Είναι από τα κομμάτια της Ελλάδας που θα μπορούσα με χαρά να ακουμπήσω την

ψυχή μου. Είναι μια χώρα δύσκολη, δύσβατη, μοναχική και αδούλωτη. Είναι ένα

μέρος τραχύ, άγριο, αλλά με ευαίσθητους και γλυκούς ανθρώπους. Είναι ο τόπος

εκείνος που ακόμα σού απλώνουν το χέρι να σε αγγίξουν, θέλοντας να νιώσουν τη

ζεστασιά της παλάμης σου, για να δουν ποιος είσαι. Είναι ένα σημείο στον χάρτη

που κανείς δεν μπόρεσε ακόμα να καταγράψει με ακρίβεια γιατί…δεν γίνεται!

Ποιος θα ασχοληθεί τη σήμερον ημέρα με τα Άγραφα!

Αν υπάρχει ένας Δήμος στην Ελλάδα που δεν έχει ούτε μία σπιθαμή ασφάλτου στο

οδικό του δίκτυο, είναι αυτός των Αγράφων. Αν υπάρχει μία περιοχή που δεν

καλύπτεται από τα λεωφορεία του ΚΤΕΛ εδώ πολλά χρόνια, είναι αυτή των Αγράφων.

Αν θέλετε να γνωρίσετε την Ελλάδα που σιγοσβήνει, ελάτε εδώ, στα Άγραφα.

Ουδεμία διάθεση έχω για μελόδραμα, αλλά ούτε και πιστεύω πως ετούτη η πορεία

προς τον αφανισμό είναι εύκολα αναστρέψιμη. Τα βουνά των Αγράφων άντεξαν για

πολλούς αιώνες τους ανθρώπους στις πλαγιές τους και τώρα ετοιμάζονται να τους

ξεφορτωθούν. Οι κάτοικοί τους είχανε πολύ πείσμα και όλη τη διάθεση να

παλέψουν με τον Θεό για μην υποδουλωθούν στους ανθρώπους, αλλά τώρα είναι η

δύσκολη η ώρα. Στην εποχή των ανέσεων και της τηλεόρασης ουδείς έχει λόγους να

μένει αποκομμένος από τον υπόλοιπο κόσμο. Ουδείς θέλει να ζήσει με ένα

κομματάκι γης και μερικά πρόβατα, όταν στον γυάλινο κόσμο της οθόνης βλέπει

τόσα θαυμάσια να του προσφέρονται με άτοκες δόσεις. Καμιά κοπέλα δεν μπορεί να

απαρνηθεί τη φανταχτερή λουσάτη πόλη, με τους πολύφερνους γαμπρούς και καμιά

μάνα δεν δέχεται να παλεύει το παιδί της για να μάθει γράμματα στο μονοθέσιο

Δημοτικό. Ανύπαρκτη συγκοινωνία, δύσκολοι δρόμοι, υποτυπώδης κάλυψη στον τομέα

της υγείας και περίθαλψης… κατά τα άλλα, εμείς οι ταξιδιώτες του

Σαββατοκύριακου με τις χλιδάτες «τζιπούρες», χαιρόμαστε το άγριο τοπίο, τη

χωμάτινη «περιπέτεια» και το φολκλόρ της ορεινής Ελλάδας με τους παππούδες στα

καφενεία. Και όταν η τελευταία καμινάδα στα χωριά των Αγράφων πάψει να

καπνίζει, δεν θα πρέπει να μας κακοφανεί. Απλά θα πρέπει να αποδεχθούμε πως

είμαστε πολύ φτωχότεροι.

