Μιλούσαμε στο τηλέφωνο αδιάφορα, μ’ έναν αυτοσχέδιο κώδικα συνεννόησης ­μας

τον υπαγόρευε η ανάγκη. Εκείνος ήταν στη Γερμανία στα χρόνια της εσωτερικής

κατοχής στην Ελλάδα, μαζί με τον Άγγελο, τον Γιώργο, τον Κώστα και τόσους

άλλους που η «εθνοσωτήριος 21η Απριλίου» είχε στιγματίσει ως εχθρούς της,

στερώντας τους την ελληνική ιθαγένεια. Πώς μπορέσαμε να εγκαταστήσουμε και ν’

αναπτύξουμε αδιάλειπτη επαφή, είναι μεγάλη ιστορία. Όμως, χάρη σ’ αυτόν, τον

Παπς μου ­έτσι τον λέγαμε εδώ­, η Ντόιτσε Βέλε, η ελληνική εκπομπή της

Κολωνίας, είχε όλα τα «νέα» για τους πολιτικούς κρατούμενους της δικτατορίας,

τις συλλήψεις, τα βασανιστήρια, τα επονείδιστα της χουντοκρατούμενης χώρας

μας. Και κάθε μέρα, μα κάθε μέρα, οι εκπομπές της ήταν μια δυνατή καταγγελία

κι ένα νήμα που ενημέρωνε και έδενε τους φιμωμένους Έλληνες.

Τον Παπς τον ήξερα πριν από τη δικτατορία, όπως και τον Γιώργο ­έρχονταν στα

συνέδρια της ΕΦΕΕ ως εκπρόσωποι των φοιτητικών συλλόγων Γερμανίας. Τον Άγγελο

τον είχα γνωρίσει από τον Λευτέρη, στην μπουάτ του Αργύρη, στην Πλάκα. Όπως

γίνεται στη ζωή, ήρθαμε πολύ κοντά, ενώ μας χώριζαν χιλιάδες χιλιόμετρα, γιατί

πονούσαμε για τα ίδια. Σαν γύρισαν στην Ελλάδα «χαθήκαμε», αλλά δεν

ξεχαστήκαμε ­γινόταν άλλωστε; Ένας εδώ, ένας εκεί. Τις προάλλες σμίξαμε ­«όλο

το Μπαντ Γκόντεσμπεργκ ήρθε», είπε η Αγγέλα­ στην τιμητική εκδήλωση για τον

Παπς. Κι εκεί νιώσαμε αυτό το σπάνιο, πως και ποτέ να μην είχαμε ξαναϊδωθεί ή

πως κι αν δεν πρόκειται να ξαναϊδωθούμε, ο ένας θα κουβαλάει κάτι από τον άλλο

μέσα του, τόσο πολύτιμο όσο όλα που κάποτε μοιραστήκαμε.