Αν τα προσθέσεις από πάνω ώς κάτω στις δύο πλευρές της Αγίου Ιωάννου και γύρω

από την πλατεία της Αγίας Παρασκευής, είναι κάπου τρία χιλιόμετρα μαγαζιά.

Σφιχτά το ένα δίπλα στο άλλο, πλάτους ενός μέτρου και μήκους το πολύ δύο,

χάνεις τον λογαριασμό, τρελαίνεσαι. Απίστευτης ποικιλίας υπαίθρια καταστήματα,

εδώ τα ψαλίδια, τα μαχαίρια, οι φακοί και τα κιάλια, παραπέρα τα σεντόνια, οι

πετσέτες, τα τραπεζομάντιλα, οι κουρτίνες, πιο πάνω οι στοίβες με τα

μαϊμού-σινιέ ρούχα και τσαντικά, παρακάτω τα υπέροχα λαμπερά μπιχλιμπίδια για

τον λαιμό, τους καρπούς, τα δάχτυλα, τ’ αυτιά. Χαζεύω, χαζεύω ατέλειωτα κι

αχόρταγα κάθε χρονιά στο μέγα πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής, 26 Ιουλίου. Καμιά

βιτρίνα με μοντελάκια δεν μ’ έχει τραβήξει ποτέ, όσο τα κρεμασμένα πολύχρωμα

ρομπάκια του πανηγυριού. Καμιά προθήκη βιβλιοπωλείου δεν μ’ έχει θέλξει τόσο

όσο οι πάγκοι με τα βιβλία που περιμένουν να τ’ ανακαλύψεις ψάχνοντας στο

σωρό. Και πουθενά δεν παρατάσσεται τόσο ελκυστικά τόσο ετερόκλητο εμπόρευμα

και τόσο υπομονετικό πλήθος καταστηματαρχών, με κεντίδια από τη Ρωσία, ξύλινα

σκαλιστά από την Αφρική, βότανα και αφεψήματα από τα βουνά μας, ζαχαρωμένα

μήλα στο ξυλάκι, εικονίτσες από εργαστήρια μοναστηριών, καθρέφτες, πιαστράκια

μαλλιών, ώς και αυτοκόλλητα με το σύνθημα «Η λύση είναι ο… Μαρξ», με τον

γνωστό γενειοφόρο να υπομειδιά.

Για δύο μερόνυχτα το κορίτσι μέσα στο τσαντίρι μεταμορφώνεται σε… γορίλα,

πάντα μα πάντα τρέχω να βγω πανικόβλητη έξω με τους άλλους τη στιγμή που ο

«γορίλας» απειλεί να σπάσει την αλυσίδα του κλουβιού και το «αφεντικό» του

φωνάζει «πίσω, γορίλα, άτιμο παιδί, θα μου κλείσεις το τσαντίρι»!

Κάθε χρόνο δεν χάνω το πανηγύρι. Μένω ώς την ώρα που τα «μαγαζιά» αστραπιαία

κλείνουν, οι πραμάτειες φορτώνονται στα φορτηγάκια και οι πανηγυρτζήδες

ξεκινούν μέσα στη νύχτα για τον σταθμό της επόμενης μέρας. Και μένω με τη

λαχτάρα να πάω ξοπίσω τους.