Η ιστορία της Αριστεράς δεν σημαδεύτηκε μόνον από τις απίστευτες διώξεις

του «αντιπάλου» της, της Δεξιάς. Την εποχή κατά την οποία οι φυλακίσεις, οι

εξορίες και οι εκτελέσεις αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης από το

εμφυλιοπολεμικό και το μετεμφυλιακό κράτος της Δεξιάς έδιναν και έπαιρναν, ένα

άλλο πογκρόμ, αυτή τη φορά μέσα στους κόλπους των τραγικών πολιτικών

προσφύγων, στην (τότε) ΕΣΣΔ, βρισκόταν σε εξέλιξη.

Κυνηγημένοι από τους Χίτες και τις συμμορίες των Σούρληδων, οι 12.000 από

τους (συνολικά) 56.000 πολιτικούς πρόσφυγες που πήγαν στην ΕΣΣΔ, στα βάθη της

Κεντρικής Ασίας, στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν, έζησαν τραγικές ιστορίες.

Το θέμα ασφαλώς δεν είναι νέο. Πολλοί επιχείρησαν να ψάξουν, να μάθουν το

«γιατί» ενός άλλου «αδελφοσκοτωμού», που έβαλε τις «βάσεις» για τη διάσπαση

του κομμουνιστικού κινήματος, το ’68.

Ο ιστορικός Γαβρίλης Λαμπάτος σε μία «μελέτη» που πραγματοποιήθηκε στο

πλαίσιο μεταπτυχιακού προγράμματος του Πανεπιστημίου Αθηνών, με τίτλο «Έλληνες

πολιτικοί πρόσφυγες στην Τασκένδη, 1949-1957», επιχειρεί να δώσει μιαν

απάντηση μέσα από άγνωστα ντοκουμέντα, τα περισσότερα από τα οποία ανήκουν στο

ΑΣΚΙ (στο αρχείο εγγράφων του ΚΚΕ, που φιλοξενεί στα γραφεία του ο ΣΥΝ).

Ο συγγραφέας δεν επιχειρεί να απογοητεύσει τον αναγνώστη, ο οποίος

παρακολουθεί με δέος αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης να αλληλοεξοντώνονται με

τις χειρότερες «ρετσινιές» που απηύθυναν ο ένας στον άλλον (π.χ. «προδότης»,

«σπιούνος»). Ούτε θέλει να προκαλέσει δέος για τα γεγονότα της Τασκένδης, στις

10 και 11 Σεπτεμβρίου, όταν αίμα ελληνικό κύλησε στη μακρινή αυτή «ερημιά» της

Γης.

Επιζητεί να αναδείξει ­ χωρίς ωραιοποιήσεις ­ μια τραγωδία που συγκλόνισε

το κομμουνιστικό κίνημα, σε συνθήκες (για την Ευρώπη) ψυχρού πολέμου, σε μία

εποχή κατά την οποία η Ελλάδα περνούσε μια απίστευτη κοινωνική (π.χ. φτώχεια,

ξενιτιά) και εθνική (με την Κύπρο) περιπέτεια.

«ΤΑ ΝΕΑ» προδημοσιεύουν σήμερα χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το βιβλίο του

Γαβρίλη Λαμπάτου, που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «Κούριερ Εκδοτική».

Τα αποσπάσματα αυτά αναφέρονται στο 1955, χρονιά αλλαγής και για το ΚΚΕ

αλλά και για το ΚΚΣΕ (κομμουνιστικό κόμμα της ΕΣΣΔ).

Προδημοσίευση από το βιβλίο «Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Τασκένδη» του

Γαβρίλη Λαμπάτου, εκδόσεις «Κούριερ Εκδοτική».

