Η ύστερη εκδοχή παραλογισμών που συχνά ακούγονται για τις διεθνείς σχέσεις

είναι μεταφυσικού χαρακτήρα και αφορούν τον «Άλλο». Σε στιγμές κρίσιμων για

την Ελλάδα διαπραγματεύσεων (Κυπριακό, αποφάσεις Ελσίνκι, αναθεώρηση Ε.Ε.),

κάποιοι χλευάζουν τα ελληνικά συμφέροντα και ωραιοποιούν τον τουρκικό

επεκτατισμό. Αυτή η γραμμή σκέψης, στις πιο ακραίες εκδοχές της, προπαγανδίζει

υπέρ των τουρκικών θέσεων, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, πως «η Ελλάδα

ακολουθεί επεκτατική πολιτική στο Αιγαίο», πως «η συνομοσπονδιακή λύση πρέπει

να είναι προϋπόθεση ένταξης της Κύπρου στην Ε.Ε.» και πως η στρατηγική του

διαίρει και βασίλευε των Άγγλων αποικιοκρατών τη δεκαετία του 1950 «απέβλεπε

στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Τουρκοκυπρίων».

Αντίκρουση τέτοιων ακραίων και ανιστόρητων θέσεων απαιτεί στοιχειώδη έστω

αναφορά σε θεμελιωμένους ορισμούς της τουρκικής απειλής και σε εκτιμήσεις για

το διεθνές σύστημα στο οποίο εντάσσεται η αντιμετώπισή της. Για την τουρκική

απειλή δεν έχω παρά να παραπέμψω στον ορισμό του Χρήστου Ροζάκη. Όπως έγραψε:

«Μετά το 1973 η Τουρκία επιδίδεται σε μια συνολική προσπάθεια ανατροπής του

συσχετισμού δύναμης της Νοτιοανατολικής Μεσογείου μέσα από την εισβολή και την

κατοχή του βόρειου τμήματος της Κύπρου και μέσα από διεκδικήσεις αναθεωρητικής

φύσης. Οι μηχανισμοί που επιλέγει για να επιτύχει την ανατροπή των ισορροπιών

ξεκινούν από τη χρήση βίας (Κύπρος), ή την απειλή χρήσης βίας (συγκέντρωση

στρατευμάτων στις Αιγαιακές ακτές ή την αναφορά στο casus belli ή την επίδειξη

δύναμης με τις παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου ή του ελληνικού FIR),

περνούν μέσα από άμεσες ή έμμεσες διεκδικήσεις ελληνικού εδάφους (δηλώσεις

Τούρκων επισήμων που αμφισβητούν την ελληνική κυριαρχία στα νησιά, ή έγερση

θέματος μειονότητας) για να καταλήξουν σε πιο εκλεπτυσμένες μορφές ανατροπής

του status quo». Προσερχόμενοι σε κρίσιμες διαπραγματεύσεις είναι καλό να

κλείσουμε τα αυτιά στις αερολογίες και τις μεταπρατικές γνώμες που αναπαράγουν

την τουρκική προπαγάνδα και να εκτιμήσουμε με ακρίβεια και σοβαρότητα κατά

πόσον άλλαξε ή δεν άλλαξε η τουρκική απειλή όπως ορίσθηκε από τον Χρήστο

Ροζάκη.

Κάθε διακρατική διαπραγμάτευση, εξάλλου, απαιτεί ορθή νοηματοδότηση του

διεθνούς συστήματος ως προϊόντος δυναμικής σύμμειξης δύο αέναων και

οντολογικού χαρακτήρα σταθερών: Πρώτο, του γεγονότος ύπαρξης πολλών και

διαφορετικών κοινωνιών. Δεύτερο, του γεγονότος πως αυτές οι κοινωνίες σταθερά

αξιώνουν ελευθερία – ανεξαρτησία. Η ευόδωση αυτών των αξιώσεων ανεξαρτησίας

ακύρωσε τα αυτοκρατορικά σχέδια, δημιούργησε εκατοντάδες κράτη και ανέδειξε

την κυριαρχία, τις θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου και τα συστήματα

συλλογικής ασφάλειας ως τις βασικές συνιστώσες του καθεστώτος ρύθμισης των

διακρατικών σχέσεων. Οι θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου (διακρατική

ισοτιμία και μη επέμβαση στο εσωτερικό των άλλων κρατών) είναι ουσιαστικά

υπέρτατες κατακτήσεις του ανθρώπινου πολιτισμού στις οποίες τα κράτη

αναφέρονται όταν υπερασπίζονται την ανεξαρτησία τους. Όμως, μεταξύ λεκτικής

αποδοχής των θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου και πρακτικής εφαρμογής

τους παρεμβάλλονται τα αίτια πολέμου: Δηλαδή, ηγεμονικές αξιώσεις, συγκρούσεις

των μεγάλων δυνάμεων, διακρατικές διενέξεις απόρροια ηγεμονικών στρατηγικών

«διαίρει και βασίλευε», αναθεωρητισμός περιφερειακών κρατών όπως η Τουρκία και

προβλήματα άνισης ανάπτυξης μεταξύ κρατών και περιφερειών.

Ειρήνη, σταθερότητα, ασφάλεια και απρόσκοπτη ευημερία θα υπάρξουν μόνο όταν

αυτά και τα άλλα συναφή αίτια πολέμου εξαλειφτούν. Ασφαλώς, αιθεροβάμονες και

προπαγανδιστές δεν κουράζονται να οικοδομούν βουνά ψευδαισθήσεων και

μεταφυσικών κατασκευών για να πείσουν πως η διεθνής ετερότητα είναι

οφθαλμαπάτη και πως τα αίτια πολέμου θα εξαλειφθούν μόλις κλείσουμε τα μάτια

μπροστά στις απειλές ή μόλις συνευρεθούμε με τον επιτιθέμενο «Άλλο» σε χορούς

και πανηγύρια. Έτσι ουσιαστικά συγκρούονται δύο αντίθετες θεωρήσεις: Στην μια

πλευρά βρίσκονται αυτοί που υποστηρίζουν πως κάθε διακρατική διαπραγμάτευση

στο άναρχο διεθνές σύστημα συνιστά αδυσώπητη αναμέτρηση μέσων και θελήσεων, η

έκβαση της οποίας είναι καθοριστικής σημασίας για την κυριαρχία και την

ευημερία των κρατών που εμπλέκονται. Στην «Άλλη πλευρά» βρίσκονται αυτοί που

για ποικίλους λόγους υποστηρίζουν πως οι διακρατικές διαπραγματεύσεις είναι

πασαρέλα επίδειξης αλτρουισμού ή ευγενής άμιλλα που απαιτεί μονομερή αφοπλισμό

και μονομερείς παραχωρήσεις στον εξωραϊσμένο επιτιθέμενο «Άλλο».

Ο Παναγιώτης Ήφαιστος είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Έδρας Jean

Monnet για την Ευρωπαϊκή Πολιτική Ολοκλήρωση στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.