Αξιότιμε κ. Διευθυντά,

Στο φύλλο σας της 23ης Αυγούστου 2002 φιλοξενείτε άρθρο του καθηγητή κ.

Μπιτσάκη που απαντά σε άρθρο μου της 5.8.2002 στην «Ελευθεροτυπία» περί 17Ν

(συνέντευξη της 8.8.2002 όπως αναγράφεται, δεν υπάρχει), καθώς και σε κείμενο

του κ. Ανδριανόπουλου.

Κατ’ αρχήν ας αντιπαρέλθω τα περί «διάτρητης συνέντευξης» με «αφελή

επιχειρήματα», τα περί των «οβιδιακών μεταμορφώσεων και της αμετροέπειας» του

γράφοντος που στη μεταπολίτευση «βοήθησε την αστική τάξη να σταθεροποιήσει το

καθεστώς της» (άραγε, ποια ήταν η αντιπροτεινόμενη λύση;) και που άλλωστε

επανειλημμένα «έχει στηρίξει την εξουσία», αλλά και σήμερα βοηθά «την

αντιδημοκρατική εκστρατεία της εποχής των Πολέμων της Νέας Τάξης» και τις

λοιπές ύβρεις που κοσμούν το σχετικό άρθρο κατά τη συνήθη τακτική πολλών να

καθυβρίζουν τον αρθρογράφο κυρίως ως πρόσωπο (σαν να λένε στον αναγνώστη «τι

νόημα έχει να ασχοληθεί κανείς με το τι υποστηρίζει ένας τέτοιος άνθρωπος;»)

και να ασχολούνται κατά δεύτερο λόγο – μερικοί μάλιστα και καθόλου – με την

αντίκρουση των απόψεών του.

Ουδέποτε υποστήριξα «την αθωότητα των ξένων μυστικών υπηρεσιών και ειδικά της

CIA». Αντιθέτως όλος ο βίος και η πολιτεία μου δείχνουν καθαρά τη γνώμη μου

για τον ρόλο τους στον κόσμο και στην Ελλάδα ειδικότερα. Είπα απλώς, ότι η

σημερινή Ελλάδα δεν αποτελεί βέβαια κίνδυνο για την αμερικανική πολιτική, αφού

τα δύο κυβερνητικά κόμματα, που συγκεντρώνουν το 90% του εκλογικού σώματος,

δεν διαχωρίζουν τη θέση τους από την πολιτική αυτή. Πού στηρίζεται, λοιπόν, η

πεποίθηση ότι ενώ οι ΗΠΑ σε όλη την Ευρώπη προασπίζουν τα συμφέροντά τους με

διάφορους τρόπους πολιτικούς, διπλωματικούς κ.λπ., αντιθέτως και αποκλειστικά

στην Ελλάδα δημιουργούν ή κατευθύνουν ή στηρίζουν ή έχουν σχέσεις με μια

τρομοκρατική οργάνωση, μεταξύ των θυμάτων της οποίας συγκαταλέγονται και

Αμερικανοί πολίτες και μάλιστα ο «σταθμάρχης της CIA» Γουέλς;

Ερωτώμαι «ποιοι αριστεροί έδειξαν συμπάθεια προς τη 17Ν» και καλούμαι να

αναφέρω ονόματα. Όμως ποιος Έλληνας δεν είδε ποιοι παρήλαυναν στα «παράθυρα»

όλων των τηλεοπτικών σταθμών σε καθημερινή βάση αποφεύγοντας με θρησκευτική

ευλάβεια κάθε αρνητικό χαρακτηρισμό για τις πράξεις της 17Ν ή κάθε φράση

συμπάθειας προς τα θύματά της και τους συγγενείς τους, ασχολούμενοι

αποκλειστικά και μόνο με τα δικαιώματα των συλληφθέντων (που εννοείται ότι

είναι αναφαίρετα, όμως είναι το μοναδικό θέμα μιας εκπομπής με θέμα τη 17Ν;).

Και άραγε, είναι σύμπτωση το ότι όλοι αυτοί εξαφανίστηκαν την επομένη της

δημοσίευσης του άρθρου μου;

«Η Αριστερά είναι από θέση αρχής αντίθετη με την τρομοκρατία».