«Το Δεκέμβριο του 1955, ο Νίκος Ζαχαριάδης, γραμματέας του ΚΚΕ, παρέλαβε ένα

έγγραφο από την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΣΕ με τίτλο «Απόσπασμα απ’ το

πρωτόκολλο Νο 173 της συνεδρίασης του προεδρείου της ΚΕ, 10 Δεκέμβρη 1955. Για

την κατάσταση στην κολλεχτίβα των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων στην Τασκένδη».

Το έγγραφο χαρακτηριζόταν αυστηρά απόρρητο αφού ήταν μια από τις ελάχιστες

φορές που η ΚΕ του ΚΚΣΕ παρενέβαινε με γραπτό κείμενο στις εσωκομματικές

διεργασίες του ΚΚΕ. Παραθέτουμε ολόκληρο το κείμενο, που δίνεται για πρώτη

φορά στη δημοσιότητα, γιατί με βάση αυτό είναι δυνατόν να γίνουν αντιληπτές οι

πολιτικές αντιπαραθέσεις που σημειώθηκαν λίγες ημέρες αργότερα στην 5η

Ολομέλεια. Σηματοδοτεί επίσημα πλέον την αποστασιοποίηση της ΚΕ του ΚΚΣΕ από

τις πολιτικές επιλογές του Ν. Ζαχαριάδη:

«Εξετάζοντας τις πολυάριθμες αιτήσεις και τα γράμματα των Ελλήνων κομμουνιστών

που ήρθαν στην ΚΕ του ΚΚΣΕ το Σεπτέμβρη – Δεκέμβρη 1955, αυτά που υποβλήθηκαν

απ’ την επιτροπή της ΚΕ του ΚΚΣΕ και τα υλικά που δόθηκαν απ’ το σ. Ζαχαριάδη

για την κατάσταση στην κολλεχτίβα των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων στην

Τασκένδη, η ΚΕ του ΚΚΣΕ θεωρεί ότι οι αταξίες που έγιναν στις 10-11 Σεπτέμβρη

στην κολλεχτίβα των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων που είχαν τον χαρακτήρα

(ενεργειών) πογκρόμ και που συνοδεύτηκαν από μαζικό ξυλοδαρμό του κομματικού

αχτίφ αποτελούν απαράδεκτο και ατιμωτικό γεγονός για κομμουνιστική οργάνωση

και κατάφωρη παραβίαση των σοβιετικών νόμων, που γι’ αυτό τα σοβιετικά

όργανα θα ‘πρεπε να ζητήσουν ευθύνες απ’ τους ενόχους για τους ξυλοδαρμούς.

Ως τα σήμερα στην κολλεχτίβα δεν δημιουργήθηκε ομαλή κατάσταση, και χωρίς

καμμιά βάση σ’ ένα σημαντικό μέρος κομμουνιστών συνεχίζεται να κολλιέται

προσβλητικές ρετσινιές («φασίστες», «σπιούνοι»,

«προδότες»). Υπάρχουν περιπτώσεις ξυλοδαρμών ξεχωριστών πολιτικών

προσφύγων και άλλες αυτόβουλες και παράνομες ενέργειες.

Η ΚΕ του ΚΚΣΕ θεωρεί ότι η λύση των διαφωνιών που γεννήθηκαν στην οργάνωση του

ΚΚΕ της Τασκέντ αποτελεί εσωτερική υπόθεση των ίδιων των Ελλήνων κομμουνιστών.

Μαζί μ’ αυτά η ΚΕ του ΚΚΣΕ καταδικάζει αποφασιστικά τις παραπάνω ξένες προς

κομμουνιστικό κόμμα μέθοδες, που χρησιμοποιήθηκαν στην οργάνωση του ΚΚΕ της

Τασκέντ. Η ΚΕ του ΚΚΣΕ θεωρεί ότι όλα τα διαφιλονικούμενα εσωκομματικά

ζητήματα μπορούσαν να λυθούν με το συνηθισμένο κομματικό τρόπο με την τήρηση

των αρχών της εσωκομματικής δημοκρατίας και της πλατιάς κομματικής κριτικής.

