Στο εθνικό μας πνευματικό πεδίο, τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια, μέσω των

γνωστών μηχανισμών διακίνησης ιδεών, και, κυρίως, των μηχανισμών συμβολικών

εισαγωγών/εξαγωγών, μεταφέρθηκαν και επιχείρησαν να κυριαρχήσουν δύο μορφές

διανοουμένων, υπό τη σηματοδοτούμενη από την εγκαινιαστική αρχετυπική δράση

του Ζολά έννοια. Από τη μια μεριά, αυτή που έτεινε στον ρόλο του «καθολικού

διανοουμένου», «δεξιοτέχνη της αλήθειας και της δικαιοσύνης», «εκπροσώπου του

οικουμενικού», με τον τρόπο που τον πρότεινε και τον ενσάρκωνε ο Σαρτρ [δηλαδή

του απόλυτα στρατευμένου και ταυτόχρονα απόλυτα ελεύθερου διανοουμένου ο

οποίος, με τις προφητικές διακηρύξεις του, αντιπροσώπευε τον κληρονόμο

διαφόρων διαδοχικών ιδεατών τύπων πολιτισμικού παραγωγού]. Από την άλλη μεριά,

αυτή που έτεινε στον ρόλο του «ειδικού διανοουμένου», του

«επιστήμονα-πραγματογνώμονα», που πρότεινε ο Foucault, δηλαδή του διανοουμένου

ο οποίος μέσω της ειδικής δράσης του παρεμβαίνει, στο όνομα μιας «τοπικής»

επιστημονικής αλήθειας, στην πολιτική καθημερινότητα και συμβάλλει [μέσω της

εγκαθίδρυσης «εγκάρσιων σχέσεων μεταξύ των μορφών γνώσης» και της γενίκευσης

της ειδικής δραστηριότητας του καθενός επιστήμονα] στη συνολική πολιτικοποίηση

των διανοουμένων και στη δημιουργία νέων σχέσεων μεταξύ θεωρίας και πρακτικής.

Στο τέλος της περασμένης χιλιετίας, ωστόσο, βρεθήκαμε αντιμέτωποι και στη χώρα

μας με μια σειρά νέων μορφών ανομικών πρακτικών των διανοουμένων, οι οποίες,

ευνοούμενες από τη μείωση τής, ούτως ή άλλως περιορισμένης, αυτονομίας της

πνευματικής μας σφαίρας, οδήγησαν στην έκπτωση του ρόλου των δύο αυτών μορφών

διανοουμένου. Πολλοί περιφέρονται τελευταία ανακοινώνοντας το τέλος των

διανοουμένων ή ενσαρκώνοντας τον ρόλο του ιερέα που επιτελεί την «άχαρη» μεν,

πλην επικερδή ­ και όχι μόνο συμβολικά ­ λειτουργία του «ενταφιασμού» τους και

του εορτασμού της έκπτωσής τους. Η έκπτωση αυτή ­ της οποίας την καταγγελία

έχουν αναλάβει όχι τόσο αυτοί οι διανοούμενοι των οποίων οι απωθημένες

φιλοδοξίες τούς οδηγούν να ταυτίζουν την καταγγελία μιας πραγματικότητας με τη

φαντασίωση της ακύρωσης της ίδιας αυτής πραγματικότητας όσο όλοι αυτοί που

υιοθέτησαν τον νεοφιλελεύθερο τρόπο θεώρησης του κόσμου, συχνά ακόμη πιο

ριζοσπαστικά, όσο πιο πολύ, παλιότερα, ήταν ταγμένοι στην «κομμουνιστική

μυθολογία» ­ κατέληξε να απαξιώσει την ίδια την έννοια της «στράτευσης». Η

έκπτωση αυτή, επίσης, μας οδήγησε στην παραγνώριση της ιδιομορφίας της

πρακτικής του διανοουμένου, η οποία δεν συνίσταται στο να «ξέρει αυτό που

πρέπει να σκεφτεί» σχετικά με ό,τι η πολιτικο-ενημερωτική μόδα και οι φορείς

της ορίζουν ως άξιο συλλογισμού, αλλά συνίσταται στο να προσπαθεί να

ανακαλύψει ό,τι η ιστορία και η λογική του πεδίου των διανοουμένων επιβάλλει

στον ίδιο περιβάλλοντάς το με την ψευδαίσθηση της ελευθερίας. Η έκπτωση αυτή,

τέλος, δημιούργησε τους όρους ανοχής όλων αυτών των στρατηγικών αναπαραγωγής,

οι οποίες οδήγησαν τους ασυμβίβαστους «επαναστάτες» σε εξέχουσες θέσεις του

establishment διαφόρων χώρων του πεδίου της εξουσίας.

