To Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εμφανίσθηκε την προηγούμενη εβδομάδα με ένα πολύ

μεγαλύτερο οικονομικό πακέτο διάσωσης της Βραζιλίας από αυτό που περίμεναν οι

αγορές. Αυτό το πακέτο θα έπρεπε να έχει καταλαγιάσει τους φόβους για το

μέλλον της Βραζιλίας. Μέχρι τώρα, αυτό δεν έχει συμβεί. Ύστερα από μια αρχική

καθοδική πορεία, τα επιτόκια της Βραζιλίας διαμορφώθηκαν σε επίπεδα που δεν

προεξοφλούν ότι η οικονομία τής χώρας βρίσκεται μακριά από τη χρεοκοπία. Το

επιτόκιο των βασικών της ομολόγων, των ομολόγων «C», βρίσκεται στα επίπεδα του

22%, σε δολαριακούς όρους. Το δημόσιο χρέος της χώρας αντιπροσωπεύει το 60%

του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος της – και από αυτό το 35% πρέπει να

αποπληρωθεί μέσα στους επόμενους δώδεκα μήνες.

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο απαίτησε από τη Βραζιλία να κλείσει τον

προϋπολογισμό της με πλεόνασμα 3,75% του ΑΕΠ της (τα τοκοχρεολύσια του

δημόσιου χρέους δεν περιλαμβάνονται στους σχετικούς υπολογισμούς). Αυτό, όμως,

είναι ξεκάθαρο ότι δεν πρόκειται να αποτρέψει την ακόμη μεγαλύτερη αύξηση του

χρέους της χώρας, ως ποσοστού του ΑΕΠ της, επειδή τα υψηλά επιτόκια βυθίζουν

ακόμη περισσότερο τη βραζιλιάνικη οικονομία στην ύφεση.

Δυσλειτουργία

Ο George Soros είναι Πρόεδρος του επενδυτικού οργανισμού Soros Fund

Management

Το γεγονός ότι το οικονομικό πακέτο διάσωσης της Βραζιλίας δεν κατάφερε να

φέρει ανακούφιση στις αγορές, δείχνει ότι υπάρχει κάτι θεμελιώδες που δεν πάει

καλά στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα. Τα προβλήματα της Βραζιλίας δεν

οφείλονται σε λάθη που έκανε η ίδια η χώρα.

Η ευθύνη γι’ αυτά πέφτει στους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς.

Επιπλέον, πολύ σύντομα η Βραζιλία είναι πολύ πιθανό να εκλέξει έναν πρόεδρο

που αντιπαθούν οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές. Αν, λοιπόν, οι αγορές

προηγούνται των δημοκρατικών επιλογών, τότε το σύστημα χρηματοπιστωτικών

αγορών είναι ελαττωματικό.

Υπό την επήρεια του φονταμενταλισμού των αγορών, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο

δεν δημιουργεί επαρκή οφέλη για όλες τις χώρες μέλη του. Τα τελευταία χρόνια,

η αποκαλούμενη «Σχολή» της Ουάσιγκτον, όπως εκφράζεται μέσα από το Διεθνές

Νομισματικό Ταμείο και την Παγκόσμια Τράπεζα, έχει θεμελιώσει την πίστη του

στην αυτορρυθμιζόμενη φύση των χρηματοπιστωτικών αγορών. Η πίστη αυτή ήταν και

παραμένει λανθασμένη.

Από τότε που τα κεφάλαια άρχισαν να κυκλοφορούν ελεύθερα σε όλο τον κόσμο,

εκδηλώθηκαν αλλεπάλληλες κρίσεις και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο κλήθηκε να

δώσει όλο και μεγαλύτερα πακέτα οικονομικής διάσωσης.

Οι φανατικοί των αγορών αποδίδουν αυτή την κατάσταση στην επανάπαυση που

δημιουργούν σε όλους αυτά τα οικονομικά πακέτα διάσωσης.

Αλλαγή στάσης

Στον απόηχο της ασιατικής χρηματοπιστωτικής κρίσης του 1997, το Διεθνές

Νομισματικό Ταμείο άλλαξε την στάση του μεταφέροντας μέρος του επενδυτικού

κινδύνου στους διεθνείς δανειστές των χωρών. Κάνοντας όμως αυτό, το Διεθνές

Νομισματικό Ταμείο αποκάλυψε τους πραγματικούς κινδύνους των επενδύσεων στις

αναδυόμενες αγορές. Ποιο είναι το αποτέλεσμα; Οι ροές κεφαλαίων ανατράπηκαν.

Αντί το κεφάλαιο να ρέει στις χώρες της περιφέρειας, τις εγκαταλείπει και

συρρέει στις οικονομίες του κέντρου. Αν στόχος είναι η διατήρηση της

σταθερότητας, τότε οι χρηματοπιστωτικές αγορές χρειάζονται ρυθμιστές και έναν

δανειστή που θα λειτουργεί ως τελευταίο καταφύγιο δανεισμού. Δεν μπορεί, όμως,

να υπάρξει δανειστής αυτού του είδους που να μην προκαλεί επανάπαυση στις

αγορές και τις κυβερνήσεις. Όλες οι ανεπτυγμένες χώρες το κατάλαβαν αυτό στο

εσωτερικό τους, πριν από αρκετές δεκαετίες, αλλά οι υπόλοιπες χώρες δεν το

έχουν κατανοήσει ακόμη. Το σύστημα που διαθέτουμε σήμερα στερείται ισορροπίας.