Τι αποφάσισε

Πολιτικοί πρόσφυγες. Στη μακρινή Τασκένδη παίχτηκε ένα δράμα για την

Αριστερά, ίσως πιο σκληρό από το κολαστήριο της Μακρονήσου…

Η ΚΕ του ΚΚΣΕ αποφασίζει:

Ι. Να φέρει σε γνώση της ΚΕ του ΚΚ Ελλάδας την όχι καλή κατάσταση που

δημιουργήθηκε στην κολλεχτίβα των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων στην Τασκέντ

στον τελευταίο μισό χρόνο, και να παρακαλέσει την ΚΕ του ΚΚ Ελλάδας να πάρει

τα απαραίτητα μέτρα.

Η ΚΕ του ΚΚΣΕ απ’ την πλευρά της θεωρεί ότι με την κατάσταση που έχει

δημιουργηθεί τώρα, πρωταρχικό καθήκον αποτελεί η ταχύτερη εξάλειψη της

βλαβερής και αδικαιολόγητης διάσπασης της οργάνωσης των Ελλήνων Κομμουνιστών

του Τασκέντ, η συσπείρωση των γραμμών της στη βάση των αρχών του Μαρξισμού –

Λενινισμού, η αποκατάσταση κανονικής ζωής της οργάνωσης και η απαρέκλιτη

πραγματοποίηση των κανόνων της εσωκομματικής δημοκρατίας.

Γι’ αυτό το σκοπό η ΚΕ του ΚΚΣΕ θα συμβούλευε στην ΚΕ του Κομμουνιστικού

Κόμματος Ελλάδας να πάρει τα παρακάτω οργανωτικά μέτρα:

α) Να συγκαλέσει την ολομέλεια της Κομματικής οργάνωσης του ΚΚΕ της

Τασκένδης, στην οποία με τη συμμετοχή όλων των εκλεγμένων απ’ την συνδιάσκεψη

μελών και αναπληρωματικών μελών της Κομματικής επιτροπής να συζητήσει τα

καθήκοντα που στέκονται μπροστά στην οργάνωση του ΚΚΕ Τασκέντ και να λύσει το

ζήτημα της διεξαγωγής το Δεκέμβρη – Γενάρη Κομματικής Συνδιάσκεψης των Ελλήνων

Κομμουνιστών της Τασκέντ.

β) Να κάνει γενικές συνελεύσεις σ’ όλες τις κομματικές οργανώσεις βάσης

των Ελλήνων Κομμουνιστών στις οποίες με την αυστηρή τήρηση της εσωκομματικής

δημοκρατίας να συζητήσει τα καθήκοντα που στέκουν μπροστά στην οργάνωση του

ΚΚΕ της Τασκέντ και να κάνει εκλογές καθοδηγητικών κομματικών οργάνων και

αντιπροσώπων για την Κομματική οργάνωση πόλης.

γ) Να συγκαλέσει κομματική συνδιάσκεψη πόλης στην οποία να συζητήσει τα

καθήκοντα που στέκονται μπροστά στην οργάνωση και να εκλέξει καινούργια

κομματική επιτροπή.

ΙΙ. Να υποχρεώσει την ΚΕ του ΚΚ Ουζμπεκιστάν και τις τοπικές κομματικές

οργανώσεις να δίνουν καθημερινή βοήθεια στις Κομματικές οργανώσεις των Ελλήνων

Κομμουνιστών στην υπόθεση της διεξαγωγής μαζικής πολιτικής δουλειάς ανάμεσα

στους Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες, τις κινητοποιήσεις τους στη δραστήρια πάλη

για την εκπλήρωση των παραγωγικών πλάνων, της ανύψωσης του τεχνικού και

εκπολιτιστικού τους επιπέδου, της διαπαιδαγώγησής τους στο πνεύμα της αυστηρής

τήρησης των σοβιετικών νόμων, στο πνεύμα των αρχών της φιλίας των λαών και του

προλεταριακού διεθνισμού.