Η αποδοχή τών, λιγότερο ή περισσότερο, ωμών συντηρητικών τοποθετήσεων που

αντιστοιχούσαν σ’ αυτές τις θέσεις διέγειρε και ενθάρρυνε στο εθνικό

συγκείμενό μας τόσο τις απανταχού μορφές αντι-διανοουμενισμού όσο και τη

διαμόρφωση δύο νέων κυρίαρχων μορφών (ψευδο)διανοουμένων: αφενός, αυτήν που

εκπροσωπούν οι τωρινοί «δοξόσοφοι», αμάλγαμα «ιδεαλιστών χωρίς ιδέες και

υλιστών χωρίς υλικό», που τείνει να αναγνωρισθεί ως το τελευταίο must της

μόδας του επιστημονικο-τεχνοκρατικού αριστοκρατισμού. Και αφετέρου, αυτήν που

ενσαρκώνεται από όσους αμφιταλα-ντεύονται [όπως λέει ο Ζακ Μπουβερές] μεταξύ

μιας «αναρχοδομιστικής» ιδεολογίας και ενός αντι-ορθολογικού, κυνικού και

πεσιμιστικού νεοελληνικής παραλλαγής προσανατολισμού. Οι πρώτοι, αυτά τα

διφορούμενα πρόσωπα που έχουν το ένα πόδι στην επιστήμη και το άλλο στο

αντικείμενο της επιστήμης, αυτοί οι «σοφοί χωρίς σοφία», με τις περισσότερο

φενακισμένες και φενακιστικές παρά απομυθοποιητικές αναλύσεις τους, με τις

όμορφες «λογοτεχνικο»-τεχνοκρατικές εκφράσεις που ανακατεύουν τα πάντα με τα

πάντα, επιχειρούν να συλλάβουν το νέο, το μοντέρνο (ή το μετα-μοντέρνο,

μετα-βιομηχανικό κ.ο.κ.), με τρόπο ανάλογο με τον τρόπο των αστρολογικών

προφητειών που είναι πάντα ικανές να χωνεύσουν το «γεγονός». Οι άλλοι,

κατευθυνόμενοι σήμερα, όλο και περισσότερο, προς έναν αισθητισμό της

δημιουργικότητας, συνδυάζουν, στο όνομα μιας ελευθερίας της φαντασίας, μια

«ποιητική» της ανθρώπινης ύπαρξης, μ’ έναν ριζοσπαστικό, χωρίς καμιά αναφορά

στην πρακτική, πραγματισμό.

Η εμπειρία που αποκτήσαμε μας υποχρεώνει να θέσουμε επιτακτικά μια σειρά από

ζητήματα. Πώς θα ξεπεράσουμε τις δυσλειτουργίες του ρόλου του «ολικού

διανοουμένου» που παρατηρήθηκαν, και κυρίως εκείνες που συνδέονται με τον

σφετερισμό που ενυπάρχει στην ίδια την αρχή της προφητικής φιλοδοξίας του,

αλλά και με τη σημερινή αδυναμία του να εκπληρωθεί σε μια εποχή εξαιρετικής

ανάπτυξης των επιστημών και των τεχνών; πώς θα αρθούν οι πρακτικές δυσκολίες

που αντιμετωπίζει η γενικευμένη υλοποίηση του «ειδικού διανοουμένου»; είμαστε

υποχρεωμένοι να επιλέξουμε μεταξύ μόνο αυτών των δύο τύπων διανοουμένου; είναι

δυνατόν να υπερβληθεί αποτελεσματικά η αντινομία ανάμεσα στην επιδίωξη της

πολιτικής αποτελεσματικότητας των διανοουμένων και στην επιδίωξη της

αυτονομίας τους χωρίς να υποπέσουμε σ’ έναν αριστοκρατικό νεοσυντηρητισμό; Οι

απαντήσεις δεν είναι αυτονόητες και, ακόμη λιγότερο, η πλήρωση των κοινωνικών

συνθηκών για την υλοποίηση της όποιας πρότασης.

Παρ’ όλα αυτά, κάθε στοχασμός προς αυτή την κατεύθυνση οφείλει και μπορεί,

κατ’ αρχάς, να επιδιώξει να χρησιμοποιήσει τη λογική του τρόπου λειτουργίας

των πεδίων πολιτισμικής παραγωγής έτσι ώστε να ενισχυθούν εκείνοι οι

μηχανισμοί οι οποίοι θα επιτρέψουν τη διαιώνιση της κριτικής διάθεσης των

πολιτισμικών παραγωγών, αλλά και τη συντήρηση των «συμφερόντων τους στο

καθολικό». Μόνο υπό αυτό τον όρο θα διασφαλισθεί η παραγωγή και αναπαραγωγή

του συμβολικού κεφαλαίου και της «ειδικής αρμοδιότητας»-εγκυρότητας των

διανοουμένων, η οποία τους εξουσιοδοτεί να μιλούν έξω και πέρα από το πεδίο

τους και να παρεμβαίνουν με συμβολική αποτελεσματικότητα. Η κριτική διάθεση

των διανοουμένων, το συμφέρον τους στο καθολικό (ανιδιοτέλεια,

ικανότητα-αρμοδιότητα κ.ά.) και η ειδική τους αυθεντία θεμελιώνονται [όπως θα

έλεγε ο Μπουρντιέ] τόσο στην ανεξαρτησία των διανοουμένων από τις εξωγενείς

και κοσμικές προ(σ)κλήσεις και σαγηνεύσεις, όσο και στην κατοχή και τον έλεγχο

των εργαλείων παραγωγής και διάχυσης (άρα αξιολόγησης και καθιέρωσης) των

έργων τους.

Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας στο

Πανεπιστήμιο Κρήτης και διευθυντής του Ελληνικού Ομίλου «Λόγοι Δράσης»