Έχει σχεδιαστεί για να προστατεύει τις διεθνείς αγορές και όχι τη σταθερότητα

των αναδυόμενων οικονομιών της περιφέρειας. Αυτό επιδείνωσε τη σχέση

επενδυτικού κινδύνου και απόδοσης στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Όταν αναγνωρίσουμε το πρόβλημα, είναι δυνατόν να βρεθούν και οι λύσεις. Η

«Σχολή» της Ουάσιγκτον ξεκινά ρωτώντας πόσο μεγάλο πρέπει να είναι το

πλεόνασμα των προϋπολογισμών προκειμένου να διατηρηθεί σε λογικά επίπεδα το

χρέος των χωρών. Όσο υψηλότερα είναι τα επιτόκια τόσο μεγαλύτερα είναι και τα

απαιτούμενα πλεονάσματα των προϋπολογισμών. Στην περίπτωση της Βραζιλίας, με

22% επιτόκια και ανάπτυξη 4%, το πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού θα

έπρεπε να είναι 4,8% προκειμένου να μην αυξηθεί το δημόσιο χρέος της χώρας –

πράγμα το οποίο είναι πολύ πιθανό.

Το ερώτημα

Το σωστό ερώτημα που πρέπει να τεθεί, είναι το εξής: Ποιο είναι το επίπεδο των

επιτοκίων που μπορεί να συνυπάρξει με ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης; Για

να πραγματοποιήσει η Βραζιλία ένα μέγιστο, όχι ελάχιστο, πρωτογενές πλεόνασμα

3,75%, τα επιτόκιά της δεν πρέπει να υπερβαίνουν το 10%. Έτσι, το ερώτημα

γίνεται: Πώς μπορείς να φέρεις τα επιτόκια σε αυτό το επίπεδο; Αυτό μπορεί να

απαιτήσει την παροχή ορισμένων εγγυήσεων για την ενίσχυση της πιστοληπτικής

ικανότητας της Βραζιλίας. Το καθήκον του πλανήτη είναι να βρει εργαλεία που να

μειώνουν την πιθανότητα επανάπαυσης στις κυβερνήσεις και τους δανειστές, αλλά

ταυτόχρονα να διατηρούν το επίπεδο του πραγματικού επενδυτικού κινδύνου σε

λογικά όρια.

Προτείνω, αντί ενός παραδοσιακού οικονομικού πακέτου βοήθειας του Διεθνούς

Νομισματικού Ταμείου, οι κεντρικές τράπεζες των ανεπτυγμένων χωρών να ανοίξουν

ένα παράθυρο στήριξης του βραζιλιάνικου δημόσιου χρέους. Τα βραζιλιάνικα

ομόλογα, σε αυτή την περίπτωση, θα κινηθούν ανοδικά και η εμπιστοσύνη θα

αποκατασταθεί. Οι εμπορικές τράπεζες θα ανοίξουν και πάλι τις γραμμές

δανεισμού της Βραζιλίας, κίνηση η οποία θα εξασφαλίσει και την ανάκαμψη των

εξαγωγών της χώρας. (Η άρση των δασμών που επιβάλλουν οι Ηνωμένες Πολιτείες

στον βραζιλιάνικο χάλυβα θα βοηθήσει προς αυτή την κατεύθυνση). Η κρίση, σε

αυτήν την περίπτωση, θα τερματιστεί.

Η πρότασή μου θα πετύχει αυτό που το πακέτο που προσέφερε πρόσφατα το ΔΝΤ

απέτυχε να κάνει – και μάλιστα χωρίς μεγαλύτερο κόστος. Δεν είναι πολύ αργά

για να υιοθετηθεί. Αν εφαρμοστεί, ο νέος πρόεδρος της Βραζιλίας, όποιος και αν

είναι αυτός, δεν θα έχει κανέναν λόγο να παρέμβει για την αλλαγή του τρόπου

εξυπηρέτησης του βραζιλιάνικου χρέους. Όπως είναι τώρα τα πράγματα, θα έχει

κάθε δικαιολογία να ζητήσει μεγαλύτερη ξένη βοήθεια, αντί να επιτρέψει τη

συνέχιση της πορείας κατάρρευσης, αυτής που ακολούθησε η Αργεντινή.

Σε πολιτικές συνθήκες, όπως αυτές που επικρατούν τώρα στη Βραζιλία, οι αγορές

πράττουν σωστά που λαμβάνουν υπ’ όψιν την πιθανότητα αναδιάρθρωσης του χρέους

της Βραζιλίας, ή ακόμη και της χρεοκοπίας. Κάνοντας όμως αυτό, ουσιαστικά

προλέγουν εκείνο που οι ίδιες μπορούν να προκαλέσουν. Γι’ αυτόν τον λόγο, οι

αγορές δεν μπορούν να αφεθούν να λειτουργούν ανεξέλεγκτα.

(c) Project Syndicate, Αύγουστος 2002

Επιμέλεια διεθνών οικονομικών θεμάτων: Σπύρος Δημητρέλης, Γιώργος Κανελλόπουλος