Το «νυν απολύεις τον δούλο σου Δέσποτα» έγινε πια, δυστυχώς, καθημερινή

πρακτική σε χιλιάδες ανά τον κόσμο επιχειρήσεις. Παντού απολύουν κόσμο

σωρηδόν, όπως πριν από μερικές δεκαετίες προσλάμβαναν. Το δικαίωμα στην

εργασία έγινε πια ισοδύναμο κοινωνικό αίτημα όπως υπήρξε παλιά το δικαίωμα

στην απεργία.

Οι λόγοι γνωστοί: οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές που υποκαθιστούν τα ανθρώπινα

μυαλά στις βασικές λειτουργίες τους και τα φθηνότερα εργατικά σε αγορές που

βρίσκονται στον δρόμο της ανάπτυξης και δεν έχουν κεκτημένα να διεκδικήσουν.

Το πρόβλημα, ως εικός, αντανακλάται και στην αναπαραστατική τέχνη του

κινηματογράφου. Εκτός από τον «Μπίλι Έλιοτ», την ταινία που παίχτηκε με

επιτυχία και στη χώρα μας, την εβδομάδα που μας πέρασε βγήκαν ακόμα τρεις

ταινίες στο Παρίσι ­ τρεις καινούργιες εννοώ ­ που παίζονται σε απόσταση

ολίγων τετραγωνικών η μία από την άλλη, στο όγδοο διαμέρισμα των Ηλυσίων

Πεδίων.

Δεν θα τις ονοματίσω γιατί δεν ξέρω με ποιο τίτλο θα εμφανιστούν και στη χώρα

μας ­ αν εμφανιστούν ­ γιατί και στη Γαλλία παίζονται με τίτλους που τους

έδωσαν οι Γάλλοι. Η μία είναι ιαπωνική, του αγέραστου Ιμαμούρα, η άλλη

φλαμανδική (γυρισμένη στη φλαμανδική γλώσσα, που τη μιλούν μεν ελάχιστοι μα

που είναι η ταυτότητα των Βελγο – Φλαμανδών) και η τρίτη γαλλική ­ οι δύο

τελευταίες νέων σκηνοθετών.

Και οι τρεις ξεκινούν από την ίδια βάση: ο άντρας της οικογένειας, η κολόνα

του σπιτιού, απολύεται από τη δουλειά του. Δεν μαθαίνουμε καλά – καλά ούτε

ποια δουλειά έκανε ούτε τους λόγους της απόλυσης. Αυτά θεωρούνται ο κοινός

παρονομαστής, γιατί εκείνο που ενδιαφέρει τους σεναριογράφους είναι τι

αποτέλεσμα είχε αυτή η αιφνίδια απόλυση πάνω στη ζωή των πρωταγωνιστών και

στις συμπεριφορές τους.

Και στις τρεις πάλι ταινίες παρατηρείται το ίδιο φαινόμενο: πώς θα το πουν στο

σπίτι. Τα στερεότυπα δεν αποφεύγονται, οι δύο σύζυγοι που το μαθαίνουν ζητούν

τα λύτρα της επιβιώσής τους. Η τρίτη σύζυγος (στη γαλλική εκδοχή) δεν ζητάει

τίποτα, γιατί απλώς δεν το μαθαίνει ποτέ. Ο άντρας της δεν το λέει. Λέει μόνο

πως άλλαξε δουλειά κι εξαφανίζεται από το σπίτι προσποιούμενος ότι έπιασε

δουλειά σε έναν διεθνή οργανισμό στην κοντινή Γενεύη, ενώ στην πραγματικότητα

απομυζά πιστούς φίλους του από το παρελθόν πουλώντας τους αέρα για δήθεν

κερδοφόρες επενδύσεις.

Δεν είναι δουλειά της στήλης να αξιολογεί ταινίες, που μάλιστα δεν παίζονται

ακόμα στη χώρα μας. (Ο φίλος Δημήτρης Δανίκας το κάνει για μας και, αν και

αυστηρός, πέφτει διάνα. Μας προστατεύει από τις μπαρούφες με τα ελκυστικά

αμερικανοειδή περιτυλίγματα).

Το ενδιαφέρον της στήλης περιορίζεται στο κοινωνικό φαινόμενο της αιφνίδιας κι

αναιτιολόγητης απόλυσης. (Διότι άλλο να σε απολύουν γιατί δεν κάνεις καλά τη

δουλειά του ή γιατί έκλεψες κι άλλο «γιατί ο ανταγωνισμός δεν επιτρέπει…»

κ.τ.λ.).

Στη φλαμανδική ταινία, ο άντρας, αφού απειλεί στο καφενείο της γειτονιάς του

να πυρπολήσει το εργοστάσιο, καταφεύγει σε μιαν απαγωγή διάσημης τοπικής

ρεμπεταηδόνας. Αυτό τον κάνει ξαφνικά διάσημο, και από μια σειρά σπαρταριστών

επεισοδίων καταφέρνει, για να δώσει πίσω το θύμα του, να επιβάλει την άσχημη

κόρη του σαν τραγουδίστρια με μεγάλη απήχηση. (Η κατασκευή των ειδώλων μέσα

από τους μάνατζερ, στην αποθέωσή της. Ο μάνατζερ συνεργάζεται μαζί του, ερήμην

της αστυνομίας, γιατί και η απαγωγή ανεβάζει τις πωλήσεις των δίσκων της

απαχθείσης και δεν του στοιχίζει τίποτα να φτιάξει μια νέα σταρ, όσο άσχημη

και ατάλαντη κι αν είναι).

Ο απολυμένος εργάτης από το Κιότο εγκαταλείπει την πόλη του και την οικογένειά

του και πάει και γίνεται ψαράς σ’ ένα παραθαλάσσιο χωριό, για να συντηρεί την

οικογένειά του, ώσπου εκεί γνωρίζει τον μεγάλο έρωτα.

Και το στέλεχος της επιχείρησης στη Γαλλία βιώνει το δράμα του εσωτερικά. Όταν

βλέπει τα ανήλικα παιδιά του να τρέχουν, κάθε που εμφανίζεται σαν κομήτης στο

σπίτι, μ’ εκείνη την αφοπλιστικιή αφέλεια όλων των παιδιών του κόσμου

φωνάζοντάς του «papa, papa…» σφίγγεται η καρδούλα μας πολύ περισσότερο απ’

ό,τι σε μια σκηνή λαθρομεταναστών στα αμπάρια ενός πλοίου… Γιατί εκείνοι δεν

είχαν να χάσουν τίποτα, τα είχαν ήδη όλα χαμένα, και κάναν το σάλτο μορτάλε.

Ενώ το συγκεκριμένο στέλεχος της φαλιρισμένης επιχείρησης τα είχε όλα και

εξακολουθεί κατ’ επίφασιν να τα έχει, ενώ στην πραγματικότητα είναι για

κρεμάλα.

Δεν έχει βέβαια γίνει ακόμη ταινία με θέμα την απόλυση της εργαζόμενης

συζύγου. (Εκεί οι σεναριογράφοι φοβούνται τη θεματολογία λόγω μη κατοχυρωμένης

ακόμα ισότητας των φύλων). Αλλά όπου να ‘ναι δεν θ’ αργήσει κι αυτό να

εμφανιστεί. Η διαφορά βέβαια είναι ότι η απολυμένη σύζυγος, για να

χρησιμοποιήσουμε την ορολογία των κινητών τηλεφώνων, θα επιτρέψει στο «βασικό

μενού», ενώ ο απολυμένος άντρας της πάει στο «παρακαλώ περιμένετε… Η κλήση

σας προωθείται»…