Ένα ποτάμι, ο Αγραφιώτης, χωρίζει τα Άγραφα σε ανατολικά και δυτικά, ενώ ένα

ορεινό πέρασμα στα Τρία Σύνορα, χωρίζει κομμάτι της Ευρυτανίας από αυτό της

Καρδίτσας. Την αίγλη των Αγράφων διεκδικούν και άλλα πιο μακρινά χωριά, όπως ο

Φουρνάς και η Ρεντίνα, ενώ δύο τεχνητές λίμνες, του Ταυρωπού (ή Πλαστήρα) στα

βόρεια και των Κρεμαστών στα νότια, οριοθετούν με τον δικό τους τρόπο την

προέκταση της οροσειράς της Πίνδου στη Στερεά Ελλάδα. Η οροσειρά των Αγράφων

διαρρέεται από ονομαστά ποτάμια, όπως ο Αχελώος, ο Αγραφιώτης, ο Μέγδοβας

(Ταυρωπός), ο Πάμισος, ενώ εκατοντάδες ρεματιές κάνουν το τοπίο ανάμεσα στις

ψηλές κορυφές των βουνών, ομορφότερο, αλλά και δυσκολότερο στην πρόσβαση. Δεν

υπάρχει εύκολος δρόμος να διαβείς, υπάρχουν όμως εκατοντάδες μονοπάτια. Δεν

υπάρχουν αριστουργηματικά χωριά που να γυρεύουν την τουριστική ανάπτυξη,

υπάρχουν όμως μια χούφτα ξωμάχοι που αντιστέκονται στον χρόνο.

Τα είπαν Άγραφα, γιατί δεν τα κατέγραψαν ποτέ, γιατί ηθελημένα τα άφησαν έξω

από τον χάρτη, γιατί ποτέ τους δεν κατάλαβαν τι γυρεύουν οι άνθρωποι σε αυτό

το απομονωμένο ορεινό σύμπλεγμα. Άλλοι λένε πως την περίοδο της Εικονομαχίας ο

Βυζαντινός αυτοκράτορας Κων/νος ο Κοπρώνυμος διέταξε να διαγράψουν την

ανυπότακτη περιοχή και άλλοι ισχυρίζονται πως οι Τούρκοι έδωσαν το όνομα

Άγραφα, αφού από τη Θεσσαλία ήταν το μοναδικό κομμάτι που δεν κατέλαβαν και

δεν έγραψαν στα φορολογικά τους κιτάπια.

To ταξίδι μου σε ένα μικρό μα αγαπημένο κομμάτι της περιοχής ξεκίνησε από την

ευρυτανική «πύλη» των Αγράφων, το χωριό Κρέντης. Από εκεί δηλαδή που σταματάει

η συγκοινωνία και αρχίζει ο χωματόδρομος. Ο παλιός δρόμος που ξεκινούσε από το

Κεράσοβο (σημερινό Κερασοχώρι, λίγο πριν από του Κρέντη) και έφθανε στο χωριό

Άγραφα, δεν χρησιμοποιείται πια και είναι κλειστός από τα χιόνια. Ο Τσιγαρίδας

με το λεωφορείο του δεν ξεκινάει πλέον για τη μεγάλη περιπέτεια της άγονης

γραμμής και ο χάρτης της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού του 1985 δεν δείχνει

άλλο δρόμο που να οδηγεί στην καρδιά της οροσειράς. Από του Κρέντη συνεχίζεις

τον ασφάλτινο δρόμο και πλησιάζοντας στις εκβολές του Αγραφιώτη, προς τη λίμνη

Κρεμαστών βλέπεις τις ταμπέλες για Βαρβαριάδα και Άγραφα. Από εδώ αρχίζει η

χωμάτινη διαδρομή. Ο δρόμος είναι καλοπατημένος και μη φανταστείτε ότι

χρειάζεστε οπωσδήποτε 4Χ4. Και ένα απλό αυτοκίνητο (όχι σπορ χαμηλό) περνάει

άνετα, ακόμα και αυτή την εποχή. Από τα πρώτα κιόλας χιλιόμετρα δίπλα στον

Αγραφιώτη καταλαβαίνεις τι σε περιμένει. Αν δεν έχεις ανάλαφρη καρδιά, τα

βουνά νιώθεις να σε πλακώνουν και ακούς τον Αγραφιώτη να βρυχάται, κάνοντας

αντίλαλο στη μεγάλη ρεματιά με τους υψωμένους κατακόκκινους βράχους.

