Η τσέπη μου κουδουνίζει και στο πορτοφόλι μου τα χαρτονομίσματα είναι λιγοστά.

Έχω συνεχώς την αίσθηση ότι τα κέρματα πολλαπλασιάζονται σαν την άμμο της

θαλάσσης και πως είναι ντροπή να τα αφήνω πουρμπουάρ. Ακόμη δεν συνήθισα.

Ακόμη μπερδεύονται στον πάτο της τσάντας μου τα «χρυσά» κατοστάρικα και

πενηντάρικα με τα μεταλλικά ευρωνομίσματα, υποκρίνομαι πως ξεχωρίζω αμέσως το

ένα ευρώ από τα δύο ενώ τα κοιτάζω στα κλεφτά πριν τα δώσω στο περίπτερο.

Πέρυσι τέτοιον καιρό ούτε που φανταζόμουν πως θα γίνονταν ανάρπαστα τα παλιά

πορτοφολάκια που ξαναβγήκαν στην αγορά ­ εκείνα που το καπάκι τους

μετατρέπεται σε «δισκάκι» και διευκολύνει το ξεδιάλεγμα των κερμάτων.

Αναρωτιέμαι πόσο θα κρατήσει η βασιλεία τους και από τώρα έβαλα σ’ ένα κουτί

μια πλήρη σειρά μεταλλικών ευρώ και των υποδιαιρέσεών τους, να τα βρουν, λέω,

κάποτε τα εγγόνια μου, αφού τα παιδιά μου ίσα που πρόλαβαν τη δραχμή ­ για το

πενηνταράκι ούτε συζήτηση και δεν προνόησα να φυλάξω μερικά, έτσι, «για την

ιστορία».

Υπέκυψα στον πειρασμό ­ εγώ που έλεγα πως θα συνηθίσουμε σε δυο-τρεις μέρες ­

κι αγόρασα ένα κομπιουτεράκι που μετατρέπει τις δραχμές σε ευρώ και τούμπαλιν,

για να βεβαιώνουμαι πως δεν κάνω λάθη, τώρα στην αρχή.

Τα παιδιά προσαρμόζονται εύκολα. Στο σούπερ μάρκετ, όμως, άκουσα να λέει μια

γιαγιά πως δεν καταλαβαίνει τίποτε, δεν μπορεί να μετρήσει τα ρέστα της από

δραχμές σε ευρώ, «άι να δούμε τι θα κάνουμε», μουρμούριζε.

Η γιαγιά θα μάθει, αργότερα από την κόρη της όπως και η κόρη αργότερα από τα

παιδιά της που ήδη ξέρουν. Όλα τα καινούργια χρειάζονται τον χρόνο τους.

Ύστερα παίρνουν τη θέση τους στην καθημερινότητά μας. Και ποιος να θυμάται

τάχα το χαμένο πενηνταράκι…