Ο καταιγισμός σοβαρών και γελοίων πληροφοριών για τη 17 Νοέμβρη θέτει πια σε

δοκιμασία την κοινή λογική. Τα αυτονόητα έχουν πάψει να θεωρούνται αυτονόητα,

καθώς μια σημαντικότατη μερίδα του δημοσιογραφικού κόσμου έχει απολέσει και το

κριτήριο της ανεξάρτητης δημοσιογραφίας, αλλά και την αίσθηση της

πραγματικότητας.

Κατ’ αρχήν, η 17 Νοέμβρη δεν είναι ένα «μπουλούκι κακοποιών». Είναι μια

ιδεολογική και πολιτική οργάνωση ένοπλης δράσης εναντίον ατομικών στόχων. Η

δράση εναντίον ατομικών στόχων την καθιστά τρομοκρατική. Δεν την καθιστά,

εντούτοις, έναν ιδεολογικά μεταμφιεσμένο Πάσσαρη, μια δράκα κακοποιών του

κοινού ποινικού δικαίου. Ούτε καθιστά τη σοβαρή υποδομή της οργάνωσης

(οπλισμός, σπίτια, χρήματα) απόδειξη προσωπικού πλουτισμού (έστω και αν συνέβη

και αυτό). Εάν δεν αποδεχτούμε τον ιδεολογικό και πολιτικό χαρακτήρα της 17

Νοέμβρη, δεν θα κατανοήσουμε ποτέ, όπως εύστοχα έγραψε ο Α. Καρκαγιάννης, «πώς

καλοί και ενάρετοι άνθρωποι μεταβλήθηκαν σε δολοφόνους και ληστές»

(Καθημερινή, 4.8.2002). Η 17 Νοέμβρη ήταν σημαντική ακριβώς γιατί ήταν

πολιτική οργάνωση, ακριβώς γιατί ήταν μια οργάνωση που διέπραξε εγκλήματα

χωρίς να είναι οργάνωση κοινών εγκληματιών.

Επίσης, η 17 Νοέμβρη δεν χρησιμοποίησε ποτέ τη μαζική και τυφλή τρομοκρατία.

Οι κάτοικοι αυτής της χώρας, με την εξαίρεση κάποιων επωνύμων (στη δημοκρατία,

όμως, δεν επιτρέπονται εξαιρέσεις), δεν αισθάνθηκαν να απειλούνται από τη 17

Νοέμβρη. Δεν ήταν θύματα «εν αναμονή» και δεν αναγκάστηκαν να γίνουν

αναγνώστες «οδηγών επιβίωσης», όπως συμβαίνει σήμερα με τους Αμερικανούς

πολίτες. Εάν τα κίνητρα των μελών της 17 Νοέμβρη είναι ιδεολογικά-πολιτικά,

τότε γιατί συνεργάστηκαν με τόση ευκολία με την Αστυνομία και γιατί κατέδωσαν

συντρόφους τους; Πολλοί παράγοντες εξηγούν αυτή τη στάση και έχουν εκτενώς

αναλυθεί. Εδώ θέλουμε να τονίσουμε έναν άλλο παράγοντα που συνδέεται με τη

βαθύτερη φύση της οργάνωσης: την απουσία δεσμών της 17 Νοέμβρη με την κοινωνία

και με μαζικές οργανώσεις στήριξης και αναφοράς. Όταν οι κομμουνιστές του

παλαιού καιρού δεν «ομολογούσαν», αυτό δεν οφειλόταν απλώς στο ότι ήταν πιο

θαρραλέοι από τους σημερινούς κατηγορουμένους (μπορεί και να ήταν), αλλά

οφειλόταν κυρίως στο ότι η δική τους σύλληψη δεν συνεπαγόταν και το τέλος της

οργάνωσης. Υπήρχαν χιλιάδες πέραν των συλληφθέντων, υπήρχε μια μαζική στήριξη

πίσω τους (συνδικαλιστική, πολιτική, πνευματική), στήριξη που όχι μόνον

κρατούσε την ελπίδα ζωντανή, αλλά λειτουργούσε και σαν συλλογικός παραγωγός

ηθικών και πολιτικών δεσμεύσεων. Ο αριστερός στο κρατητήριο δεν ήταν

ποτέ μόνος, είχε να αποδώσει λογαριασμό σε ένα πραγματικό ιστορικό ρεύμα, που

τον στήριζε και τον ενθάρρυνε – που ήταν προέκταση του δικού του αγώνα.