ΙΙΙ. Η ΚΕ θεωρεί ότι ο σ Ζαχαριάδης μπορεί να γνωστοποιήσει την απόφαση

της ΚΕ του ΚΚΣΕ στους Έλληνες Κομμουνιστές στην Τασκένδη.

Η ΚΕ του ΚΚΣΕ

Από την πρώτη φράση της επιστολής, η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΣΕ κατέστησε

σαφές ότι δεν θεωρούσε αποκλειστικό της συνομιλητή το Ν. Ζαχαριάδη, αλλά

ταυτόχρονα και αυτούς που διαφωνούσαν μαζί του, οι οποίοι όλα αυτά τα χρόνια

έστελναν γραπτώς τις απόψεις τους σ’ αυτή.

Εμμέσως πλην σαφώς αποδοκιμάστηκε η νέα ηγεσία της Κομματικής Οργάνωσης

Τασκένδης, την οποία είχε διορίσει η ηγεσία του ΚΚΕ, αφού καταλογίζονταν

ευθύνες για διάδοση συκοφαντιών και διώξεις σε βάρος κομμουνιστών. Με αυτό τον

τρόπο, όλα τα πορίσματα για σκάνδαλα και οικονομικές ατασθαλίες που είχε

εκδώσει η ηγεσία του κόμματος σε βάρος ηγετικών στελεχών των διαφωνούντων

αποδοκιμάζονταν έμμεσα. Δε γινόταν αποδεκτή η θέση περί ύπαρξης

φραξιονιστικού κέντρου που είχε προβληθεί κατά κόρον στη σοβιετική ηγεσία,

αλλά αντίθετα στο κείμενο γίνεται αναφορά για την ανάγκη εξάλειψης της

«βλαβερής και αδικαιολόγητης διάσπασης της οργάνωσης».

Ταυτόχρονα η σοβιετική ηγεσία αποδοκίμασε τις καθαιρέσεις και διαγραφές όλων

των στελεχών του ΚΚΕ στην Τασκένδη. Το αίτημα για σύγκληση της ολομέλειας του

καθοδηγητικού κέντρου της οργάνωσης με τη συμμετοχή όλων των εκλεγμένων μελών

του ήταν σαφής αποδοκιμασία των ενεργειών της ηγεσίας του ΚΚΕ. Παράλληλα η

υπόμνηση της παρουσίας του ΚΚ Ουζμπεκιστάν στις κομματικές διαδικασίες

σηματοδοτούσε με ιδιαίτερα σαφή τρόπο τη θέληση των σοβιετικών αρχών ότι δεν

επρόκειτο να γίνουν ανεκτές πρωτοβουλίες που δεν είχαν τη σύμφωνη γνώμη τους.

Η έμμεση προτροπή για γνωστοποίηση της επιστολής στους κομμουνιστές της

Τασκένδης έφερνε ακόμα σε πιο δύσκολη θέση το Νίκο Ζαχαριάδη».

Άγριοι ξυλοδαρμοί

Μίκης Θεοδωράκης. Ο μεγάλος μουσικός και γραμματέας των Λαμπράκηδων μιλάει

στους πολιτικούς πρόσφυγες της Τασκένδης το 1966

Οι ξυλοδαρμοί στην Τασκένδη έδωσαν και πήραν στις 10 και 11 Σεπτεμβρίου του

1955. Οι κομμουνιστές, οι διωγμένοι Έλληνες, που ζούσαν στα βάθη της Κεντρικής

Ασίας, έφτασαν στο σημείο ακόμα και να σκοτώσουν ­ λόγω διαφωνιών ­ συντρόφους

τους.

«Με εντολή του Γούσια άρχισαν να γίνονται δικαστήρια και να λειτουργούν και

φυλακές, να κλείνουν δηλαδή σε κρατητήρια αγωνιστές που είχαν απειθαρχήσει,

που είχαν διαπράξει κάτι αντίθετο με την κομματική γραμμή. Σύμφωνα με την

προαναφερόμενη μαρτυρία, η παρέμβαση των σοβιετικών αρχών έθεσε τέρμα σ’ αυτό

τον ιδιότυπο σωφρονισμό των πολιτικών προσφύγων.

Η επιβολή της πειθαρχίας στη μάζα των προσφύγων συνοδευόταν πολλές φορές από

ακραία μέτρα, όπως οι ξυλοδαρμοί σε βάρος αυτών που έπεφταν σε παραπτώματα

κάθε είδους.

Οι ξυλοδαρμοί ήταν ιδιαίτερα άγριοι, αφού σε αρκετές περιπτώσεις απέβαιναν

μοιραίοι για τη ζωή των »σωφρονιζομένων». Πολλές φορές ηγετικά στελέχη του

ΚΚΕ μαζί με άλλους πρόσφυγες προχωρούσαν στην επιβολή αυτής της μορφής

τιμωρίας. Τέτοιου είδους περιστατικά καταγράφονται σε απομνημονεύματα

προσφύγων που έζησαν στην Τασκένδη:

»Έτσι, συνέπεια αυτής της πολιτικής του και μεθόδου καθοδήγησης (αναφέρεται

στο Γούσια), είχαμε στην 12η Πολιτεία τον θάνατο από ξυλοδαρμό ενός επονίτη

αντάρτη που κάτι είχε φτιάξει, μάλλον είχε κλέψει κάτι στον θάλαμο που

ζούσε».

Ένα παρόμοιο περιστατικό ­ δεν αποκλείεται να είναι το ίδιο ­ καταγράφει στις

αναμνήσεις του ο Αλ. Σακαλής (Πετρόμπεης):

»Μία από αυτές τις ομάδες έδειραν στην 12η Πολιτεία, με επικεφαλής τον

Βασβανά, ένα ναυτεργάτη, μέχρι θανάτου. Κι εκεί μπήκε ξανά η σοβιετική

εξουσία, άρχισε ανακρίσεις, έβαλαν κανα δύο στη φυλακή, φυσικά όχι τον

Κολιγιάννη, τον ηθικό αυτουργό, αλλά τους φυσικούς αυτουργούς».

Στη συνεδρίαση πολλών προσφύγων ίσχυε η λογική του Εμφυλίου πολέμου, σύμφωνα

με την οποία η στρατιωτική πειθαρχία έπρεπε να επιβληθεί με κάθε τρόπο.

Άλλωστε, μια δεκάχρονη ένοπλη πάλη είχε καλλιεργήσει έντονα το αίσθημα της

αυτοδικίας και της τιμωρίας απέναντι σε κάθε εχθρό. Τα γεγονότα αυτά

ανησύχησαν ιδιαίτερα την ηγεσία του ΚΚΕ, που έσπευσε να αποδοκιμάσει τις

ενέργειες αυτές.

Σύμφωνα με γράμμα που στάλθηκε στις 23/5/1951 από τους Β. Μπαρτζιώτα και Μ.

Βλαντά στην Κομματική Επιτροπή της Τασκένδης, »το Π.Γ. της Κ.Ε.

του ΚΚΕ θεωρεί τη δολοφονία των Σλαβομακεδόνων μαχητών που έκλεψαν,

απαράδεκτη πράξη που στιγματίζει». Σύμφωνα με την ίδια επιστολή,

δολοφονήθηκαν δεκαπέντε Σλαβομακεδόνες μαχητές, ενώ υπογραμμιζόταν η ανάγκη να

βρεθούν αυτοί που είχαν ποινικές ευθύνες και να καθαιρεθούν από τα κομματικά

όργανα οι ηθικοί αυτουργοί. Το φαινόμενο αυτό καταγγέλθηκε στη 2η Ολομέλεια

(10-12 Οκτωβρίου 1951) στην εισήγηση του Βασίλη Μπαρτζιώτα. Στην ομιλία του, ο

υπεύθυνος της οργάνωσης Λ. Στρίγκος παραδέχτηκε το γεγονός και έδωσε τη δική

του εξήγηση για τα περιστατικά αυτά. Ανέφερε χαρακτηριστικά στην ομιλία του:

