Μια χώρα μπορεί να διεκδικεί επί μία δεκαετία και τελικά να παίρνει τους

Ολυμπιακούς Αγώνες, μπορεί να αναζωογονήσει την οικονομία της και να μπει στην

ευρωζώνη, μπορεί ακόμη και να σταματήσει να τσακώνεται με τους γείτονές της.

Αυτό όμως που δεν μπορεί η Ελλάδα να κάνει, όπως αποδεικνύει η εξέλιξη της

υπόθεσης εξάρθρωση της 17Ν, είναι να προσεγγίσει ένα πρόβλημα μείζονος εθνικής

σημασίας με ψυχραιμία, αυτοσυγκράτηση, νηφαλιότητα και μέτρο. Ή, έστω, με

στοιχειώδη λογική – αν όλα τα παραπάνω δεν μπορούν να συνδυαστούν μαζί.

Μα έτσι – θα μου πείτε – δεν γίνεται πάντα σ’ αυτή τη χώρα; Στη χώρα των

Ιμίων, του Μακεδονικού, του Κοσκωτά, του «Express Σάμινα», του Οτσαλάν; Γιατί

και πώς θα μπορούσε τώρα η υπόθεση της τρομοκρατίας και της 17Ν να αποτελέσει

εξαίρεση;

Ακούω ραδιόφωνα, βλέπω δελτία ειδήσεων, διαβάζω εφημερίδες και πρέπει να πω

ότι δεν με έχει καταπλήξει στο ελάχιστο τίποτα απ’ όλα αυτά τα προσβλητικά για

την ανθρώπινη νοημοσύνη που έχουν σερβιριστεί μέχρι στιγμής. Μέχρι στιγμής,

επαναλαμβάνω, γιατί βρισκόμαστε ακόμη στα hors d’ oeuvres. Όπως και οι Ιταλοί

ομόλογοί τους στα anni di piombo (τα μολυβένια χρόνια), τα ελληνικά Μέσα

Ενημέρωσης προτιμούν την μυθιστορηματική από την αναλυτική προσέγγιση στο θέμα

τρομοκρατία, δίνοντας έμφαση στο συναίσθημα, τη βία και τη συνωμοσιολογία,

παρά στην ισορροπημένη ερμηνεία των γεγονότων.

Αυτό δεν είναι απαραιτήτως καταστροφικό, υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι ο

θόρυβος γύρω από ένα τόσο επώδυνο θέμα κάποια στιγμή θα κοπάσει και εκείνα τα

Μέσα Ενημέρωσης που επιμένουν να λειτουργούν ως δίαυλοι και φόρουμ ιδεών στην

κοινωνία θα βάλουν το θέμα ψύχραιμα και λογικά στις πραγματικές του

παραμέτρους.

Όταν όμως διαβάζω σοβαρή και έγκυρη εφημερίδα να προειδοποιεί υπαινικτικά τους

αναγνώστες της ότι μεγάλη θλίψη και συναισθήματα μελαγχολίας θα κυριαρχήσουν

στον ελληνικό λαό, όταν τελικά δημοσιοποιηθούν ονόματα μελών της οργάνωσης,

αρχίζω και συνειδητοποιώ ότι δεν ξεμπερδεύει κανείς εύκολα με αυτά τα

πράγματα. Ίσως γιατί 27 χρόνια παραείναι πολλά.

Όμως, ακόμη και στην περίπτωση που έτσι έχουν τα πράγματα και οι τρομοκράτες

της 17Ν δεν είναι τελικά ένα αυθεντικό επαναστατικό σχήμα αδιάλλακτων

εθνοπατριωτών (που ποτέ δεν ήταν άλλωστε) αλλά είναι μια συνωμοτική ομάδα

ψυχωτικών μιλιταριστών (που ανέκαθεν ήταν) η οποία δημιούργησε την εικόνα της

αυθεντικής επαναστατικής ομάδας για προκάλυμμα – και λοιπόν; Τι αλλάζει; Μήπως

αλλάζει η ουσία του προβλήματος;

Είτε αρέσει είτε όχι, το ζήτημα είναι ότι για τρεις σχεδόν δεκαετίες οι

τρομοκράτες της 17Ν πραγματοποίησαν περισσότερες από εκατό επιθέσεις,

πλήττοντας κατά βούληση προσεκτικά επιλεγμένους και αυστηρά φρουρούμενους

στόχους. Το ζήτημα είναι επίσης ότι στο διάστημα αυτό διαδοχικές ελληνικές

κυβερνήσεις απέτυχαν να συλλάβουν, να εντοπίσουν ή έστω να τραυματίσουν –

εξαιτίας των προσπαθειών των διωκτικών αρχών – ένα (1) μέλος της οργάνωσης.

Αυτό είναι που πρέπει να προκαλεί κατάπληξη και θλίψη, αν όχι τάσεις ομαδικής

αυτοκτονίας.

Το έχω ξαναγράψει: το θέμα 17Ν δεν ετέθη ποτέ στη ρεαλιστική του διάσταση.

Γιατί όχι; Γιατί πάνω του, πάνω στη 17Ν, οικοδομήθηκε ένα ολόκληρο παιχνίδι

εντυπώσεων. Από ποιους; Από τους πάντες: από προέδρους κυβερνήσεων, από τα

πολιτικά κόμματα, από τα ΜΜΕ, από πρώην υπουργούς Δημόσιας Τάξης, από τις

υπηρεσίες ασφαλείας, από πρεσβευτές των ΗΠΑ στην Αθήνα, από την

εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, από τους ίδιους, τελικά, τους τρομοκράτες που

έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να ενισχύσουν τόσο την προσωνυμία

οργάνωση-φάντασμα όσο και τις μυθολογικές ιδιότητες που τους αποδόθηκαν.

Όλα αυτά, βέβαια, δεν είναι ούτε κολακευτικά ούτε ευχάριστα. Όμως, αν

ξαναπεράσουμε μπροστά μας το φιλμ της δεκαετίας ’75-’85, θα δούμε ότι το

ελληνικό τρομοκρατικό φαινόμενο θα μπορούσε, κατά πάσα πιθανότητα, να

αντιμετωπιστεί επιτυχώς στα πρώτα χρόνια της εμφάνισής του, εφόσον ο πολιτικός

κόσμος και οι αρμόδιες αρχές ασφαλείας είχαν αντιδράσει γρήγορα και με

αποφασιστικότητα κατά των εξτρεμιστών της 17Ν και του ΕΛΑ. Ωστόσο, η

καθυστερημένη αντίδρασή τους, η σκόπιμη χειραγώγηση της αριστερίστικης βίας

για στενά πολιτικά οφέλη και, πάνω απ’ όλα, η απελπιστική αποτυχία τους να

προσδιορίσουν τη φύση και τη δυναμική του φαινομένου – όλοι αυτοί οι

παράγοντες συνέβαλαν σημαντικά στην ανάπτυξη και εδραίωση της τρομοκρατικής

βίας στην Ελλάδα. Γι’ αυτό ας μην υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία.

Το βιβλίο του Γιώργου Κασιμέρη, Η Επαναστατική Οργάνωση 17 Νοέμβρη,

κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη