Η κυβέρνηση αντιμετώπισε την πρόταση δυσπιστίας χωρίς προβλήματα. Αν όμως η

αναβάθμιση στις ώριμες αγορές επηρεάσει αρνητικά την Ελλάδα, όπως έγινε με την

Πορτογαλία, τότε η έκφραση σκεπτικισμού μπορεί να παραμείνει στα πρόσωπα των

κ.κ. Δρυ και Παπαντωνίου

Πρόταση δυσπιστίας που κατέθεσε η Ν.Δ. την περασμένη εβδομάδα. Ωστόσο, οι

φωνές, οι αλληλοκατηγορίες και η επίμονη αναζήτηση ενόχων για τη συνεχή και

πολύμηνη πτώση του Δείκτη κάλυψαν μια βαθύτερη και δυσάρεστη αλήθεια.

Ασφαλώς, η είσοδος της χώρας στην ευρωζώνη τον Ιούνιο του 2000 και η

αναμενόμενη αναβάθμιση της Ελλάδας από τις αναδυόμενες στις ώριμες αγορές τον

προσεχή Μάιο, αποτελούν επιτυχίες.

Κατά ειρωνικό όμως τρόπο δεν είναι βέβαιον ότι ωφέλησαν τους επενδυτές.

Αντιθέτως, η χώρα μας φαίνεται να έχει πέσει θύμα του «συνδρόμου της

Πορτογαλίας».

Το πάρτι τελείωσε

Η ιστορία έχει ως εξής: το Χρηματιστήριο της Πορτογαλίας είχε γνωρίσει

πρωτοφανή άνοδο παραμονές της εισόδου της χώρας στο ευρώ και του περιπόθητου

χαρακτηρισμού της από τη Morgan Stanley ως ώριμης αγοράς. Μόλις όμως έγιναν

αυτά, το πάρτι τελείωσε. Ο Δείκτης είχε απώλειες της τάξεως του 40% και τα

κέρδη εξανεμίστηκαν.

Στην πραγματικότητα, η Πορτογαλία προήχθη στο κενό. Μέσα σε λίγους μήνες, η

πιο «καυτή» αγορά της Ευρώπης «έσβησε» και μετατράπηκε σε μακρινή ανάμνηση.

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι μεγάλοι επενδυτικοί οίκοι του Λονδίνου, αφού πήραν

τα χρήματα από τα κέρδη, έκλεισαν τα ειδικά «desks» που είχαν συστήσει για την

παρακολούθηση της αγοράς της Πορτογαλίας.

Η χρηματιστηριακή «παραλληλία» Πορτογαλίας και Ελλάδας δίνει μια διαφορετική

διάσταση στις δραματικές αγορεύσεις και στη στερεότυπη ανάγνωση αριθμών (τα 35

τρισ. δρχ. που έχασαν 1.200.000 επενδυτές) στη Βουλή.

Και ο μεν υπουργός Εθνικής Οικονομίας κ. Γ. Παπαντωνίου μπορεί να αναγνώρισε

ότι «η μετάβαση στις ώριμες αγορές έχει ένα προσωρινό κόστος», ουδείς όμως

επισημαίνει με σαφήνεια στο κοινό (άρα και τους επενδυτές) ότι η είσοδος της

Ελλάδας στο κλαμπ των μεγάλων της Ευρώπης ενδέχεται να αποδειχθεί οδυνηρή

υπόθεση για τη Σοφοκλέους.

Όπως λέγεται χαρακτηριστικά, «είναι εντελώς άλλο πράγμα να είσαι ο καλύτερος

μαθητής στην τάξη των αναδυόμενων αγορών, από το να είσαι «σκράπας» στην τάξη

των ώριμων αγορών». Αυτό ακριβώς συνέβη στην Πορτογαλία.

Σύγκριση που «σκοτώνει»

Όσο βρισκόταν εν μέσω αναδυόμενων τριτοκοσμικών αγορών, η Λισαβώνα έλαμπε και

ήταν ιδιαίτερα ελκυστική επένδυση για τους διεθνείς χρηματιστηριακούς οίκους.

Μόλις όμως βρέθηκε πλάι στη Φρανκφούρτη και το Παρίσι, τα πράγματα έγιναν πολύ διαφορετικά.

Πλάι στους «μεγάλους» της Ευρώπης, η Πορτογαλία φάνταζε πλέον ως μικρή,

ασταθής αγορά, με μειωμένη ρευστότητα.