»Σχετικά με τον φόνο-χειροδικία σε βάρος του Ρετσίνη, που είναι πολύ σοβαρό

ζήτημα, τις αυθαιρεσίες, τους σατραπισμούς. Η υπόθεση έχει έτσι. Έχω σύντροφοι

ευθύνες; Ασφαλώς έχω. Κάθε καθοδηγητής πρέπει να αντιλαμβάνεται τι γίνεται στη

βάση, να μοιράζεται ακόμα. Εγώ δεν αντιλήφθηκα σε όλη την έκταση αυτό το

ζήτημα γιατί δεν ήμουνα και στη Συνδιάσκεψη, όπου αναφέρθηκαν παραδείγματα.

Στο διάστημα του 1½ μηνός από τότε που πήγα μέχρι την παραμονή του θανάτου του

Ρετσίνη (μέσα Γενάρη) δεν είχαμε ούτε την παραμικρή αμυχή όπως και μέχρι

σήμερα. Είχα όμως δύο σινιάλα παλιά που με ανησυχήσανε.

Ήρθαν δύο σύντροφοι προσωπικά σε μένα. Επρόκειτο για το χτύπημα ενός κλέφτη

από τον Λασάνη και του Μανωλιού από εγκεφαλικό τραύμα από τον Ζώη Στέργιο. Και

τα δύο έγιναν το καλοκαίρι του 1950. Όπως έμαθα αργότερα, το τελευταίο ήταν

οργανωμένο. Την άλλη μέρα 15 του Δεκέμβρη είχαμε αχτίφ από 180 στελέχη.

Καυτηρίασα την πράξη με τη μεγαλύτερη αποφασιστικότητα στο αχτίφ. Χαρακτήρισα

την πράξη έτσι: ότι μόνο άνανδροι μπορούν να δέρνουν. Προειδοποίησα τον Λασάνη

ότι από στρατηγός μπορεί να κατέβει πιο κάτω. Και ζήτησα να εξεταστεί η

υπόθεση του Μανωλιού. Και σηκώσαμε καμπάνια στην οργάνωση. Ύστερα από λίγες

μέρες, 8-9 έφυγα για τη Μόσχα.

Γύρισα και σε λίγες μέρες έγινε αυθόρμητα και πάνω στην κλοπή το χτύπημα του

Ρετσίνη, στις 2½ τα μεσάνυχτα. Πήραν μέρος κατώτερα στελέχη. Δεν ήταν

οργάνωση. Διαγράφτηκαν όσοι πήραν μέρος».

Η αντιμετώπιση μ’ αυτό τον τρόπο όσων δεν εκτελούσαν τις εντολές της

καθοδήγησης του κόμματος συνδεόταν με τις νοοτροπίες που επικρατούσαν στα

χρόνια του Εμφυλίου σε μεγάλο τμήμα στελεχών του ΚΚΕ. Η βία ως μέσο

αντιμετώπισης και της παραμικρής διαφοροποίησης εθεωρείτο ενδεδειγμένη για την

υλοποίηση των στόχων του αγώνα, ιδιαίτερα όταν ο αντίπαλος χρησιμοποιούσε

ακραία μέτρα καταστολής σε βάρος της Αριστεράς. Σε στρατόπεδα διαβίωσης

πολιτικών καταδιωκομένων όπως στο Μπούλκες της Γιουγκοσλαβίας οι μέθοδοι αυτές

αποτελούσαν καθημερινή πρακτική».