Με το νέο αεροδρόμιο, το πιο σύγχρονο του κόσμου, συνέβη το εξής πρωτότυπο:

είτε θα το έχουμε αλλά δεν θα μπορούμε να φθάσουμε, είτε οι δρόμοι για να

φθάσουμε έγιναν τόσο αθόρυβα που δεν τους πήραμε είδηση. Για το νέο Σύνταγμα,

το πιο αναθεωρημένο του κόσμου, συνέβη το αντίθετο: οι δρόμοι για να φθάσουμε

είναι τόσοι που συνεχώς χανόμαστε.

Ας αφήσουμε τους πολεοδόμους και τους αεροδρομούντες στο παιχνίδι της χαμένης

πρόσβασης κι ας προσπαθήσουμε τουλάχιστον να συνδράμουμε αναθεωρητές και

συνταγματολογούντες στο δικό τους άθλημα του μετέωρου αποτελέσματος. Μετά την

πρώτη εβδομάδα συζητήσεων στην Ολομέλεια της Βουλής, τελευταίο στάδιο μιας

διαδικασίας που αισίως κλείνει τετραετία, ένα αίσθημα αμηχανίας εξαπλώνεται σε

όσους συμμετέχουν και, κυρίως, σε όσους παρατηρούν τις εξελίξεις. Ενώ οι

στόχοι είναι από καιρό γνωστοί και οι υπό αναθεώρηση διατάξεις συνήθως με

μεγάλη πλειοψηφία συμφωνημένες, η προσπάθεια ανεύρεσης των κατάλληλων

διατυπώσεων όχι μόνο συνεχίζει να αποδεικνύεται μάταια αλλά, όλο και

συχνότερα, οδηγεί σε αδιέξοδα. Για να είμαστε δίκαιοι, δεν έχουν κολλήσει τα

πάντα ­ το πρώτο που προχωρά είναι το πράγματι βελτιωμένο τμήμα περί ατομικών

δικαιωμάτων ­ όμως, στα περισσότερα ευαίσθητα πολιτικά ζητήματα, επανέρχεται,

ως μη όφειλε σε αυτό το στάδιο, το προπατορικό ερώτημα – αμφισβήτηση: μήπως

ήταν τελικά καλύτερα να μην αναθεωρήσουμε τη συγκεκριμένη διάταξη;

Τα θέματα που μονοπώλησαν το ενδιαφέρον και την αντιπαράθεση στον πρώτο

ενώπιον της Ολομέλειας γύρο ανήκουν, δυστυχώς, όλα σε αυτή την κατηγορία. Η

πρόταση περί ασυμβιβάστου μεταξύ βουλευτικής και οποιασδήποτε επαγγελματικής

ιδιότητας προσπαθεί, οψίμως, να λύσει ένα υπαρκτό πρόβλημα με λάθος τρόπο. Ο

συσχετισμός με το άρθρο περί ασυμβιβάστων είναι άστοχος, εφόσον

δικαιολογητικός λόγος του «συνταγματικού ασυμβιβάστου» είναι η υποψία ότι

συγκεκριμένα επαγγέλματα, λόγω της φύσης τους, θα μπορούσαν να προσπορίσουν

ανεπίτρεπτα ιδιωτικά οφέλη στους ασκούντες το δημόσιο λειτούργημα του

βουλευτή. Το «επαγγελματικό ασυμβίβαστο», αντίθετα, δεν αποτελεί στην ουσία

παρά αίτημα για αναστολή εκτέλεσης άλλων καθηκόντων λόγω φόρτου βουλευτικής

εργασίας και θα μπορούσε κάλλιστα, με τις αναγκαίες εξαιρέσεις του, να

ρυθμισθεί με απλό νόμο, όπως γίνεται, για παράδειγμα, στη Σουηδία.

Η συζήτηση περί συνταγματοποίησης του ελέγχου ιδιοκτησίας στα μέσα μαζικής

ενημέρωσης είναι κι αυτή εκ των προτέρων άγονη (πριν δηλαδή ακόμα εισαχθούν οι

παγκοσμίως πρωτότυπες όσο και επισφαλείς έννοιες του «βασικού μετόχου» ή του

«απολύτου ασυμβιβάστου»), εφόσον πρόκειται για κατ’ εξοχήν θέμα πολιτικής

βούλησης, που δεν λύνεται με διατάξεις νόμου, πόσο μάλλον Συντάγματος, αλλά

μόνο με το σεβασμό από όλους της συμπληρωματικής ­ και όχι αντιθετικής ­ αρχής

«κανόνες υγιούς αγοράς με πραγματικό έλεγχο υπερκομματικής αρχής».

Ο ανώτερος, πάντως, βαθμός συνταγματικής αμετροέπειας και μαζί αμηχανίας

προσεγγίσθηκε στο περίφημο άρθρο 24, ειδικά ως προς την προστασία των δασών.

Δεν κινδυνεύω να χαρακτηρισθώ μετά Χριστόν προφήτης αν ξαναπώ ότι μια εύλογη

νομικοπολιτικής φύσης παρατήρηση (οι δυσκολίες, εξαιτίας μιας ολοένα και πιο

φορμαλιστικής νομολογίας, που αντιμετώπιζε η ανάγκη συνύπαρξης του

περιβάλλοντος με την ανάπτυξη) δεν είχε εξαρχής καμία τύχη συνταγματικής

επίλυσης. Το Σύνταγμα δεν μπορεί ούτε να προδιαγράψει τη στάση των δικαστηρίων

ούτε να ορίσει έννοιες όπως τα δάση και τα οικοσυστήματα. Η ατέρμονη και

εμπαθής συζήτηση περί «συνταγματικών κερκοπορτών» αγνοεί κατά τη γνώμη μου δύο

καθοριστικές παραμέτρους: ότι τις όποιες πόρτες δεν τις ανοίγει το Σύνταγμα

αλλά νόμος, που ψηφίζεται από τους ίδιους τους ανησυχούντες, ή διοικητική

πράξη, που συνεχίζει φυσικά να ελέγχεται ακυρωτικά. Και ότι τις πραγματικές

πόρτες δεν μπορεί να τις κλείσει νομική επιταγή παρά μόνο συλλογική συναίσθηση

και ανάληψη ευθυνών.

Μοιραία λοιπόν, ύστερα από τόσες διαβουλεύσεις, οδηγούμαστε (κάνετε από

περιέργεια την αντιπαραβολή) σε διατυπώσεις και, τελικά, λύσεις που

ελαχιστότατα διαφέρουν από τις ισχύουσες. Η απόδειξη διά του αδιεξόδου

(ξεκινήσαμε για κάπου που δεν ήταν δυνατό να φθάσουμε) απειλεί να ευτελίσει τη

σημασία του όλου διαβήματος. Ούτε αποτελεί παρηγοριά ότι σε άλλες χώρες, όπως

στο Ισραήλ, που επιθυμεί την ειρήνη ψηφίζοντας αυτόν που επανειλημμένα του

έφερε τον πόλεμο, τα Σπάτα τους είναι ακόμα μακρύτερα.

Ο δικηγόρος Κώστας Β. Μποτόπουλος είναι διδάκτωρ του Συνταγματικού Δικαίου.