Ακόμη και οι μεγαλύτερες πορτογαλικές εταιρείες έδειχναν «λίγες» πλάι στους

ευρωπαίους ανταγωνιστές τους. Παρά τις κάποιες παροδικές αναλαμπές, η καχεξία

του πορτογαλικού Χρηματιστηρίου συνεχίζεται.

Η ιστορία αυτή θυμίζει εντόνως την Ελλάδα της τελευταίας διετίας.

Μετά την αιχμή του Σεπτεμβρίου 1999, ο δείκτης πήρε, παρά τις κάποιες

διακυμάνσεις, την κατηφόρα. Μάλιστα, στη Σοφοκλέους τα πράγματα ήταν πολύ

χειρότερα και η διόρθωση ήρθε νωρίτερα απ’ ό,τι στην Πορτογαλία.

Επισημαίνεται ότι η πτώση άρχισε έξι μήνες πριν μπει η Αθήνα στην τελική

ευθεία για το ευρώ.

Ο νόμος της ζούγκλας

Το «σύνδρομο της Πορτογαλίας» είναι άλλη μια εκδήλωση του «νόμου της ζούγκλας»

που διέπει τις διεθνείς χρηματαγορές.

Ως παθολογία υποδεικνύει ότι η ελληνική αγορά αξιών ενδέχεται να «ζοριστεί»

στο κλαμπ των ωρίμων της Ευρώπης, ασχέτως της προόδου των διαρθρωτικών

αλλαγών, των ιδιωτικοποιήσεων ή των άλλων πτυχών της οικονομικής πολιτικής της

κυβέρνησης.

Συγχρόνως όμως δημιουργεί την εντύπωση ότι ο πολιτικός διάλογος κυβέρνησης και

αντιπολίτευσης για την πτώση της Σοφοκλέους διεξάγεται ενίοτε με όρους που δεν

αρμόζουν στη διεθνή πραγματικότητα.

Ούτε είναι βέβαιον ότι το να χαρακτηριστεί η Ελλάδα ώριμη αγορά θα θέσει τέλος

στα πάθη των επενδυτών, όπως ελπίζουν οι μεν.

Ούτε οι πολιτικές ευθύνες που καταλογίζουν (ή οι ποινικές διώξεις που ζητούν)

οι δε, θα οδηγήσουν υποχρεωτικά σε εξισορρόπηση του Χρηματιστηρίου.

Αξιοσημείωτο είναι πάντως, ότι μια μεγάλη ξένη εφημερίδα, η «Wall Street

Journal», είχε δημοσιεύσει εκτενή (και χαιρέκακη ανάλυση) τον Μάρτιο του 2000

παρομοιάζοντας την Ελλάδα με την Πορτογαλία και προλέγοντας σε ύφος Κασσάνδρας

ότι η αναβάθμιση της Σοφοκλέους στις ώριμες αγορές ενδέχεται να λειτουργήσει

αντίθετα από τις προσδοκίες της Αθήνας.

Οι συμβουλές του Σόρος

Το παρήγορο είναι ότι οι εσφαλμένες εκτιμήσεις ενδέχεται να κοστίζουν

πολιτικά, δημιουργούν όμως ευκαιρίες πλουτισμού στις χρηματαγορές. «Ο μόνος

τρόπος για να κερδίσεις στο Χρηματιστήριο είναι εντοπίζοντας τα λάθη της

αγοράς», δήλωνε προσφάτως ο Τζορτζ Σόρος σε αμερικανικό έντυπο.

Τι εννοεί ο Μίδας της διεθνούς χρηματαγοράς; Είναι απλό. Λάθος της

χρηματαγοράς είναι η υποτίμηση της αξίας μιας μετοχής ­ που την αγοράζει

κανείς φθηνά και την πουλάει αργότερα με κέρδος.

Λάθος της χρηματαγοράς είναι επίσης η υπερτίμηση της αξίας κάποιων μετοχών που

δημιουργεί προσδοκίες και «ράλι», επάνω στο οποίο μπορεί να κερδοσκοπήσει

κανείς αρκεί «να μπει και να βγει» εγκαίρως.

Το πρόβλημα, όπως παραδέχεται ο Σόρος, είναι ότι τα λάθη δημιουργουν τις

περιουσίες στα Χρηματιστήρια, αλλά και τις εξανεμίζουν ­ αν ο επενδυτής δεν

κινηθεί εγκαίρως.