Τα αιολικά πάρκα, τα οποία λειτουργούν σήμερα στην Ελλάδα, προσφέρουν ρεύμα

σε περίπου 300.000 οικογένειες. Νούμερο μικρό για μία χώρα τόσο ευλογημένη από

τον Αίολο.

Μέχρι το 2010 όμως, ελπίζουν οι ειδικοί ότι η κατάσταση θα αλλάξει και η

αιολική ενέργεια θα καλύπτει το 20% των αναγκών μας, μειώνοντας τους ρύπους

στο περιβάλλον, εξασφαλίζοντας ενεργειακή ανεξαρτησία και δημιουργώντας νέες

θέσεις εργασίας. Το ενδιαφέρον υπάρχει, το ίδιο και οι καλές προθέσεις. Τα

πράγματα σκοντάφτουν στην παροιμιώδη ελληνική γραφειοκρατία, τις τεχνικές

δυσκολίες της ΔΕΗ και κάποιες αντιδράσεις κατοίκων, που σε μερικές περιπτώσεις

θυμίζουν περισσότερο κακόγουστα ανέκδοτα παρά βάσιμα επιχειρήματα. Κρατικοί

φορείς και επιστήμονες πιστεύουν ότι η υπόθεση αιολική ενέργεια στην Ελλάδα

έχει μπει επιτέλους σε καλό δρόμο και συμφωνούν ότι όλοι οφείλουν να κάνουν το

καλύτερο δυνατό για να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Κοινοτική οδηγία

«Σύμφωνα με κοινοτική οδηγία, που έχει δρομολογηθεί και σύντομα θα είναι

δεσμευτική, η Ελλάδα θα πρέπει έως το 2010 να καλύπτει το 20,1% των αναγκών

της σε ηλεκτρισμό από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ)», εξηγεί η κ. Μάχη

Σιδερίδου, υπεύθυνη της εκστρατείας για την προστασία του κλίματος στο

ελληνικό γραφείο της Greenpeace. Η οργάνωση πρόσφατα έκρουσε τον κώδωνα του

κινδύνου για τις καθυστερήσεις που σημειώνονται στην υλοποίηση του εθνικού μας

στόχου. Είναι αλήθεια πως ο στόχος είναι φιλόδοξος, σημειώνει ο κ. Ιωάννης

Τσιπουρίδης από την Ελληνική Επιστημονική Ένωση Αιολικής Ενέργειας, μηχανικός

στη ΔΕΗ, στη διεύθυνση που ασχολείται με τις ΑΠΕ. «Είναι όμως εφικτός, αρκεί

να δουλέψουμε για να παραμερίσουμε τα σημαντικότερα εμπόδια. Είμαστε πολύ

τυχεροί στην Ελλάδα γιατί έχουμε πολύ καλό αιολικό δυναμικό και πρέπει να το

αξιοποιήσουμε».

Τα πάρκα που λειτουργούν σήμερα στη χώρα βρίσκονται στην Κρήτη, την Εύβοια,

διάσπαρτα νησιά του Αιγαίου και την Αττική. Η συνολική τους ισχύς φθάνει τα

253 μεγαβάτ, από τα οποία μόνο τα 35 ανήκουν στη ΔΕΗ. Είναι χαρακτηριστικό ότι

στην Κρήτη, το 2000, το 10% του ηλεκτρισμού προήλθε από την αιολική ενέργεια,

ποσοστό ικανοποιητικό για αρχικό στάδιο, που δείχνει ότι ο στόχος είναι

εφικτός.

Μεγάλο ενδιαφέρον

Το ενδιαφέρον όμως για την ανάπτυξη αιολικών πάρκων στην Ελλάδα είναι μεγάλο.

Τον περασμένο Φεβρουάριο, όταν και έληγε η προθεσμία υποβολής αιτήσεων στην

αρμόδια Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ), κατατέθηκαν αιτήσεις για συνολική

ισχύ 12.000 μεγαβάτ, σύμφωνα με τον κ. Παντελή Κάπρο, πρόεδρο της ΡΑΕ. «Οι

αιτήσεις αφορούν όλες τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, αλλά τα περισσότερα

αφορούν αιολική ενέργεια, 9.000-10.000 μεγαβάτ».

Η ΡΑΕ εξετάζει αναλυτικά όλες τις αιτήσεις με μεγάλη ομάδα μηχανικών για την

ενεργειακή και οικονομική απόδοση, τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις και τη

δυνατότητα εκτέλεσης του έργου. «Οι εγκαταστάσεις αυτές απαιτούν υψηλή

τεχνολογία και πρέπει να σιγουρευτούμε ότι οι κατασκευαστές μπορούν να

διασφαλίσουν διάρκεια ζωής στο πάρκο 20-30 χρόνων».

Η ΡΑΕ, προσθέτει ο κ. Κάπρος, σκοπεύει να δώσει άμεσα άδειες παραγωγής της

τάξεως 1.000 μεγαβάτ από αιολική ενέργεια. Αυτά αναμένεται να εγκατασταθούν σε

δύο με τρία χρόνια. «Συνολικά, υπολογίζουμε πως θα χρειαστούμε 2.500 μεγαβάτ

από αιολικά πάρκα για να φθάσουμε το 20% που θέλει η Ε.Ε.». Οι περισσότερες

αιτήσεις αφορούν επενδύσεις την Εύβοια, τη Λακωνία και τη Ροδόπη. Αυτές

θεωρούνται οι καλύτερες περιοχές στη χώρα για εγκατάσταση αιολικών πάρκων.Ένα

σημαντικό πρόβλημα που καθυστερεί την ανάπτυξη της αιολικής ενέργειας είναι η

γραφειοκρατία και η ανάμειξη πολλών διαφορετικών φορέων, όπως τονίζει ο κ.

Νίκος Βασιλάκος, τεχνικός σύμβουλος του Ελληνικού Συνδέσμου Επενδυτών ΑΠΕ και

αντιπρόεδρος του Ομίλου για τη Διάδοση των ΑΠΕ. Πρόβλημα που εντοπίζει και ο

κ. Τσιπουρίδης. Υπήρχαν κάποιες σκέψεις για τη δημιουργία μίας μόνον αρμόδιας

υπηρεσίας στο υπουργείο Ανάπτυξης, ακριβώς για να επισπεύσει τη διαδικασία,

αλλά δεν πραγματοποιήθηκε. Αντίθετα, η έκδοση βεβαιώσεων και πιστοποιητικών

έχει μεταφερθεί στην περιφέρεια, καθυστερώντας ακόμα περισσότερο τη

διαδικασία.

Το δίκτυο της ΔΕΗ είναι το δεύτερο μειονέκτημα. Όπως επισημαίνουν όλοι οι

φορείς, δεν υπάρχει η κατάλληλη υποδομή ακόμα για να υποστηρίξει τη λειτουργία

αιολικών πάρκων στις περισσότερες περιοχές που έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον.

Η άγνοια προκαλεί και τις περισσότερες αντιδράσεις

Η αιολική ενέργεια προστατεύει τον πλανήτη, μειώνοντας τους ρύπους και τις

εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου που αποσταθεροποιούν το παγκόσμιο κλίμα.

Τα νούμερα μιλούν από μόνα τους: κάθε εγκατεστημένο μεγαβάτ αιολικής ενέργειας

στη χώρα μας, όπως αναφέρεται σε έκθεση της Greenpeace, αποσοβεί την έκλυση

3.500 τόνων διοξειδίου του άνθρακα τον χρόνο. Η λειτουργία αιολικού πάρκου

ισχύος 10 μεγαβάτ εξοικονομεί 3.000 τόνους πετρελαίου τον χρόνο.

Σε όλο τον πλανήτη, τα 18.000 μεγαβάτ εγκατεστημένα αιολικά έργα μειώνουν την

εκπομπή διοξειδίου του άνθρακα κατά 40 εκατομμύρια τόνους τον χρόνο. Η Αττική

για παράδειγμα, θα πάρει βαθιά ανάσα αν έστω και το 1% της συμβατικής

παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας υποκατασταθεί από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας,

καθώς αυτό θα σημάνει μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα κατά μισό

εκατομμύριο τόνους τον χρόνο, τονίζει ο κ. Ιωάννης Τσιπουρίδης.

Γι’ αυτό και οι αντιδράσεις των κατοίκων που έχουν εκδηλωθεί σε ορισμένες

περιοχές, όπου πρόκειται να εγκατασταθεί αιολικό πάρκο, προέρχονται από άγνοια

βασικών στοιχείων, επισημαίνουν οι ειδικοί. Τρία είναι τα κυριότερα

επιχειρήματα που έχουν αναφερθεί εναντίον της αιολικής ενέργειας: η οπτική

όχληση, η επέμβαση και αλλοίωση του χαρακτήρα μιας περιοχής και ο θόρυβος.

Όπως εξηγεί ο κ. Νίκος Βασιλάκος, ένα πάρκο κατασκευάζεται σε μεγάλες

αποστάσεις από κατοικημένες περιοχές και δεν εμποδίζει τη θέα. «Μόνο οι

γεωργοί και κτηνοτρόφοι μιας περιοχής βλέπουν τις ανεμογεννήτριες συχνά». Στην

πλειονότητά τους, εγκαθίστανται σε περιοχές ορεινές, με αραιή θαμνώδη

βλάστηση, λόγω των δυνατών ανέμων. Η συνήθης χρήση γης στις θέσεις των

αιολικών πάρκων είναι η βοσκή αιγοπροβάτων. Τέλος, στις ανεμογεννήτριες νέας

τεχνολογίας έχει μειωθεί πολύ ο θόρυβος που εκπέμπουν, ο οποίος σε απόσταση

300 μέτρων είναι της τάξεως των 40 ντεσιμπέλ, μικρότερος δηλαδή από τον θόρυβο

σε ένα γραφείο ή στο σπίτι.