συνδέει συχνά την εγκληματικότητα

με τη μετανάστευση, αναδεικνύεται σε πρωτεύον μοτίβο της πολιτικής πολλών

σύγχρονων δεξιών κομμάτων και κυβερνήσεων (βλ.: Γαλλία, Αυστρία, Ολλανδία,

Δανία, εν μέρει Ιταλία), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η Κεντροδεξιά δεν

διαφοροποιείται συστηματικά από τις επιλογές της άκρας Δεξιάς.

Στο εσωτερικό αυτού του αξιακού/προγραμματικού προφίλ, δύο

δέσμες προτεραιοτήτων (κατά σειρά σπουδαιότητας), η νεοφιλελεύθερη και

εκείνη της ασφάλειας (που μερικές φορές προσλαμβάνει ένα χαρακτήρα

ξενοφοβικό), επιβάλλονται ως ηγεμονικές και αποθέτουν καταλυτικά τη σφραγίδα

τους στη φυσιογνωμία της νέας Δεξιάς. Το θέμα της «αλληλεγγύης» και της

υπεράσπισης των εκτός αγοράς εργασίας, θέμα που ιστορικά προέρχεται από το

αριστερό οπλοστάσιο, έχει σε μεγάλο βαθμό ρητορικό χαρακτήρα, καθώς ούτε

στηρίζεται από την πολιτική παράδοση των ως άνω κομμάτων ούτε εντάσσεται

συνεκτικά στο όλο «μείγμα» προγραμματικών-ιδεολογικών επιλογών τους. Είναι

προφανές ότι γύρω από τις τρεις αυτές θεματικές οι ιδεολογικοί-προγραμματικοί

συνδυασμοί που οικοδομούνται κατά χώρα διαφέρουν πολύ, καθώς η Κεντροδεξιά

υπήρξε πάντα μια πολιτική οικογένεια με μεγάλο πλουραλισμό ρευμάτων.

Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι η νέα Δεξιά, σε αντίθεση με τη Δεξιά της

δεκαετίας του ’80, στερείται φαντασίας και νέων ιδεών, στερείται νεωτεριστικών

προτάσεων. Χαρακτηρίζεται, όπως έγραψαν οι Financial Times, από «παραλυσία

πρωτότυπης σκέψης». Στερείται, επίσης, ιδεολογικής συνοχής. Το πολιτικό της

στίγμα είναι – σε σύγκριση με την όχι μακρινή δεκαετία του ’90 – ακραία

πολυσυλλεκτικό, χωρίς πολιτική πυκνότητα και βάθος, αμφιλεγόμενο και αβέβαιο.

Η κατακλυσμικού χαρακτήρα προσαρμογή των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στο

φιλελεύθερο παράδειγμα δεν οδήγησε απλώς στην εγκατάλειψη των συμφερόντων των

φτωχών κοινωνικών στρωμάτων. Συνέβαλε στον εναγκαλισμό από τη μετριοπαθή

Αριστερά τμήματος των ανώτερων τάξεων καθώς και στη δημιουργία μιας νέας,

σοσιαλδημοκρατικού τύπου, «αριστοκρατίας». Η σοσιαλδημοκρατία διείσδυσε, κατ’

αυτόν τον τρόπο, στα στηρίγματα, ή στα δυνάμει στηρίγματα, της παραδοσιακής

Κεντροδεξιάς. Διείσδυσε, επίσης, στον ιδεολογικό της χώρο. Αυτή η διπλή

διείσδυση (εκλογική, ιδεολογική) αποδυναμώνει στρατηγικά τη συντηρητική

πολιτική οικογένεια.

Έτσι, η εναλλακτική λύση που προβάλλει η σημερινή Δεξιά δεν έχει τίποτε το

εναλλακτικό, πέραν της απόπειρας (συχνά επιτυχημένης), εκλογικής ενοποίησης

αντιφατικών και δυσαρεστημένων πελατειών. Η σοσιαλδημοκρατία, ανεξαρτήτως των

πόσων εκλογικών αναμετρήσεων έχει κερδίσει ή χάσει, παραμένει μια δύναμη

περισσότερο στέρεη και ισχυρή από την Κεντροδεξιά. Οι νίκες των Σουηδών και

Γερμανών σοσιαλδημοκρατών καταγράφουν, τελικά, αυτή τη διαφορά ισχύος. Η νέα

Δεξιά έχει απέναντί της έναν εξασθενημένο και ασταθή εκλογικά αντίπαλο. Έναν

αντίπαλο, όμως, που διαθέτει περισσότερη φαντασία, μεγαλύτερη ικανότητα

προσαρμογής και ισχυρότερα στηρίγματα από την ίδια.

Ο Γεράσιμος Μοσχονάς είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής

Επιστήμης και Ιστορίας, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο