Ακόμα μία εβδομάδα ­ άλλες επτά ημέρες αγρυπνίας και αγωνίας. Όμως, έτσι που

τη βλέπω, ένα ψιλόλιγνο κορμάκι να βγαίνει σαν φάντασμα από το δωμάτιο, να

πηγαίνει υπνωτισμένο στην κουζίνα, αισθάνομαι «εθνικά υπερήφανη». Το παιδί μου

ξέρει ποιος ήταν ο Εϋνάρδος, ξέρει πως «το 1852 η συνολική αξία των εισαγωγών

και εξαγωγών της χώρας ήταν περίπου 36.000.000 χρυσές δραχμές» και επίσης ότι

με τις νομοθετικές ρυθμίσεις του 1870-1871 «οι δικαιούχοι αγρότες μπορούσαν να

αγοράσουν όση γη ήθελαν, με ανώτατο όριο τα 80 στρέμματα για ξηρικά εδάφη και

τα 40 στρέμματα για αρδευόμενα». Και αυτά είναι τα ελάχιστα που όφειλε να

ξέρει για τις πανελλήνιες απ’ έξω και ανακατωτά, το θαυμαστό ήταν που έμαθε ­

όπως και έπρεπε… ­ τι ποσοστό των εξαγωγών μας είχε η σταφίδα το 1890 και τι

ο καπνός το 1900…

Και τη «Χριστιανική Ηθική» στα δάχτυλα την έπαιζε για τις εξετάσεις. Κι έμαθα

μαζί της κι εγώ ­ γιατί στα χρόνια μου άλλα μαθαίναμε ­ για την αυτοκτονία,

ότι δηλαδή, «για να μας διαπαιδαγωγήσει η Εκκλησία σ’ αυτό το τόσο κρίσιμο

θέμα» και μάλιστα «προκειμένου να προφυλάξει κάθε αδύναμο χαρακτήρα από τέτοιο

απονενοημένο διάβημα, παίρνει πολύ αυστηρά μέτρα: απαγορεύει να ψαλεί η

νεκρώσιμη ακολουθία και να παραστεί ιερέας στην ταφή του αυτόχειρα…».

Τα αφήνω όλα ασχολίαστα και τα αφιερώνω στους «ταγούς» που ­ πάω στοίχημα ­

ιδέα δεν έχουν για το περιεχόμενο σχολικών βιβλίων είτε γενικής παιδείας είτε

θεωρητικής κατεύθυνσης. Κατά τα άλλα, κουράγιο παιδιά, έτσι κι αλλιώς μόνα σας κρίνετε.