Στη Βαρβαριάδα σταματώ πάντοτε. Πρώτα θέλω να χαιρετήσω τον μπαρμπα-Λάμπρο. Τη

φοβερή αυτή φιγούρα που μένει δίπλα στο ποτάμι, γιατί του αρέσει και περιμένει

τους περαστικούς για να πιουν κάνα τσίπουρο. Ακόμα στέκεται γερός, χαμογελάει,

καπνίζει, πίνει και δεν γκρινιάζει. Μονάχα ο δεξιός ώμος του τον πονούσε αυτήν

τη φορά, αλλά να πάει σε γιατρό, ούτε που το σκέφτεται. Μου έδωσε χαιρετίσματα

για τον Τάκη τον Ντάσιο και θέλει λέει να δει τη φωτογραφία του από το

βιβλίο-λεύκωμα που κυκλοφόρησε ο Τάκης για τα Άγραφα. Δίπλα στον

μπαρμπα-Λάμπρο είναι το σπίτι του Πάνου Τσιγαρίδα. Άλλοτε περιποιείται τα

ζωντανά του και άλλοτε κάνει δρομολόγιο με το ΚΤΕΛ.

Αφήνοντας τη Βαρβαριάδα και πριν περάσω την τσιμέντινη γέφυρα του Αγραφιώτη,

ανηφόρισα για Μάραθο. Ο χωματόδρομος των 13 χιλιομέτρων αποκαλύπτει πανοραμικά

τη χαραγματιά που περνάει ο ποταμός, χωρίζοντας τα Άγραφα σε ανατολικά και

δυτικά, οδηγώντας ίσως στο ομορφότερο χωριό της περιοχής. Ο Μάραθος φωλιάζει

αόρατος ανάμεσα στις ψηλές κορυφογραμμές και γαντζώνεται πεισματικά πάνω σε

βράχο. Στολίδια τού Μάραθου είναι τα γεροντάκια που θα σε καλωσορίσουν και θα

σε χαιρετήσουν όλοι διά χειραψίας, θα σου ανοίξουν την απίστευτη εκκλησία των

Ταξιαρχών (μέσα 16ου αιώνα) για να προσκυνήσεις, να θαυμάσεις τις αγιογραφίες

και θα σε παρακαλέσουν να μην τραβήξεις φωτογραφίες γιατί δεν κάνει! Στο

καφενείο θα σε κεράσουν και θα θελήσουν να μάθουν νέα από τον τόπο σου. Ο

δρόμος ανάμεσα στον Μάραθο και τα Άγραφα δεν περνάει αυτή την εποχή. Επέστρεψα

λοιπόν στο ποτάμι και ακολουθώντας τον Αγραφιώτη, έφθασα στην τοποθεσία

Κοτσίστα, όπου μένει μια οικογένεια και διατηρεί ανοιχτή την ταβέρνα-καφενείο

και ανηφόρισα για το χωριό Μοναστηράκι. Ο κυρ Χρήστος δεν ήταν στο καφενείο

του, είχε πάει με τον γιο του στο βουνό για να φροντίσουν τα ζωντανά. Η

γυναίκα του είχε φτιάξει νόστιμη φασολάδα και η μάνα του μας φίλεψε

καλαμποκίσια πίτα με χόρτα και τυρί. Περπάτησα στη βροχή, είδα τα δύοό πέτρινα

τοξωτά γεφύρια που καβαλάνε τη ρεματιά και αγνάντεψα την τεράστια ξύλινη σκάλα

επάνω στα βράχια που κανείς δεν ξέρει πότε τοποθετήθηκε εκεί. Ο θρύλος που την

ακολουθεί μιλάει για το «στοιχειωμένο μελίσσι». Από το Μοναστηράκι πήγα στα

Επινιανά, μέριασα τις δεκάδες πέτρες που έκλειναν τον δρόμο για τη Μονή της

Στάνας και νύχτα πια έφθασα στο χωριό Άγραφα για να ξεκουραστώ σε έναν από

τους δύο ξενώνες.

