Σε προηγούμενο σημείωμά μας προτείναμε την προσεκτική εισαγωγή θεσμών άμεσης

δημοκρατίας στο Σύνταγμά μας, προκειμένου να εμπλουτισθεί το πολιτικό μας

σύστημα με νέες μορφές ενεργοποίησης της λαϊκής κυριαρχίας. Ωστόσο, είναι

γνωστό ότι απέναντι στο δημοψήφισμα έχουν διατυπωθεί επανειλημμένα επιφυλάξεις

και ενστάσεις προς δύο, κυρίως, κατευθύνσεις: Πρώτον, ότι ως θεσμός άμεσης

δημοκρατίας νοθεύει και αλλοιώνει τον αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα του

πολιτεύματος. Δεύτερον, ότι είναι θεσμός επιδεκτικός προσχηματικής ή

καταχρηστικής εφαρμογής, καθώς μπορεί, με επιτηδευμένη διατύπωση των

ερωτημάτων και κατάλληλη αξιοποίηση προπαγανδιστικών μηχανισμών, να οδηγήσει

μία πολλαπλά χειραγωγημένη «πλειοψηφία» στην υπονόμευση και, εν τέλει, στη

φθορά τόσο του φιλελεύθερου όσο και του δημοκρατικού χαρακτήρα του

πολιτεύματος, στο όνομα του οποίου καθιερώνεται (προς επίρρωση μάλιστα των

σχετικών επιχειρημάτων γίνεται συνήθως επίκληση και της διατεταγμένης

χρησιμοποίησης του θεσμού του δημοψηφίσματος από παλαιά και νεώτερα αυταρχικά

καθεστώτα).

Ο αντίλογος σε μια τέτοια επιχειρηματολογία δεν μπορεί παρά να είναι

διαβαθμισμένος, συνοψίζεται δε στα εξής:

