Από το 1890 μέχρι το 1990 το χάλκινο τηλεφωνικό καλώδιο κατάφερε να ενώσει

1 δισεκατομμύριο άτομα σε όλο τον πλανήτη. Από το 1990 μέχρι σήμερα, το

σύγχρονο επικοινωνιακό δίκτυο έχει ενώσει άλλο 1 δισεκατομμύριο.

Οι αριθμοί είναι εκπληκτικοί. Πηγάζουν βεβαίως από μια μεγάλη επένδυση που

έγινε σε βάθος ενός αιώνα, που έδειξε τα δόντια της στην τελευταία δεκαετία

του 20ού αιώνα. Βεβαίως, μεγάλο ρόλο έχει παίξει η ανάπτυξη του μέσου βιοτικού

επιπέδου σε όλο τον πλανήτη, ωστόσο ισχύει και το αντίστροφο: οι επικοινωνίες

είναι κλειδί στην ανάπτυξη του βιοτικού επιπέδου.

Στη ρίζα της μεγαλειώδους έκρηξης βρίσκεται η δημιουργία της επικοινωνίας με

οπτικές ίνες και λέιζερ. Πρωτοδοκιμάστηκε από τα Bell Labs στην αρχαία εποχή

το… 1975 (θυμάστε, τότε που οι ηλεκτρονικές λυχνίες έδιναν τις τελευταίες

μάχες με τα τρανζίστορ!). Η οπτική ίνα μοιάζει με ένα λεπτό, εύκαμπτο καλώδιο

από γυαλί που μέσα του περνούν πληροφορίες με την μορφή εναλλαγών φωτός

λέιζερ. Χάρη στη φωτονική και τα λέιζερ, μια τέτοια ίνα μπορεί να διαβάζει

εκατομμύρια φορές περισσότερες πληροφορίες από τον χαλκό.

Στο παγκόσμιο σκηνικό σήμερα, οι διάδοχοι του παλιού-καλού χαλκού είναι τρεις:

η οπτική ίνα, οι δορυφορικές ζεύξεις και οι ασύρματες ραδιοζεύξεις μικρού

βεληνεκούς, όπως η κινητή τηλεφωνία ή τα συστήματα WLL/LDMS. Για μεγάλες

αποστάσεις και βασική διασύνδεση τηλεπικοινωνιακού κορμού, τόσο μεταξύ ηπείρων

και κρατών, όσο και μεταξύ πόλεων ενός κράτους, η κυριαρχία της οπτικής ίνας

είναι πλέον δεδομένη: Από το 1995 μέχρι σήμερα, η συνολική χωρητικότητα σε

οπτικές ίνες έχει εκατονταπλασιαστεί. Δεκάδες καλώδια 1.000 Gigabits/sec

διασχίζουν τον πλανήτη και το τελευταίο καλώδιο 2.400 Gigabits/sec που

ενεργοποιήθηκε στον Ατλαντικό είναι σε θέση να μεταφέρει ταυτόχρονα 30

εκατομμύρια τηλεφωνήματα από Ευρώπη σε Αμερική ή 30 εκατομμύρια βασικές

συνδέσεις Internet, ή 500 τηλεοπτικά κανάλια. Όλες οι οπτικές ίνες που

υπάρχουν σήμερα είναι πολύ υπο-εκμεταλλευόμενες, με μια χονδρική εκτίμηση να

δίνει ότι χρησιμοποιείται κάτω από το 5% της υπάρχουσας χωρητικότητας ­ το

οποίο μαθηματικά οδηγεί σταδιακά σε μείωση των τελών και αύξηση της χρήσης.

Το μεγάλο καλό της οπτικής ίνας, και ο λόγος που την προτιμούν όσοι επενδύουν

στις τηλεπικοινωνίες, είναι ότι έχει πολλές τάξεις μεγέθους, μικρότερο κόστος

συντήρησης και τεράστιο χρόνο ζωής. Σε αντιδιαστολή, οι δορυφόροι είναι πολύ

ακριβοί, έχουν μικρό χρόνο ζωής και απείρως μικρότερη χωρητικότητα. Με

δεδομένο ότι η βασική τους τηλεπικοινωνιακή χρήση είναι στις ζεύξεις μεγάλων

αποστάσεων, οι δορυφόροι πολεμούν μια άνιση μάχη με την πληθωρική οπτική ίνα.

Κατά πάσα πιθανότητα, στο μέλλον οι δορυφόροι θα περιοριστούν για ανάγκες

εκτός των αστικών περιοχών, όπως ναυσιπλοΐα, γεωγραφικός εντοπισμός, και στα

τηλεοπτικά προγράμματα αμέσου πρόσβασης στο σπίτι (DTH, Direct To Home). Για

τα τελευταία υπάρχει αντίλογος, με το σκεπτικό ότι η οπτική ίνα γρήγορα θα

αντικαταστήσει τον χαλκό μέχρι το επίπεδο του «κουτιού της γειτονιάς» (τα

περίφημα ΚΑΦΑΟ του ΟΤΕ), οπότε και τα σπίτια θα μπορούν να έχουν γρήγορη

σύνδεση, ικανή για τηλεόραση. Το πρόσθετο πλεονέκτημα μιας τέτοιας σύνδεσης

έναντι της δορυφορικής είναι ότι είναι συμμετρικά αμφίδρομη, δηλαδή μπορεί να

δώσει και τηλεόραση και ευρυζωνικό Internet.

Με το ενδεχόμενο τέτοιας επέκτασης της οπτικής ίνας και εντός των κατοικημένων

περιοχών, είναι επόμενο ότι θα ανταγωνιστεί και τις άλλες ασύρματες ζεύξεις

από σημείο προς σημείο, όπως τα WLL/LMDS, παρ’ όλο που σε χώρες σαν την

Ελλάδα, τέτοιες ασύρματες ζεύξεις μπορεί να έχουν αρκετό χρόνο αποδοτικής

ζωής. Εκείνο βέβαια που ποτέ δεν θα χτυπήσει η οπτική ίνα είναι την κυψελωτή

κινητή επικοινωνία, της οποίας η πρώτη φάση είδαμε να κατακλύζει τον κόσμο με

τα κινητά τηλέφωνα. Κατά πως φαίνεται, στο βάθος του χρόνου δύο θα είναι τα

επικοινωνιακά συστήματα: Οπτική ίνα για όλες τις σταθερές συζεύξεις και κινητή

τηλεφωνία για συνεχή προσωπική σύνδεση κάθε ανθρώπου με τον υπόλοιπο κόσμο.

Ο Θεόδωρος Σπίνουλας είναι επικεφαλής του Ιντερνετικού Προγράμματος του

Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη και της Πύλης ΙΝ. GR.