Ακριβώς όπως τόσοι και τόσοι καταναλωτές την σήμερον ημέραν: αναρωτιέμαι

εμβρόντητη τι γίνονται τα ευρώ μου. Πώς εξαφανίζονται στη λαϊκή που «όλα είναι

φτηνά» – όπως τόσα χρόνια λέγαμε – ή, εν πάση περιπτώσει, φτηνότερα από ό,τι

στα μανάβικα. Αδειάζει γρήγορα το μικρό πορτοφόλι με τα «ψιλά», χαλάω

χαρτονόμισμα των δέκα ή των είκοσι και παίρνω ρέστα «ψιλά». Την άλλη στιγμή

έχουν κι αυτά… εξαερωθεί και πάει λέγοντας. Ένα ευρώ – ένα κατοστάρικο.

Κάπως έτσι το υπολογίζω τώρα που κλείνει οκτάμηνο με το νέο νόμισμα. Ακούω τα

αισιόδοξα για αναμενόμενη πτώση του πληθωρισμού τον άλλο μήνα. Και περιμένω να

δώ με ποια μαγική συνταγή θα γίνει και πώς θα με ωφελήσει, αφού και

ανατιμήσεις αγαθών και υπηρεσιών εξαγγέλλονται την ώρα που το περίφημο «καλάθι

της νοικοκυράς» έχει ήδη τόσο μαζευτεί – σαν της… Κοκκινοσκουφίτσας.

Δεν ξέρω, ειλικρινά, ποιος κερδοσκοπεί και ποιος από τους αρμόδιους για την

εποπτεία της αγοράς έχει εντοπίσει το πρόβλημα. Με μπερδεύουν οι

«στρογγυλοποιήσεις» τιμών προς τα πάνω – ξαφνικά το ευρώ μου είναι ένα νόμισμα

υποτιμημένο. «Έλα τώρα, ένα ευρώ κάνει», μου λένε για πράγματα που κόστιζαν,

πέρυσι τέτοιον καιρό, τα μισά. Και ντρέπομαι ν’ αφήσω στο γκαρσόνι πουρμπουάρ

λιγότερο από ένα ευρώ, που κι αυτό αχαμνό μού μοιάζει αφημένο στο τραπεζάκι

του καφενείου.

Πώς, αλήθεια, προετοιμάστηκε η αγορά για το ευρώ και πώς προετοιμαστήκαμε όλοι

ώστε τούτη την ώρα να μην πέφτουμε τόσο έξω με το πορτοφόλι μας; Και πώς να

παρηγορηθώ όταν κανείς δεν μου εξηγεί γιατί είμαι χαμένη, αφού «τίποτε δεν άλλαξε».