Α. Η αρνητική στάση απέναντι στο δημοψήφισμα, κατά το πρώτο σκέλος της

ερείδεται ή, εν πάση περιπτώσει, οδηγεί στη στεγανοποίηση του

αντιπροσωπευτικού συστήματος, το οποίο τίθεται έτσι ­ παρά την

πανθομολογούμενη κρίση του ­ στο απυρόβλητο μιας ρηξικέλευθης συνταγματικής

πολιτικής και αναγορεύεται, ως μη ώφειλε, σε Λυδία λίθο και κατ’ επέκταση σε

αυτοσκοπό του δημοκρατικού πολιτεύματος. Κατά κανόνα δε, η στάση αυτή αποπνέει

μια δύσκολα υποκρυπτόμενη δυσπιστία απέναντι στο ουσιαστικό νόημα και

περιεχόμενο της λαϊκής κυριαρχίας, καθώς στο ιδεολογικό της υπόβαθρο βρίσκεται

μια στρεβλή και αριστοκρατική αντίληψη για το πολίτευμα, του οποίου η

προσέγγιση γίνεται από τη σκοπιά των «ειδημόνων», των «φωτισμένων» και των

«ικανών» να διαχειρισθούν τις δημόσιες υποθέσεις και όχι από τη σκοπιά των

ενεργών υποκειμένων της πολιτικής. Κατά τη δική μας άποψη, η χειρότερη

υπηρεσία προς τη σύγχρονη Δημοκρατία είναι η κοντόφθαλμη και πείσμων οχύρωση

πίσω από τη σημερινή πραγματικότητα του αντιπροσωπευτικού συστήματος, είτε υπό

την προεδρική είτε υπό την κοινοβουλευτική εκδοχή του, και η αντιμετώπιση των

συμπτωμάτων και όχι των αιτίων της κρίσης του. Αντίθετα η αναζήτηση διαύλων

που θα διασυνδέουν το πολίτευμα με τη δημοκρατική του βάση, μέσω ευέλικτων και

ευρηματικών συνδυασμών αντιπροσωπευτικής και άμεσης δημοκρατίας, όχι μόνο δεν

το αποδυναμώνουν, αλλά αντίθετα το εμπλουτίζουν και ενισχύουν το

νομιμοποιητικό του θεμέλιο, το οποίο είναι, σε τελευταία ανάλυση, όχι μόνον η

πηγή αλλά και ο λόγος της ύπαρξής του…

Β. Κατά το δεύτερο σκέλος της, η δυσπιστία απέναντι στο δημοψήφισμα

έχει κατ’ αρχήν κάποια βάση, εν κατακλείδι όμως ελέγχεται, σε κάθε περίπτωση,

ως μονομερής και υπερβολική. Και τούτο διότι προβάλλει μόνον κάποιες

δικαιολογημένες ανησυχίες ­ για υπαρκτά μεν, πλην αντιμετωπίσιμα, εν πολλοίς,

προβλήματα ­ παραγνωρίζοντας παράλληλα τα πολλαπλασίως θετικότερα στοιχεία που

μπορεί, κατά τα ανωτέρω, να εισφέρει στο δημοκρατικό πολίτευμα μία

συνταγματική πολιτική σταθερά προσανατολισμένη στη διεύρυνση των ορίων και των

δυνατοτήτων της λαϊκής κυριαρχίας, μέσω της άμεσης δημοκρατικής συμμετοχής. Σε

ό,τι αφορά, ειδικότερα, τα προβλήματα που προαναφέρθηκαν, οι λύσεις θα

μπορούσαν να αναζητηθούν στις ακόλουθες εγγυήσεις:

α. Να υπάρχει αυστηρή δέσμευση ως προς τον αριθμό των δημοψηφισμάτων

που θα είναι δυνατόν να προκηρυχθούν κατά βουλευτική περίοδο.

β. Να προβλέπονται συγκεκριμένοι περιορισμοί ως προς το περιεχόμενο του

δημοψηφίσματος, ώστε όχι μόνο να αποφεύγεται η προαναφερθείσα καταχρηστική

αξιοποίηση αόριστων εννοιών, αλλά και να αποκλείονται ρητά κάποιοι ευαίσθητοι

τομείς του δημόσιου βίου ­ όπως τα δημοσιονομικά και άλλα συναφή θέματα ­ και

ορισμένες μείζονες δημοκρατικές και δικαιοκρατικές εγγυήσεις. Ιδίως, δε,

πρέπει να εξαιρεθεί κατηγορηματικά η περίπτωση δημοψηφίσματος για ζητήματα που

συνεπάγονται συρρίκνωση ή κατάργηση ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία είναι εξ

ορισμού δικαιώματα των κάθε φύσης και απόχρωσης μειονοτήτων. Ως εκ τούτου, δεν

μπορεί να είναι έρμαια μιας επιτηδευμένης και συγκυριακής «πλειοψηφικής»

αμφισβήτησης και αποδυνάμωσής τους, όπως επιχειρείται, κατά τρόπο πράγματι

επικίνδυνο για το δημοκρατικό μας πολίτευμα, με το ψευδοδημοψήφισμα της

επίσημης Εκκλησίας για τις ταυτότητες…

γ. Να προβλέπεται δικαίωμα άσκησης μερικού ή συνολικού αναβλητικού veto

ως προς την προκήρυξη του δημοψηφίσματος για δύο λόγους. Κατά πρώτον, για

υπέρβαση των συνταγματικών ορίων ως προς το περιεχόμενο και, κατά δεύτερον,

για τη διατύπωση των ερωτημάτων, ώστε να μην είναι παραπλανητικά και να

οδηγούν έτσι σε μία έντεχνη χειραγώγηση της λαϊκής κυριαρχίας. Το δικαίωμα

αυτό θα ανήκει κατ’ αρχάς στον Πρόεδρο, με πράξη (διάταγμα) του οποίου

προκηρύσσεται το δημοψήφισμα. Veto όμως θα μπορεί να ασκείται και από τη Βουλή

(με τις ίδιες προϋποθέσεις που θα ισχύουν για την πρόταση δημοψηφίσματος) ή

την κυβέρνηση για κάθε τύπο δημοψηφίσματος στο οποίο δεν έχουν εμπλοκή. Σε

κάθε περίπτωση, αρμόδιο για να αποφανθεί τελικά, ως προς την προκήρυξη ή μη

του δημοψηφίσματος, καθώς και ως προς τη συγκεκριμένη διατύπωση των ερωτημάτων

του, θα είναι το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ) του άρθρου 100 του

Συντάγματος, στο οποίο θα παραπέμπει ο Πρόεδρος το ζήτημα, μετά την υποβολή

veto από οποιαδήποτε πλευρά. Το δικαστήριο αυτό, το οποίο είναι άλλωστε και το

Εκλογοδικείο για το νυν ισχύον δημοψήφισμα, είναι το πλησιέστερο προς τα

συνταγματικά δικαστήρια που επιλαμβάνονται σε άλλες χώρες των σχετικών

θεμάτων. Ως εκ τούτου θα αποτελούσε, εξοπλισμένο με μια τέτοια αρμοδιότητα,

την καλύτερη δυνατή εγγύηση για την τυπική και ουσιαστική διασφάλιση της

γνησιότητας της άμεσης και ενεργού λαϊκής συμμετοχής.

Ο Γ.Χ. Σωτηρέλης είναι αναπληρωτής καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο

Πανεπιστήμιο Αθηνών.