Το ευρώ γνώρισε ένα αναπάντεχα θερμό καλωσόρισμα από τους πολίτες της Ευρώπης.

Όλα τα έως τώρα στοιχεία υπερέβησαν και τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις.

Ίσως για τους Έλληνες και τις Ελληνίδες η εξήγηση να είναι απλή. Η μετάβαση

από τη δραχμή στο ευρώ συμβολίζει ένα άλμα. Την οριστική «πρόσδεση» της

Ελλάδας στον κύκλο των πιο αναπτυγμένων χωρών του κόσμου. Το ευρώ

καλωσορίστηκε στην Ελλάδα σε βαθμό που εξέπληξε, γιατί σηματοδοτεί ολοφάνερα

μια τεράστια πρόοδο. Η υποδοχή αυτή, άλλωστε, ερμηνεύει αναδρομικά και την

πολιτική ηγεμονία του Κ. Σημίτη και του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος, για το

οποίο το ευρώ, από το ’96, αποτελούσε στόχο, όραμα και «μύθο».

Αν αυτή είναι η εξήγηση για την Ελλάδα, ποια ερμηνεία αρμόζει όσον αφορά τις

υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης; Γιατί, όχι μόνο δεν παρατηρήθηκαν «δάκρυα» για

την «απώλεια» ισχυρών νομισμάτων, αλλά, αντίθετα, οι πολίτες της Ευρώπης

έδειξαν σαν έτοιμοι από καιρό για το καινούργιο ­ κοινό ­ τους νόμισμα; Και,

επιπλέον, ποια ερμηνεία να δοθεί στην έλξη που έδειξε να ασκεί το ­ υπαρκτό,

πλέον ­ ευρώ, προκαλώντας αντιστροφή παλαιότερων συσχετισμών στους πολίτες των

τριών χωρών της Ε.Ε. (Μ. Βρετανία, Σουηδία, Δανία) που έμειναν εκτός της ΟΝΕ;

Ο συμβολισμός της προόδου είναι και εδώ το ερμηνευτικό κλειδί. Όχι, βέβαια, με

την έννοια του τερματισμού ενός ιστορικού μετεωρισμού, όπως στην Ελλάδα, αλλά

με αυτήν της εισόδου σε μια νέα ­ υπερεθνική ­ εποχή. Οι πολίτες της Ευρώπης

είχαν, φαίνεται, διαισθανθεί περισσότερο απ’ ό,τι φαντάζονταν οι ηγεσίες τους

πως στους καιρούς που ζούμε «το εθνικό κράτος είναι μικρό για τα μεγάλα και

μεγάλο για τα μικρά».

Η θερμή υποδοχή του ευρώ πρέπει, όμως, να οδηγήσει και σε κάποιες αναθεωρήσεις

όσον αφορά τη συζήτηση των τελευταίων χρόνων για την ευρωπαϊκή πορεία.

Το νόμισμα ανήκει στον σκληρό πυρήνα των στοιχείων τής ­ έως τώρα ­ κρατικής

κυριαρχίας αλλά και της αυτοσυνείδησης των πολιτών, αφού είναι το στοιχείο απ’

αυτά που κατεξοχήν σχετίζεται με την καθημερινή ζωή, πράξη και σκέψη. Η ύπαρξη

του ευρώ, ανεξαρτήτως ζικ ζακ που ενδέχεται να σημειωθούν στο μέλλον, έχει ως

λογική συνέπεια και συνεπαγωγή την προώθηση και άλλων στοιχείων της ευρωπαϊκής

ενοποίησης τόσο σε οικονομικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Γι’ αυτή την

ενοποίηση υπάρχει, πλέον, η πιο ισχυρή, αποφασιστική και μαζική ώθηση και

πίεση που είναι η συνείδηση των Ευρωπαίων πολιτών, την οποία η ύπαρξη του ευρώ

καθιστά ­ αντικειμενικά ­ πολύ πιο ευρωπαϊκή.

Η μονόπλευρη κριτική, λοιπόν, περί μονεταρισμού, που ασκήθηκε στη Συνθήκη του

Μάαστριχτ, η οποία οδήγησε στο ευρώ, δεν λάμβανε υπόψη της πως οι διάφορες

πολιτικές και εργαλεία αποκτούν άλλη διάσταση και σημασία στο υπερεθνικό

επίπεδο, απ’ ό,τι έχουν σε εθνικό. Η κριτική, έπειτα, που ασκήθηκε ότι «μπήκε

το κάρο μπρος από το άλογο», πως, δηλαδή, έπρεπε πρώτα να προωθηθεί η πολιτική

ενοποίηση και ύστερα η οικονομική ένωση, αποδεικνύεται σήμερα, μετά το θερμό

καλωσόρισμα του ευρώ, άστοχη. Αλήθεια, θα είχε μεγαλύτερη επίπτωση στη

συνείδηση των Ευρωπαίων πολιτών και θα δημιουργούσε ισχυρότερο αίσθημα του

συν-ανήκειν ένα (κατά τα άλλα απαραίτητο) ευρωπαϊκό Σύνταγμα που ­ και στην

καλύτερη περίπτωση ­ θα επεξεργάζονταν οι αντιπρόσωποι; Ή, αντίθετα, το ευρώ

που χρησιμοποιούν καθημερινά όλοι ­ αντιπρόσωποι και αντιπροσωπευόμενοι ­

δημιουργεί πολύ ισχυρότερη ευρωπαϊκή συνείδηση;

Η κριτική, τέλος, στις σκέψεις για ομοσπονδοποίηση, στο όνομα του ότι δεν

υπάρχει ευρωπαϊκός λαός ώστε να φτιαχθεί αντίστοιχο «υπερκράτος», χάνει έδαφος

κάτω από τα πόδια της. Γιατί το κοινό νόμισμα αποτελεί σημαντικό στοιχείο μιας

κοινής ταυτότητας.

Ανεξάρτητα, λοιπόν, από τις κριτικές που ακούσθηκαν στο παρελθόν ή και από

αυτές που ασκούνται σήμερα ­ είτε είναι καλόπιστες είτε μίζερες ­ το ευρώ

ανοίγει για την Ευρώπη προοπτικές, που, ίσως, να μην έχουν συνειδητοποιηθεί

ούτε από τους κατεξοχήν αρμοδίους. Αποτελεί εφαλτήριο και την πιο σημαντική ­

υλικά, καθημερινά και μαζικά ­ πίεση για περαιτέρω ευρωπαϊκή ενοποίηση.

Ο Θανάσης Γεωργακόπουλος είναι δημοσιογράφος, στέλεχος της Ανανεωτικής

Εκσυγχρονιστικής Κίνησης της Αριστεράς.