Ήταν σαφώς, σαφέστατα, «άτομο τρίτης ηλικίας», τα λιγοστά πια μαλλιά του τον

κατέτασσαν αναμφιβόλως στους φαλακρούς ­ εν ολίγοις έδειχνε τύπος

χαρακτηριστικός της πολυθρόνας μπροστά στην τηλεόραση, με την πιτζάμα και τις

παντούφλες, άντε και με το γιαουρτάκι ανά χείρας, να τρώει το βραδινό του και

να χαζεύει το «κουτί». Αμ δε. Ο παππούς δεν ήταν σπίτι. Το γλεντούσε, βράδυ

Σαββάτου, στην επαρχιακή ­ πλην συμπαθέστατη ­ συνεστίαση, συχνά μονοπωλώντας

με την ντάμα του την πίστα. Ευλύγιστος και αεράτος, ξεκίνησε με ρυθμούς

«τάνγκο πασιόν» παρασύροντας σε δύσκολες φιγούρες την παρτενέρ του, συνέχισε

με νεανικό στροβιλισμό όλο το χορευτικό ρεπερτόριο της ορχήστρας, σήκωσε από

τα τραπέζια τους διστακτικούς συνομηλίκους του και τους ενθάρρυνε,

συναγωνίστηκε με νεαρούς και νεαρές δίχως να κουραστεί κατ’ ελάχιστο και

συγκέντρωσε θαυμασμό και ζήλεια από πολλούς νεωτέρους. Το ευχαριστήθηκε, όπως

είθισται να λέγεται. Αλλωστε, το χαμόγελο δεν έλειψε από το πρόσωπό του ούτε η

σπιρτάδα από τις κινήσεις του.

Καθόμασταν και τον χαζεύαμε οι της μέσης ηλικίας, που έχουμε εδώ και χρόνια

τις αναστολές μας, «μεγάλοι άνθρωποι, να μη ρεζιλευτούμε κιόλας…». Όμως, ο

παππούς δεν ρεζιλεύτηκε, δεν κάθησε ξεφυσώντας στην καρέκλα μετά το πρώτο

πεντάλεπτο, αντιθέτως μάς έδειχνε με τον τρόπο του πως το να αντλείς χαρά δεν

είναι θέμα ηλικίας, αλλά διάθεσης και μόνο. Και δεν μπορώ να φαντασθώ πως ο

άνθρωπος αυτός δεν είχε ­ όπως όλοι ­ έγνοιες ή ακόμη τα συνηθισμένα πονίδια

της ηλικίας, γιατί δεν έμοιαζε με βιονικό ηλικιωμένο, ένας άνθρωπος

συνηθισμένος ήταν, αλλά αποφασισμένος να χαρεί. «Έχει πασχαλιά στο μυαλό του»,

είπε η Μαίρη και μας ξάφνιασε. Είχε μάλλον τη γνώση πως η χαρά είναι φυσική

ανάγκη, ένα αίσθημα καθημερινό και όχι υψιπετές, αναλώσιμο και όχι βεβαίως

συνέπεια βαθύτατου στοχασμού. Είναι θέμα στιγμής και ζωής. Αλλά το ξεχνάμε.