Ο δήμαρχος είχε φθάσει το ίδιο βράδυ από τη Λαμία που μένει μόνιμα (!) και

ανακοίνωνε πως αγόρασαν λεωφορείο για τη συγκοινωνία του Δήμου Αγράφων.

Καινούργιες περιπέτειες…

Άλλος οδηγούσε!

Πάνος Τσιγαρίδας

Επάνω στον ποταμό Αγραφιώτη και λίγο πριν φθάσεις στα λιγοστά σπιτάκια της

Βαρβαριάδας, παρατημένο στην άκρη του δρόμου υπάρχει ένα κουφάρι λεωφορείου

του προηγούμενου αιώνα. Ένας σιδερένιος σκελετός που σκουριάζει στο πέρασμα

του χρόνου. Απομεινάρι μιας άλλης εποχής, σημάδι σημαντικό, κομμάτι της

σύγχρονης ιστορίας του τόπου αυτού. Αυτό το κουφάρι από παλιοσίδερα αψηφούσε

τον ποταμό, περνούσε πάνω από λάσπες, χιόνια και πάγο, κουβαλούσε ανθρώπους

και πραμάτειες, διατηρούσε την ελπίδα ζωντανή. Δεν ήταν παρατημένοι οι

κάτοικοι των Αγράφων, υπήρχε το λεωφορείο του Τσιγαρίδα που μπορεί να αργούσε

γιατί ο καιρός δεν βοηθούσε, αλλά πάντως θα έφθανε! Οδηγός του, ο ζωντανός

θρύλος των Αγράφων, ο Πάνος Τσιγαρίδας, σήμερα 61 ετών, οδηγός του ΚΤΕΛ ακόμα

και κτηνοτρόφος μαζί. Κάτω από τη στάνη του αγναντεύει κάθε ημέρα το λεωφορείο

του και τον Αγραφιώτη:

«Τους ζήτησα να το αφήσουν εκεί, εάν δεν τους εμποδίζει, για να το βλέπω.

Μπορεί να οδηγώ μεγαλύτερα και καλύτερα λεωφορεία, αλλά αυτό το αγαπώ… μου

θυμίζει τόσα πολλά! Ξεκίνησα στα 1972… τότε πήρα την άγονη γραμμή των

Αγράφων. Ξεκινούσα από τη Βαρβαριάδα στις 4.30 η ώρα το πρωί και το μεσημέρι

είχα φθάσει στο Καρπενήσι… χωματόδρομος ήταν και μάλιστα πολύ άσχημος. Μετά

στα 1981-82 άνοιξε και η γραμμή Κερασοχώρι – Μάραθος – Άγραφα… Δύσκολη

περιπέτεια, αλλά δεν βαριέσαι… νέοι ήμασταν τότε! Τώρα πια δεν περνάει

λεωφορείο από εδώ, κόπηκε η γραμμή, φθάνει μέχρι του Κρέντη το λεωφορείο. Εγώ

δουλεύω ακόμα στο ΚΤΕΛ Ευρυτανίας… σήμερα το απόγευμα θα πάω Φουρνά, αύριο

Καστανιά…».

Έχοντας χαράξει μια σαφή διαχωριστική γραμμή από το παρελθόν, ο Πάνος

Τσιγαρίδας τώρα σκέπτεται τη γυναίκα του, τα τρία παιδιά του και τα κοπάδια με

τα ζώα του. Άλλωστε, σήμερα οι δρόμοι δεν είναι οι ίδιοι και ο χειμώνας πιο

εύκολος.

«Τραβούσαμε πολλά εκείνες τις εποχές στα Άγραφα. Ο χειμώνας ήτανε πολύ βαρύς,

τα έλατα που βλέπεις στην απέναντι πλαγιά δεν φαίνονταν από το χιόνι… ήταν

ισάδια! Τα ρέματα όλα κατεβασμένα… άντε να περάσεις. Αλλά ήταν και ο κόσμος

πολύς. Τα χωριά των Αγράφων είχανε από 40-50 οικογένειες και κάτω από 6 παιδιά

δεν είχε καμία! Στη Βαρβαριάδα κάθε ημέρα θα έβλεπες δεμένα καμιά εκατοστή

αλογομούλαρα για τις μεταφορές.

