Σε αγώνα δρόμου με σοβαρό αντίπαλο την παραγραφή των αδικημάτων για τα

οποία διώκονται μέλη της 17Ν μπαίνουν οι δικαστικές αρχές. Μόλις και μετά βίας

προλαβαίνουν οι δικαστικές αρχές να εμποδίσουν την παραγραφή της δολοφονίας

των Τζορτζ Τσάντες και Νίκου Βελούτσου που έγιναν στις 15 Νοεμβρίου του 1983.

Κινδυνεύουν άμεσα να παραγραφούν οι υποθέσεις δολοφονίας Τζορτζ Τσάντες

(αριστερά) και Νίκου Βελούτσου (δεξιά) που έγιναν στις 15 Νοεμβρίου του 1983

Και τούτο διότι όλες οι εγκληματικές πράξεις που έγιναν πριν από το 1982 έχουν

οριστικά παραγραφεί.

Αυτές είναι η δολοφονία Ρίτσαρντ Γουέλς που έγινε τον Δεκέμβριο του 1975, η

δολοφονία Ευάγγελου Μάλιου που έγινε τον Δεκέμβριο του 1976 και οι δολοφονίες

Παντελή Πέτρου και Σωτήρη Σταμούλη.

Οι πράξεις αυτές είναι κακουργήματα. Προβλέπεται για τους δράστες ποινή

ισόβιας κάθειρξης για κάθε μία δολοφονία. Αλλά εάν οι δράστες δεν διωχθούν

μέσα σε 20 χρόνια η πράξη παραγράφεται.

Συνεπώς κανείς δεν θα διωχθεί γι’ αυτές τις πράξεις. Η ανακάλυψη των δραστών

μόνο ιστορική αξία έχει.

Οι φόνοι που έγιναν τον Νοέμβριο του 1983 παραγράφονται τον Νοέμβριο του 2003.

Για να αποφευχθεί αυτή η παραγραφή θα πρέπει να εκδοθεί βούλευμα παραπεμπτικό

για τους δράστες πριν από τον Νοέμβριο του 2003 με το οποίο θα παραπέμπονται

σε δίκη. Η επίδοση του βουλεύματος αυτού αναστέλλει την παραγραφή για 5 ακόμα

χρόνια. Στον ίδιο κανόνα παραγραφής υπάγεται και η απόπειρα δολοφονίας του

Ρόμπερτ Τζαντ που έγινε τον Απρίλιο του 1984. Θα πρέπει δηλαδή οι

κατηγορούμενοι να κληθούν σε δίκη πριν από τον Απρίλιο του 2004.

Ληστείες

Το αδίκημα της ληστείας μετά φόνου, είναι κακούργημα και παραγράφεται στα

είκοσι χρόνια μετά τη διάπραξή του. Η απλή ληστεία (χωρίς φόνο) είναι μεν

κακούργημα τιμωρείται δε με ποινή κάθειρξης (πάνω από 5 χρόνια).

Το αδίκημα, ωστόσο, παραγράφεται στα 15 χρόνια. Έτσι οι ληστείες που έγιναν

έως τον Ιούλιο του 1987 έχουν παραγραφεί. Σύμφωνα με τις πράξεις που έχουν

ομολογήσει τα μέλη της 17Ν, ληστείες έγιναν:

* Το φθινόπωρο του 1984 στην Εθνική Τράπεζα Πετραλώνων.

* Το 1985 στο σούπερ μάρκετ Μαρινόπουλος.

* Το 1986 στο υποκατάστημα Εθνικής Τράπεζας.

* Δεν έχει παραγραφεί η ληστεία που έγινε στην Εθνική Τράπεζα τον

Δεκέμβριο του 1984 στα Πετράλωνα κατά την οποία σκοτώθηκε ο αστυφύλακας

Χρήστος Μάτης.

Η πράξη αυτή λόγω του φόνου υπόκειται σε 20ετή παραγραφή με επιπλέον πέντε

χρόνια αναστολή εφόσον επιδοθεί η κλήση για δίκη πριν από τον Δεκέμβριο του

2004.

Ωστόσο, εάν οι ληστείες χαρακτηρισθούν ότι έγιναν με ιδιαίτερη σκληρότητα

υπόκεινται κι αυτές σε 20ετή παραγραφή.

Κλοπές

Τα μέλη της 17Ν κατηγορούνται για μια σειρά από κλοπές.

Η περίπτωση της κλοπής πολεμικού υλικού είναι διακεκριμένη και τιμωρείται με

ποινές κάθειρξης (πάνω από 5 χρόνια). Η πράξη, όμως, παραγράφεται σε 15

χρόνια.

Συνεπώς, η κλοπή από το Συκούριο παραγράφεται τον Δεκέμβριο του 2004. Εάν

δοθεί έως τότε στους κατηγορούμενους η κλήση για δίκη, η παραγραφή

αναστέλλεται για 5 χρόνια.

Οι κλοπές αυτοκινήτων και όπλων από Αστυνομικό Τμήμα, η οπλοκατοχή και η

οπλοχρησία έχουν χαρακτηρισθεί διακεκριμένες από την εισαγγελική δίωξη και

συνεπώς διώκονται σε βαθμό κακουργήματος. Η παραγραφή επέρχεται σε 15 χρόνια.

Με τον νέο νόμο για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας η κατοχή και χρήση

εκρηκτικών από πλημμέλημα έγινε κακούργημα.

Ωστόσο, όσες πράξεις έγιναν πριν από το 1997 με χρήση εκρηκτικών έχουν

παραγραφεί δεδομένου ότι ο αντιτρομοκρατικός νόμος δεν μπορεί να έχει

αναδρομική ισχύ.

Το ίδιο συμβαίνει και με την κατηγορία της σύστασης και συμμορίας. Αδίκημα που

χαρακτηρίζεται ως διαρκές και διώκεται σε βαθμό κακουργήματος.

Ως δυσμενέστερος του προηγούμενου νόμου δεν έχει αναδρομική ισχύ.

Δηλαδή τα μέλη της 17Ν που μετείχαν στην οργάνωση έως το 1997 δεν θα διωχθούν

για το αδίκημα σύσταση και συμμορία. Διότι ήταν με τον προϊσχύοντα νόμο

πλημμέλημα και έχει παραγραφεί. Στον ίδιο κανόνα παραγραφής (5ετία) υπόκεινται

και τα αδικήματα κατοχής εκρηκτικών υλών. Τα αδικήματα αυτά με τον

αντιτρομοκρατικό νόμο χαρακτηρίστηκαν κακουργήματα. Αλλά η ισχύς του δεν

μπορεί να έχει αναδρομική ισχύ.

ΑΝΤΙΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ

Χρήσιμο «όπλο» στα χέρια των Διωκτικών Αρχών

Τρεις ήταν οι στόχοι που επιδιώχθηκε να επιτευχθούν με τη θέσπιση των

συγκεκριμένων διατάξεων που περιέχει ο αντιτρομοκρατικός νόμος, ο οποίος

ψηφίστηκε το 2001. Και μέχρι στιγμής έχουν επιτευχθεί οι δύο, ενώ ο τρίτος θα

δοκιμασθεί στο δικαστήριο όταν διεξαχθούν οι δίκες.

Οι στόχοι ήταν:

Πρώτον: Να προβλεφθούν κίνητρα για την ομολογία των κατηγορουμένων, τη

διευκόλυνση των υπόπτων να μιλήσουν και την προστασία των μαρτύρων.

Τα κίνητρα είναι η αναγνώριση ελαφρυντικών που οδηγούν στη μείωση των ποινών

σε όσους δώσουν σοβαρά στοιχεία για την εξάρθρωση της οργάνωσης.

Ακόμα η αναστολή στην έκτιση ποινών για τους τρομοκράτες που διευκόλυναν την

εξάρθρωση της 17Ν (ενδεχομένως σ’ αυτήν την κατηγορία να ανήκει ο Σάββας

Ξηρός).

Μάρτυρες, τέλος, που κατέθεσαν σημαντικά στοιχεία για την εξάρθρωση της

οργάνωσης μπορεί να μην αποκαλυφθούν ποτέ. Ακόμη και αν μετείχαν στην οργάνωση

σε κάποια περίοδο της δράσης της.

Δεύτερον: Να αποτελέσουν αποδεικτικά στοιχεία στο δικαστήριο η εξέταση

του DNA, η χρήση μαγνητοταινιών, η παρακολούθηση των υπόπτων, με ή χωρίς

ηλεκτρονικά μέσα.

Η ρύθμιση αυτή έδωσε τη δυνατότητα στις Διωκτικές Αρχές να συλλέξουν υλικό το

οποίο δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί από τους συλληφθέντες αλλά, το κυριότερο,

δεν μπορεί να μη ληφθεί υπόψη από το ίδιο το δικαστήριο.

Αξίζει να σημειωθεί ότι σε όλες τις υποθέσεις που έχουν φτάσει έως τώρα στα

δικαστήρια υπήρχαν στοιχεία τα οποία δεν μπορούσαν να προσκομισθούν γιατί

είχαν συγκεντρωθεί κατά τρόπο που δεν πρόβλεπε ο νόμος.

Τηλεφωνικές επικοινωνίες είχαν εντοπισθεί, είχαν μαγνητοφωνηθεί ενώ γίνονταν

και παρακολουθήσεις. Όλα αυτά όμως αποτελούσαν απλώς στοιχεία που γνώριζαν οι

Αρχές και οι αστυνομικοί που εμφανίζονταν μπροστά στους δικαστές ανέφεραν

απλώς τη γνωστή φράση «από πληροφορίες που έφθασαν στη υπηρεσία μας». Η ασαφής

αυτή κατάθεση εφόσον δεν μπορούσε να συνοδευτεί και από συγκεκριμένα

αποδεικτικά στοιχεία οδηγούσε τις υποθέσεις στο αρχείο.

Σήμερα μπορεί να προσκομισθούν μαγνητοταινίες και μαρτυρίες αστυνομικών

οργάνων που θα στηρίζονται σε στοιχεία η συλλογή των οποίων παλαιότερα ήταν

παράνομη και συνεπώς μη αξιολογήσιμη.

Τρίτον: η εκδίκαση των υποθέσεων από δικαστήριο το οποίο συγκροτείται

μόνο από δικαστές. Κρίθηκε απαραίτητο να μην υπάρχουν λαϊκοί δικαστές (πολίτες

δηλαδή) στα δικαστήρια, γιατί θεωρήθηκε πως είναι επιρρεπείς σε πιέσεις (είτε

της κοινής γνώμης είτε άλλες).