Σε προηγούμενο άρθρο μας καταλήγαμε στο συμπέρασμα ότι το ΠΑΣΟΚ φαίνεται να

βρίσκει μέσα από το 6ο Συνέδριό του, έστω και μέσα από πολλές διαθλάσεις, μια

νέα ισορροπία.

Το κεντρικό σημείο αυτής της ισορροπίας θα μπορούσε να αναζητηθεί στην εξής

απλή και σαφή θέση: ναι μεν δεν είναι δυνατόν να ασκηθεί, υπό τις παρούσες

συνθήκες, μια συνολικά και ριζικά διαφορετική πολιτική, πλην όμως αυτό δεν

σημαίνει ότι πρέπει να ενσωματωθεί στη μονοδιάστατη λογική της

«παγκοσμιοποίησης» και της «νέας τάξης», καθώς υπάρχουν αρκετά περιθώρια

εναλλακτικών επιλογών, τα οποία θα συνδυάζουν τον αναγκαίο ρεαλισμό της

οικονομικής και εξωτερικής πολιτικής με την αυτονόητη για ένα σοσιαλιστικό

κόμμα στράτευση στα ιδανικά της κοινωνικής δικαιοσύνης και της εθνικής

αξιοπρέπειας. Παράλληλα το Συνέδριο έδωσε στον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ απλόχερα τη

νομιμοποίηση που επιδίωκε, για να επιλέξει τα μέλη της νέας κυβέρνησης χωρίς

συμβιβασμούς, αλλά και χωρίς άλλοθι, προκειμένου να προχωρήσουν με γρήγορους

ρυθμούς οι αναγκαίες βελτιώσεις.

Ωστόσο, αν είναι κάτι που επείγει, περισσότερο ίσως και από την αποσαφήνιση

και βελτίωση της κυβερνητικής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ, αυτό είναι η εν γένει

στελεχική πολιτική του, η οποία σήμερα έχει κυριολεκτικά υποκατασταθεί από τη

μερική και επιλεκτική προώθηση των πάσης φύσεως «ημετέρων». Για να αναδειχθεί

σήμερα κάποιος στο ΠΑΣΟΚ, από όποιον χώρο και αν προέρχεται, πρέπει

απαρεγκλίτως είτε να προσδεθεί στο άρμα ενός υψηλόβαθμου στελέχους είτε να

υπογράψει μια οιονεί σύμβαση προσχώρησης σε ορισμένα εσωκομματικά κέντρα.

Αν αποβλέπει στο κόμμα ως σύνολο και σε ανιδιοτελή προσφορά, είτε σε γενικό

είτε σε τοπικό επίπεδο, οι προοπτικές ουσιαστικής δραστηριοποίησης και

αξιοποίησης είναι ασήμαντες. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν αρνείται τον ρόλο

του απλού χειροκροτητή και απολογητή και διεκδικεί την όποια συμμετοχή του στα

τεκταινόμενα του κυβερνώντος κόμματος τηρώντας μια κριτική και νηφάλια στάση,

χωρίς ιδιοτελείς ταυτίσεις, αφελείς απλουστεύσεις και ψευδεπίγραφες εν πολλοίς

σχηματοποιήσεις. Όλα αυτά σηματοδοτούν, σε τελευταία ανάλυση, τη μετάπτωση του

ΠΑΣΟΚ σε κόμμα «παραγόντων», με έντονα γραφειοκρατικά και πελατειακά

χαρακτηριστικά ­ κάτι που ίσχυε παλαιότερα μόνο με τη Νέα Δημοκρατία… ­ και

συνδέονται βέβαια με τη γενικότερη αποϊδεολογικοποίησή του. Αυτή η μετάπτωση

αποτυπώθηκε ανάγλυφα και στο Συνέδριο, τόσο κατά την κατάρτιση των

παραταξιακών λιστών όσο και κατά την ίδια την εκλογή των μελών της Κεντρικής

Επιτροπής και του Εκτελεστικού Γραφείου, που δεν ήταν τίποτε άλλο, στην

πραγματικότητα, από οιονεί διορισμούς…

Με βάση τις παραπάνω επισημάνσεις είναι προφανές ότι το μεγάλο στοίχημα για το

ΠΑΣΟΚ είναι η ολόπλευρη και ριζική ανανέωσή του, η οποία όμως συνδέεται εξ

ορισμού με μια γενναία απόφαση: να υπερβεί κυριολεκτικά τον εαυτό του και να

δρομολογήσει μια νέα σχέση τόσο με τον στενό πολιτικό του περίγυρο, από όπου

πρέπει να αντλήσει και να ενεργοποιήσει τις άφθαρτες ­ πλην απογοητευμένες και

αποστασιοποιημένες ­ εφεδρείες του, όσο και γενικότερα, με τους ενεργούς και

ευαισθητοποιημένους πολίτες που σήμερα στέκονται ευλόγως με δισταγμούς και

ερωτηματικά απέναντι στην προοπτική ένταξής τους στο ΠΑΣΟΚ. Μια τέτοια

απόφαση, ωστόσο, προϋποθέτει άλλου τύπου οργάνωση και λειτουργία, που θα

αφήσει πίσω τις ομάδες, τους ομαδάρχες και τα φέουδα και θα δώσει έμφαση στην

αξιοκρατική ανάδειξη στελεχών. Μόνον έτσι το ΠΑΣΟΚ μπορεί να ξεφύγει από τη

στείρα αντιπαράθεση μηχανισμών ­ που, εν πολλοίς, αποβλέπουν απλώς στη νομή

της κρατικής εξουσίας ­ και να ανακτήσει την ιδεολογική ηγεμονία και την

πρωτοβουλία των πολιτικών κινήσεων, διαδραματίζοντας ταυτόχρονα:

Αφ’ ενός τον ρόλο του συλλογικού διανοουμένου, που επεξεργάζεται και

ανασυνθέτει δημιουργικά, με συγκεκριμένες πολιτικές προτάσεις, τα μηνύματα και

τα ερεθίσματα μιας εξαιρετικά πολύπλοκης κοινωνικής πραγματικότητας.

Αφ’ ετέρου δε, τον ρόλο της πολιτικής πρωτοπορίας που μπορεί να δρα οδηγητικά

­ αλλά όχι πατερναλιστικά ­ στο πλαίσιο μιας ευρύτατης κοινωνικής και

πολιτικής συμμαχίας, βασισμένης σε σχέσεις εμπιστοσύνης, ειλικρίνειας και

αμφίδρομης συνεργασίας. Προνομιακοί συνομιλητές, σε μια τέτοια προοπτική,

είναι τόσο τα υπόλοιπα προοδευτικά κόμματα, τα οποία πρέπει να αντιμετωπισθούν

χωρίς μικρόψυχους τακτικισμούς και στείρους αποκλεισμούς, όσο και το

συνδικαλιστικό κίνημα και οι ποικίλες εκφάνσεις της κοινωνίας των πολιτών.

Γενικότερα δε, οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις από τις οποίες μπορεί και

πρέπει να προέλθει η ανασυγκρότηση της Δημοκρατικής Αριστεράς.

Το εγχείρημα είναι αναμφισβήτητα δύσκολο. Ωστόσο, το διακύβευμα είναι τόσο

μεγάλο, ώστε αξίζει να αποτελέσει την πρώτη προτεραιότητα των νέων

καθοδηγητικών οργάνων του ΠΑΣΟΚ ­ και ιδίως του φερέλπιδος γραμματέα του.

Ο Γιώργος Χ. Σωτηρέλης είναι αναπληρωτής καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου

στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.