Αντιθέτως, το μέλος της 17 Νοέμβρη είναι μόνο του, μόνο απέναντι στον διώκτη

του, μόνο απέναντι στην καταστροφή της ζωής του. Δεν υπάρχει κάτι έξω από την

οργάνωση, ή, ακριβέστερα, ό,τι υπάρχει είναι δραματικά ασήμαντο. Το «κάρφωμα»,

συνεπώς, δεν είναι απλώς μια προσωπική στάση, δεν εγκαλεί μόνο την ατομική

ηθική, αλλά και τα συντακτικά στοιχεία που συγκροτούν την ταυτότητα της

οργάνωσης. Δεν οφείλεται στον συνωμοτικό χαρακτήρα της οργάνωσης, αλλά στο

γεγονός ότι η οργάνωση περιορίζεται στον συνωμοτικό της μηχανισμό.

Τελικά, αυτό που θέλουμε να τονίσουμε είναι ότι κάθε μορφή οργάνωσης

δεσμεύεται από τα χαρακτηριστικά της, εντάσσεται σε μια αλυσίδα συνεπειών που

συνδέονται στενά με την αρχική σύμβαση γέννησής της. Σε μια οργάνωση

«ένοπλης προπαγάνδας», ο κίνδυνος προέρχεται από τη διάπραξη ενός μεγάλου

επιχειρησιακού λάθους (ενώ σε ένα κλασικό κόμμα από τη διάπραξη ενός μεγάλου

πολιτικού λάθους). Το λάθος στην εκτέλεση μπορεί να επιφέρει το τέλος της

οργάνωσης. Αυτό οδηγεί αναπόφευκτα στην απόδοση κεντρικής προσοχής στην

άριστη λειτουργία του εκτελεστικού βραχίονα. Η αναγκαστική

«υπερ-προσοχή» στην επιχειρησιακή διάσταση οδηγεί μαθηματικά, με το πέρασμα

των ετών, στο ιδεολογικό «στέγνωμα» της οργάνωσης, στην κυριαρχία της

στρατιωτικής νοοτροπίας, στη βέβαιη αποκοπή από την κοινωνία, στην άθροιση

πτωμάτων χωρίς πολιτική προοπτική. Το εύκολο «σπάσιμο» και η συνεργασία με την

Αστυνομία προκύπτουν, επίσης, από τη χαλαρότητα του ιδεολογικού ιστού, προϊόν

μιας οργάνωσης που γίνεται κυνική διότι είναι αναγκασμένη να σκέπτεται κυρίως

«στρατιωτικά». Ο στρατιωτικός «κρετινισμός» είναι η μοιραία απόληξη της

ένοπλης προπαγάνδας.

Εκείνοι που παρουσιάζουν τη 17 Νοέμβρη σαν κοινή εγκληματική οργάνωση ή ως

οργάνωση «τυφλής» τρομοκρατίας, προετοιμάζουν χωρίς να το θέλουν τους

διαδόχους της 17 Νοέμβρη. Καλό θα είναι να στοχαστούν πάνω στο θέμα οι

επικοινωνιολόγοι της κυβέρνησης. Εκείνοι, αντιθέτως, που εμπνέονται από τον

«ρομαντισμό» της ένοπλης δράσης, καλό θα είναι να στοχαστούν πάνω στην

εξευτελιστική κατάληξη της άλλοτε παντοδύναμης οργάνωσης. Δεν ήταν καθόλου

βέβαιο ότι η Αστυνομία θα εξουδετέρωνε την 17 Νοέμβρη. Ήταν όμως σχεδόν

βέβαιη, σε περίπτωση εξουδετέρωσης, η εξευτελιστική αυτή κατάληξη. Ήταν

εγγεγραμμένη στον γενετικό κώδικα της οργάνωσης. Πολύ πριν η Αστυνομία

ανακαλύψει τον γενετικό κώδικα του Σ. Ξηρού.

Ο Γεράσιμος Μοσχονάς είναι επίκουρος καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο