Όταν είσαι είκοσι πέντε, έχεις μόλις ξεφορτωθεί μια χούντα που σου άφησε

κάμποσα σημάδια και κάθε τρεις και λίγο βρίσκεσαι στους δρόμους φωνάζοντας,

ανάμεσα στα άλλα, «Ελλάδα – Κύπρος – Παλαιστίνη, Αμερικάνος δεν θα μείνει», ε,

δεν θέλεις και πολύ για να χαρείς όταν μαθαίνεις πως ένας Αμερικανός

μεγαλοπράκτορας σκοτώθηκε στην πόλη σου. Το από ποιους και γιατί δεν είχε τότε

και μεγάλη σημασία. Όταν δε ύστερα από δύο χρόνια ένας βασανιστής της χούντας

είχε την ίδια τύχη από την ίδια πηγή «δικαιοσύνης», η αποδοχή του πρώτου

φονικού εύκολα μετατρέπεται σε συμπάθεια προς αυτή την «αυτεπάγγελτη

δικαιοσύνη». Βλέπετε εκείνη την εποχή για όλα μάς έφταιγαν οι Αμερικάνοι και

όλοι πιστεύαμε πως ο Καραμανλής (ο συγχωρεμένος, βέβαια) χαρίστηκε σε πολλούς

χουντικούς, καθότι σαρξ εκ της σαρκός της παράταξής του. Ερχόταν λοιπόν η ώρα

που θα γινόταν ό,τι δεν έγινε τον Ιούλιο του 1974; Ερχόταν η ώρα που θα

γκρεμιζόταν ο τότε κόσμος για να φτιαχτεί ένας καλύτερός του; Αλίμονο. Μόνο

αυτό δεν ήταν. Τα όσα ακολούθησαν από αυτή την ξαφνική προοπτική δεν ήταν παρά

φωτιά και τσεκούρι στα κεφάλια τα δικά μας και της χώρας. Η κατάσταση όντως

άλλαξε. Αλλά προς το χειρότερο. Και μπορεί να χρειάστηκαν είκοσι επτά χρόνια

για να αποκαλυφθεί πως η «αυτεπάγγελτη δικαιοσύνη» του 1975 δεν ήταν παρά μια

συμμορία κακοποιών, που δρούσε για ίδιον όφελος, αλλά η αλήθεια είναι πως οι

πρώτοι σπόροι της είχαν ήδη από χρόνια σαπίσει στο χώμα που ρίχτηκαν. Δεν

κατάφεραν καν να φυτρώσουν.

Και σήμερα ανατριχιάζουμε με τις λεπτομέρειες που αποκαλύπτονται, νιώθουμε

γελασμένοι γιατί η νιότη μάς παρέσυρε να πιστέψουμε σε μια ακόμη χίμαιρα, που

τόσο είχαμε ανάγκη.

Τουλάχιστον οι μπαγάσηδες δεν προσπάθησαν να σώσουν ούτε τα προσχήματα. Μια

λεβέντικη στάση, μια παλικαρίσια κουβέντα. Τίποτα. Αλληλοχαφιεδιλίκι για να

σώσουν το τομάρι τους. Ένας δεν βρέθηκε να στρέψει κάποιο από τα

«απαλλοτριωμένα» όπλα προς το κεφάλι του. Ανθρωπάκια.

Καλά, κανείς δεν τους είπε ότι ο «συνήθης τόπος εκτελέσεων», το Γουδί, έγινε

πλέον πάρκο;