Η Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σερρών (γιατί υπάρχει και η Δημοτική παράλληλα)

ιδρύθηκε το 1952. Τον πυρήνα της συλλογής της αποτέλεσαν δωρεές από διάφορους

φορείς όπως το υπουργείο Παιδείας, η Εθνική Βιβλιοθήκη, το γαλλικό προξενείο,

το υπουργείο Εξωτερικών, καθώς και μεμονωμένοι δωρητές φίλοι της βιβλιοθήκης.

Έκτοτε στεγάστηκε προσωρινά και για μικρά χρονικά διαστήματα σε ιδιωτικά

κτίρια. Το 1957 μεταφέρθηκε στα υπόγεια του τότε 1ου Γυμνασίου Αρρένων Σερρών

και το 1963 μεταφέρθηκε στη σημερινή της θέση, στο δεύτερο όροφο του κτιρίου

του Εμπορικού Επιμελητηρίου.

Την τελευταία δεκαετία η βιβλιοθήκη πραγματοποίησε μια αλματώδη πρόοδο όσο

αφορά τον αριθμό των νέων βιβλίων που εισήχθησαν στις συλλογές της και έφτασε

τους 50.000 τόμους.

Με δανεισμό 85.000 τόμων ετησίως και 40.000 αναγνώστες κάθε ηλικίας, έχει

αποκτήσει πλήρη αυτοματοποιημένο κατάλογο και όλες οι λειτουργίες της γίνονται

με τη χρήση της νέας τεχνολογίας. Οι συλλογές της που καλύπτουν

αντιπροσωπευτικά όλο το φάσμα της γνώσης, εμπλουτίζονται καθημερινά με νέες

εκδόσεις έτσι ώστε σήμερα μπορεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες και του πλέον

απαιτητικού αναγνώστη.

Ταυτόχρονα συμμετέχει ενεργά στα πολιτιστικά δρώμενα της πόλης με τη

διοργάνωση ομιλιών, εκθέσεων, παρουσιάσεις βιβλίων, λογοτεχνικά αφιερώματα,

σεμινάρια. (Με αφορμή τα τελευταία την επισκέφτηκα κι εγώ). Παράλληλα έχει να

παρουσιάσει και μια πλούσια εκδοτική δραστηριότητα στα πλαίσια της σειράς

«Εκδόσεις για την πόλη και το νομό των Σερρών».

Η βιβλιοθήκη συμμετέχοντας στο έργο «Υποστήριξη της Εκπαιδευτικής Πράξης από

Κινητές Βιβλιοθήκες» που χρηματοδοτήθηκε από το 2ο ΚΠΣ απέκτησε μια ειδικά

διαμορφωμένη κινητή μονάδα (βιβλιοαυτοκίνητο) με σκοπό να υποστηρίξει το έργο

του εκπαιδευτικού και παράλληλα να εξασφαλίσει στους μαθητές της περιφέρειας

την πληροφόρηση, την ψυχαγωγία και τα απαραίτητα εκείνα εργαλεία για να

εξοικειωθούν με την κοινωνία της πληροφορίας.

Και τώρα ερχόμαστε στο ψητό και το λόγο για τον οποίο τα αναφέρω όλα αυτά: εδώ

και ένα χρόνο άρχισε η ανέγερση του νέου κτιρίου που θα αναπτυχθεί σε πέντε

ορόφους με συνολική επιφάνεια 3.500 τ.μ.

Επισκέφτηκα το κτίσμα που έχει προχωρήσει ήδη αρκετά, είδα με την φαντασία μου

τους ήδη κτισμένους χώρους όπου θα στεγαστούν τα βιβλία, οι εκδηλώσεις, οι

εκθέσεις, τα προγράμματα, αλλά με λύπη μου πληροφορήθηκα ότι για φέτος η

επιδότηση από τις δημόσιες επενδύσεις αντί της τάξεως των 500 εκατομμυρίων

δραχμών όπως αναμενόταν συρρικνώθηκε δυστυχώς στα 70 εκατομμύρια.

Πράγμα που κάνει προβληματική τη συνέχιση του ήδη μισοτελειωμένου έργου καθώς

ο εργολάβος, με όλη την καλή διάθεση (το έχει πάρει κι αυτός το θέμα

πατριωτικά) δεν μπορεί να συνεχίσει, αφού στο σημείο που βρίσκεται το έργο

πρέπει να μπουν τα κλιματιστικά, το ασανσέρ κ.λπ., που κοστίζουν αφού πρέπει

να αγοραστούν ­ άσχετα αν ακόμα του οφείλουν ποσά για ήδη εκτελεσθείσες

εργασίες. Αυτό παραβλέπεται προς ώρας. Τα μηχανήματα όμως πρέπει να

παραγγελθούν.

Κι αναρωτιέμαι: θα παραμείνει έτσι γιαπί, όπως είχαμε συνηθίσει να βλέπουμε

άλλοτε τα «συνεχιζόμενα έργα» στην επικράτεια; Η Ελλάδα του 2001 μοιάζει με

εκείνη της δεκαετίας του ’60;

Η απάντηση είναι μία: ή να μην ξεκινούσε το έργο, ή αφού άρχισε και προχώρησε

τόσο πολύ, να συνεχιστεί. Δεν μπορεί να παραμείνει στην κατάσταση που είναι:

ημιτελής συμφωνία. Αφού δεν άλλαξε στο μεταξύ η κυβέρνηση ­ μόνο οι υπουργοί ­

δεν μπορεί να εξηγήσει κανείς το γεγονός παρά σαν μια πράξη που εμπίπτει στις

γενικότερες περικοπές λόγω οικονομικών δυσκολιών. Μα είτε ήταν λάθος από την

αρχή οι προϋπολογισμοί του κράτους είτε οι ανάγκες των Ολυμπιακών απορροφούν

τα κονδύλια, καλούμε τον υπουργό Παιδείας, που μέσω της Ειδικής Γραμματέως του

έχει επαινέσει το έργο της βιβλιοθήκης ­ ας μην ξεχνάμε πως ο Πατριάρχης

Βαρθολομαίος αυτήν επισκέφτηκε κατά την πρόσφατη επίσκεψη στη χώρα μας, τις

μέρες που ήταν εδώ κι ο Πάπας ­ κι ας επικυρώσει τις συμφωνίες του προκατόχου

του, γιατί πράγματι ένα γιαπί που μένει έτσι ανολοκλήρωτο στο κέντρο της

πόλης, μαρτυρεί μια χρεοκοπία της κρατικής μηχανής, μια έλλειψη σχεδιασμού,

είναι μια πληγή για τα μάτια της ψυχής…

Το έργο πρέπει πάραυτα να συνεχιστεί, για να ανασάνει το κοινό που

στριμώχνεται στα μικρά δωματιάκια του Εμπορικού Επιμελητηρίου, κυρίως νέοι.

Τόσοι τόμοι, τόσες δραστηριότητες δεν χωρούν σε ένα στενό κορσό. Δίπλα το

Μέγαρο τους περιμένει, ημιτελές σαν κόρη έτοιμη για παντρειά που δεν έχει όμως

λεφτά για ν’ αγοράσει το νυφικό της.