Κάποτε το θεωρούσαμε αυτονόητο σε αυτό το επάγγελμα: ειδήσεις με επίκεντρο

ανήλικα παιδιά προσεγγίζονταν με πολλή προσοχή, όχι μόνον γιατί υπήρχε ο νόμος

­ θέλω να πιστεύω. Το παιδί ήταν εξ ορισμού προστατευτέο πρόσωπο, ευάλωτο,

άξιο να διαφυλαχθεί από τα αδηφάγα φώτα της δημοσιότητας ­ ακόμη και σαν

δράστης παρανομίας. Πόσο μάλλον όταν βρισκόταν ­ και δεν ήταν σπάνιο, όπως και

σήμερα άλλωστε ­ στη θέση του θύματος. Πότε ο κανόνας άλλαξε και πότε το

αυτονόητο γύρισε τούμπα, δεν μπορώ να θυμηθώ, ίσως γιατί έγινε σιγά – σιγά,

βήμα προς βήμα, έτσι που όλοι εξοικειωθήκαμε με την έκπτωση της ευαισθησίας

απέναντι στην παιδική ηλικία. Και φτάσαμε να μην κάνουμε καν τις στοιχειώδεις

διακρίσεις, και απλώς να μας ξενίζει ολίγο ­ αντί να μας εξεγείρει ­ το

γεγονός ότι γίνεται πια και δίκη με ανήλικο παιδί έκθετο στο ανοιχτό

ακροατήριο δικαστηρίου ή ότι σπεύδουν λογής λογής «δημοσιογράφοι» να

εκμεταλλευτούν την ταραγμένη ψυχή μικρών θυμάτων βιασμού ή αποπλάνησης.

Τηρούνται, τάχα, έστω και οι τύποι όταν το πρόσωπο του παιδιού καλύπτεται

«προστατευτικά» από την ψηφιακή «ασπίδα» της τηλεόρασης; Τα είδαμε όλα τούτα

πρόσφατα. Και με τα παιδιά από τη Δράμα και με τη μικρή από την Αλβανία. Λες

και η είδηση δεν θα ήταν είδηση ­ και μάλιστα συγκλονιστική ­ αν το μικρόφωνο

ή η κάμερα δεν αποτύπωνε τα τρεμάμενα λόγια των κακοποιημένων ανήλικων. Μιλώ

για λογοκρισία; Μα μην κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε. Όλα μπορεί να καλυφθούν

και ν’ αποκαλυφθούν σ’ ένα καλό ρεπορτάζ που, όμως, σέβεται το ίδιο το παιδί.

Τα υπόλοιπα δεν είναι παρά φτηνή ­ και υποκριτική ­ επίκληση της ελευθερίας

της πληροφόρησης.