Ας πουν ό,τι θέλουν όσοι κάνουν μεγάλο σταυρό και γονυκλισίες, εμένα μου

έμεινε μια γεύση στυφή με τις εικόνες που είδα στην τηλεόραση από την

εικοσιτετράωρη επίσκεψη του Πάπα στην Αθήνα και όσα προηγήθηκαν. Αυτή η

απίστευτη ερημία των δρόμων, η απουσία ζωής σε μία πόλη που σφύζει από

ζωντάνια και κίνηση, με έθλιψε βαθύτατα. Όχι γιατί δεν κατανοώ ότι τα μέτρα

ασφαλείας έπρεπε να είναι αυξημένα, αλλά γιατί η καθολική εκκένωση λεωφόρων,

δρόμων και παράδρομων παρέπεμπε ­ εμένα τουλάχιστον ­ σ’ εποχές σκοταδισμού

και ανελευθερίας. Ακόμη πιο πικρό ­ αποσβολωτικό θα έλεγα ­ στα μάτια μου ήταν

το θέαμα των αναρίθμητων αστυνομικών ­ πρώτη φορά είδα τόσους πολλούς

μαζεμένους ­ που προσέρχονταν για να πάρουν θέσεις γύρω από την Αρχιεπισκοπή.

Εικόνες που πληγώνουν, όχι για τον Ποντίφικα που όποιος και αν είναι

εκπροσωπεί εκατομμύρια ανθρώπων, αλλά για το δικό μου αίσθημα υπερηφάνειας,

αξιοπρέπειας και ­ γιατί όχι; ­ πίστης.

Το θέλουμε ή όχι, η επίσκεψη του Πάπα, 947 χρόνια μετά το Σχίσμα, στην Αθήνα,

ήταν ένα γεγονός σημαντικό. Ποιος γνήσια και βαθιά πιστός, άλλωστε, είχε να

φοβηθεί κάτι, όποια σκοπιμότητα ­ όπως κάποιοι υποστηρίζουν ­ και αν έκρυβε.

Τι πάθαμε, δηλαδή, εμείς οι ορθόδοξοι, ποιο μέγα κακό μας βρήκε, ώστε να

χρειάζεται να νεκρώνουμε την πόλη μας; Ποια τρικλοποδιά θα μας βάζανε, έτσι

και δεν αναλώνονταν εβδομάδες διαβουλεύσεων για τυπικές προσφωνήσεις και

μετρήματα με τη μεζούρα του ύψους των θρόνων Πάπα και Αρχιεπισκόπου; Έλεος, χριστιανοί.