Δεν μου πήγαινε η καρδιά να τους αφήσω έτσι. Ό,τι καιρό και να είχε,

ξεκινούσα… οι άλλοι οδηγοί της άγονης γραμμής φοβόντουσαν. Όταν ο δρόμος

ήτανε πεσμένος, όλοι έβγαιναν έξω με τα τσαπιά και τα φτυάρια και βοηθούσανε.

Όταν κολλούσαμε στη λάσπη, έσπρωχναν και όταν είχε πάγο, βγαίναμε έξω με τις

βαριές και τα λοστάρια για να τον σπάσουμε. Άλλες φορές ξεκινούσα Δεκέμβρη

μήνα φορτωμένος από το Καρπενήσι με 8-9 τόνους καλαμπόκι και αλεύρι. Εγώ

τροφοδοτούσα τα χωριά. Αμέτρητες φορές έχω περάσει το ποτάμι και αρκετές έχω

μείνει μέσα στη μέση. Μια δόση κόντεψα να πνιγώ. Να έχει κολλήσει το λεωφορείο

και να πρέπει να κατέβω να μεριάσω τις πέτρες μήπως και ξεφρακάρω… και να

είναι ορμητικό το ποτάμι, να με χτυπάει το νερό στην κοιλιά… Ο χειρότερος

ήτανε ο πάγος… το αυτοκίνητο έφευγε στην κατηφόρα και σταμάταγε μονάχο

του… σαν μια Δύναμη να το κρατούσε κολλημένο στο γυαλί!».

Η όψη του αλλάζει μονομιάς, θέλει να μου εξηγήσει και κουνάει τα χέρια του

δίνοντας ένταση στις λέξεις.

«Η Δύναμή Του είναι πολύ μεγάλη και κανείς δεν μπορεί να την αναιρεί. Με

βοηθούσε τότε, με βοηθάει ακόμα και σήμερα. Δεν λέω, ήμουνα σκληρός, αλλά δεν

ήμουνα εγώ ο άντρας… Άλλος οδηγούσε! Να είσαι θαρραλέος… εντάξει, αλλά

Άλλος βοηθάει την κατάσταση. Στο είπα… Άλλος οδηγούσε το λεωφορείο!».

ΔΙΑΔΡΟΜΗ

Αν και όλη η διαδρομή δίπλα από τον Αγραφιώτη ποταμό είναι χωμάτινη, είναι

καλοπατημένη και εύκολη για οποιοδήποτε αυτοκίνητο. Αυτή την εποχή βέβαια

πιάνει λάσπη, χιόνι, κλείνει από κατολισθήσεις και μεγάλες λακκούβες έχουν

δημιουργηθεί, γιατί κανείς δεν νοιάστηκε να τη διορθώσει λίγο το περασμένο

φθινόπωρο. Τα ορεινά περάσματα (π.χ. Τρία Σύνορα, ανάμεσα στα Πετρίλια και το

Τροβάτο) δεν είναι εύκολο να τα διαβεί αυτοκίνητο χειμωνιάτικα και στο σύνολό

του το οδικό δίκτυο των Αγράφων χρειάζεται ψηλό αυτοκίνητο, τρακτερωτά λάστιχα

και οδηγό που να το λέει η καρδιά του! Η συνολική απόσταση του χωριού Άγραφα

από το Καρπενήσι είναι 70 χλμ. Πέρα από τα χωριά που αναφέρονται στο κείμενο,

η διαδρομή στον Αγραφιώτη συνεχίζει προς Τρίδεντρο, Τροβάτο και Βραγγιανά και

το μοναδικό πέρασμα προς Νομό Καρδίτσας που φροντίζουν να μένει ανοιχτό (από

το χιόνι κυρίως) είναι τα Τρία Σύνορα. Άσφαλτο θα συναντήσετε και πάλι στο

χωριό Βλάσι. Άλλωστε, τη διαδρομή κάλλιστα μπορείτε να την ξεκινήσετε και από

την Καρδίτσα ή τη λίμνη Πλαστήρα.