Βεβαίως. Όμως, αν αφήσουμε τη θεωρία, ποιος θυμάται κάποια εκδήλωση εναντίον

της 17Ν (συνεντεύξεις, άρθρα, διαμαρτυρίες, διαδηλώσεις και προ παντός

επίσημες τοποθετήσεις κομμάτων, όλα αυτά που φτάνουν μέχρι τον τελευταίο

πολίτη αυτής της χώρας και βοηθούν στη διαμόρφωση της γνώμης του); Ποιος

διαμαρτυρήθηκε για τον χαρακτηρισμό «ένοπλοι σύντροφοι»; Ποιος ευθύνεται για

το συγκλονιστικό, κατά την άποψή μου, γεγονός ότι – σύμφωνα με σφυγμομετρήσεις

– το 20% ή κατ’ άλλους το 28% του ελληνικού λαού φέρεται να μην καταδικάζει

τους τρομοκράτες και αντιθέτως να τους θεωρεί «λαϊκούς αγωνιστές»; Είναι

απάντηση και δικαιολογία για όλα αυτά το ότι «η αστική δημοκρατία δεν

κινδυνεύει από τη 17Ν»; Και γιατί «βάλλω κατά της Αριστεράς» όταν ισχυρίζομαι

με το άρθρο μου ακριβώς ότι οι εγκληματίες αυτοί δεν έχουν απολύτως καμία

σχέση με την Αριστερά των αγώνων και των θυσιών; Άλλωστε, είναι γνωστή η

πεποίθησή μου ότι αριστερότερα της Αριστεράς αρχίζει η άκρα Δεξιά, δηλαδή για

να το πούμε καθαρά, ο φασισμός.

Εξ ου και η κάθετη αντίθεσή μου ευθύς εξαρχής στο μεταπολιτευτικό φαινόμενο

της τρομοκρατίας.

Αξιότιμε κ. Διευθυντά,

Υπάρχουν δύο ακόμη σημεία που αφορούν εξ ολοκλήρου την εφημερίδα σας.

Ενώ «ΤΑ ΝΕΑ» είναι η μόνη εφημερίδα που δεν δημοσίευσε ούτε λέξη για το άρθρο

μου της 5.8.2002, αντιθέτως δημοσιεύει «απαντήσεις» άλλων σ’ αυτό. Διερωτώμαι

αν είναι σύμφωνο με τη δημοσιογραφική δεοντολογία και αν ταιριάζει σε μια τόσο

σοβαρή εφημερίδα όπως η δική σας το να διαβάζει το αναγνωστικό της κοινό

απαντήσεις σε κάτι του οποίου αγνοεί την ύπαρξη, πολύ δε περισσότερο το

περιεχόμενο.

Το άρθρο του καθηγητή κ. Μπιτσάκη καταλήγει ως εξής: «Ο κ. Ανδριανόπουλος

εξανίσταται διότι η Αριστερά εξασφάλισε μέχρι σήμερα «μία περίεργη ασυλία». Να

ανοίξουμε λοιπόν τα στρατόπεδα». Η φράση λοιπόν «Να ανοίξουμε τα στρατόπεδα»

αντιλαμβάνομαι ότι σαφέστατα απευθύνεται στον κ. Ανδριανόπουλο. Παρ’ όλα αυτά

η εφημερίδα σας την τοποθέτησε (διότι, εξ όσων γνωρίζω, η επιλογή του τίτλου

είναι κατά κανόνα ευθύνη της εφημερίδας) ως γενικό τίτλο ενός άρθρου που κατά

τα 3/4 αφορά εμένα, υπονοώντας άραγε τι; Ότι ένας άνθρωπος των φυλακών, των

εξοριών, των διώξεων και των στρατοπέδων όπως εγώ, καλεί «τις αντιδημοκρατικές

δυνάμεις της Νέας Τάξης» να προβούν σ’ αυτή την ενέργεια στη χώρα μας;

Η αλήθεια είναι ότι όλα τα περίμενα, όμως να δω ότι κατηγορούμαι πως, ούτε

λίγο ούτε πολύ, επιδιώκω την ανασύσταση των στρατοπέδων όχι πλέον ως θύμα αλλά

ως θύτης, ε, αυτό δεν περίμενα να το δω τουλάχιστον εν ζωή…

Αθήνα 24.8.2002

Μίκης Θεοδωράκης