Ύστερα από αρκετό καιρό άνοιξε και πάλι η συζήτηση για την αναζήτηση

συμβιβαστικής λύσης για το όνομα της FYROM. Τα χρόνια που πέρασαν απέδειξαν

πόσο εσφαλμένη ήταν η πολιτική Σαμαρά στη Βαλκανική. Το χειρότερο μάλιστα

είναι ότι ο κ. Σαμαράς, αν και στις ιδιωτικές συζητήσεις τότε αποδοκιμαζόταν

από όλους σχεδόν, κατόρθωσε, μέσα στο κλίμα των μαξιμαλιστικών διεκδικήσεων

που είχε καλλιεργηθεί, να ρυμουλκήσει και την τότε κυβέρνηση και τους

πολιτικούς αρχηγούς στην περίφημη απόφαση του συμβουλίου πολιτικών αρχηγών για

το όνομα των Σκοπίων, το 1992.

Σήμερα Αθήνα και Σκόπια συνεργάζονται αρμονικά, γιατί αντιλαμβάνονται το

αμοιβαίο συμφέρον τους. Τα Σκόπια χρειάζονται την Αθήνα, ως δυναμικό βαλκανικό

εταίρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ αλλά και ως σοβαρό επενδυτή. Και η

Αθήνα χρειάζεται τα Σκόπια, ως παράγοντα ειρήνης ανάμεσα σ’ αυτή και τις

αλληλοσυμπλεκόμενες αλβανικές και σερβικές δυνάμεις.

Επομένως η αναζήτηση μιας συμβιβαστικής λύσης στο ζήτημα του τελικού ονόματος

της FYROM είναι αμοιβαίως εφικτή και αναγκαία. Υπάρχει βάσιμη ελπίδα ότι πριν

εκπνεύσει η προθεσμία που τίθεται στην ενδιάμεση συμφωνία το πρόβλημα θα έχει

λυθεί, με την υιοθέτηση μιας σύνθετης ονομασίας που θα εμπεριέχει το στοιχείο

του γεωγραφικού προσδιορισμού (π.χ. GORNA MAKEDONIJA, Άνω Μακεδονία) ή άλλου

συναφούς ονόματος. Και αυτό θα έχει πολλαπλές θετικές επιπτώσεις, που ήδη

είναι φανερές, ιδίως στην περιοχή της Βόρειας Ελλάδας.

Με τη νηφαλιότητα που πάντα διευκολύνει η πάροδος του χρόνου, είναι φανερό ότι

η απόφαση του 1992 συνέβαλε στην εκτόνωση της κοινής γνώμης, που είχε οδηγηθεί

σε ακραίες εκδηλώσεις, υποκινούμενη από όσους επένδυαν πολιτικά στην

εθνικιστική λεξιλαγνεία. Ήδη η πολιτική βελτίωση των σχέσεων με τη FYROM

τείνει να δώσει τον τελικό της καρπό. Και στις δύο χώρες, η κοινή γνώμη έχει

μεταστραφεί και σκέφτεται νηφάλια. Έχει υπογραφεί η ενδιάμεση συμφωνία και

έχει διαμορφωθεί θετικό κλίμα στις ελληνοσκοπιακές σχέσεις. Επομένως έχουν

μεταβληθεί οι συνθήκες. Και, κατά την αρχή που ισχύει από την εποχή του

ρωμαϊκού δικαίου ­ και ισχύει φυσικά στην πολιτική ­, οι συμφωνίες πρέπει να

τηρούνται εφόσον παραμένουν οι ίδιες συνθήκες.

Γι’ αυτό δεν νομίζω ότι για τη συμβιβαστική λύση του προβλήματος σχετικά με το

τελικό όνομα της FYROM χρειάζεται να συγκληθεί εκ νέου το συμβούλιο των

πολιτικών αρχηγών για να ανατρέψει την απόφαση του 1992. Η απόφαση αυτή ήταν

καθαρά πολιτική. Δεν προβλεπόταν θεσμικά ούτε έχει νομική ισχύ. Και σήμερα δεν

δεσμεύει ούτε πολιτικά, επειδή έχουν μεταβληθεί οι συνθήκες. Άλλωστε έχει

ουσιαστικά καταργηθεί από την υπογραφή της ενδιάμεσης συμφωνίας. Η κυβέρνηση

μπορεί να προχωρήσει, εφόσον και η ηγεσία της FYROM ανταποκριθεί θετικά.

Ο Βασίλης Κοντογιαννόπουλος είναι βουλευτής Β’ Αθηνών, τέως υπουργός.