Ο χιλιομετρητής του Nissan Terrano ΙΙ μέτρησε από το Βλάσι μέχρι τα Πετρίλια

περίπου 6 χλμ. και από εκεί υπολογίστε άλλα 9 για τα Τρία Σύνορα και 17 για το

Τροβάτο. Από το Τροβάτο μέχρι τα Άγραφα η απόσταση είναι 16 χλμ. Η χωμάτινη

διαδρομή από το χωριό Άγραφα (κατάντι του Αγραφιώτη) μέχρι να συναντήσουμε

άσφαλτο που έρχεται από του Κρέντη είναι 27 χλμ.

ΔΙΑΜΟΝΗ

Ολοένα και περισσότερες πιθανότητες έχετε να βρείτε κατάλυμα – ενοικιαζόμενο

δωμάτιο στα χωριά των Αγράφων. Αν σας αρκεί ένα κρεβάτι και μία κουβέρτα, τότε

μπορείτε να κοιμηθείτε όπου υπάρχουν άνθρωποι. Είναι τόσο φιλόξενοι που θα

ενθουσιαστείτε. Μακράν εξαιρετικό ξενοδοχείο είναι αυτό των αδελφών Μάκκα στου

Κρέντη (0237-31350), το οποίο προτιμώ και προτείνω ανεπιφύλακτα. Περιποιημένα

δωμάτια, καταπληκτική κουζίνα και ευγενικοί άνθρωποι, αληθινοί φίλοι ύστερα

από τόσα χρόνια που τους ξέρω.

Οργανωμένα είναι τα προσφερόμενα ενοικιαζόμενα δωμάτια στο χωριό Άγραφα, τόσο

του Κώστα Γάτη (0237-93220) πάνω στην πλατεία όσο και του Κώστα Κομπογιάννη

(0237-93209). Κοινοτικός ξενώνας λειτουργεί στον Μάραθο με απλά κρεβάτια για

ύπνο ( 0237-31268), αλλά και στα Επινιανά (0237-93212).

ΦΑΓΗΤΟ

Μην περιμένετε μεγάλα εστιατόρια, ταβέρνες και πολυτέλειες. Σε ανοιχτό

καφενείο πάντα μπορείτε να βρείτε κάτι καλό να φάτε. Φυσικά εκπληκτικής

ποιότητας και νοστιμιάς στην περιοχή είναι τα τυροκομικά προϊόντα, το

τσίπουρο, το κρασί (όταν υπάρχει) και το κρέας. Περισσότερες επιλογές σε

ταβέρνες θα έχετε στα Άγραφα. Πολύ περιποιητική και καπάτσα με τους Αθηναίους

είναι η κυρα-Νίκη στην πλατεία. Προσωπικά, πάντως, προτιμώ το καφενείο του

Χρήστου Μπακογιάννη στο Μοναστηράκι (0237-31463). Ρωτάς από το τηλέφωνο αν

έχει τίποτε να σου φτιάξει και… πορεύεσαι! Κάτω από το Μοναστηράκι επίσης

υπάρχει ένα σπίτι-ταβέρνα-καφενείο στην Κοτσίστα (0237-31457), που αξίζει αν

φάτε ό,τι έχει η κουζίνα εκείνη τη στιγμή. Ο μπαρμπα-Λάμπρος στη Βαρβαριάδα

είναι πάντα ανοιχτός για τους περαστικούς. Τα ίδια και καλύτερα (μια ταβέρνα

και ένα καφενείο) στον Μάραθο. Για φαγητό στον ξενώνα στου Κρέντη οι συστάσεις

περιττεύουν.

ΧΡΗΣΙΜΑ ΤΗΛΕΦΩΝΑ

(Κωδικός 0237)

Δήμος Αγράφων 93276

Αγρ. Ιατρείο Αγράφων 93233

Μπαρμπα-Λάμπρος (Βαρβαριάδα) 31196

Καφενείο Μάραθος 31267

Καφενείο Κοτσίστας 31457

Καφενείο Μοναστηράκι 31463

Καφενείο Επινιανά 93311