<

Προσπαθούσε να κρύψει την αμηχανία του. Περπατούσε πάνω-κάτω έξω από το

υποκατάστημα Κυψέλης της Alpha Bank, μελετώντας τις επόμενες κινήσεις του. Η

φυλακή τού είχε στερήσει την άνεση που είχε άλλοτε και ο αέρας ελευθερίας

φαίνεται πως του προκαλούσε… δύσπνοια.

Ο Στέλιος Λαούδης εξέτιε ποινή έξι ετών και έξι μηνών στις φυλακές Κορυδαλλού.

Του είχε επιβληθεί για αδικήματα σχετικά με εμπορία ναρκωτικών. Στις αρχές

Μαρτίου του 1998, ο 47χρονος τότε κρατούμενος είχε πάρει πενθήμερη άδεια από

τις φυλακές. Η διαγωγή του εντός των φυλακών αποτελούσε εγγύηση για την τήρηση

των όρων που τίθενται στις περιπτώσεις έγκρισης των αιτήσεων για χορήγηση

αδείας στους κρατουμένους.

Η επιστροφή του Λαούδη στη φυλακή είχε προκαθοριστεί για τις 5 Μαρτίου.

Ματαίως τον περίμεναν. Ο κρατούμενος δεν έδωσε το «παρών». Οι έρευνες που

έγιναν για τον εντοπισμό του απέβησαν άκαρπες. Το γεγονός ότι κατόρθωσε να

παραμείνει «άφαντος» τού έδωσε προφανώς θάρρος. Γιατί καλή είναι η ελευθερία,

αλλά πρέπει να έχει κανείς και τα προς το ζην. Και ένας κατάδικος που έχει

σχεδόν αποδράσει πώς μπορεί να τα εξασφαλίσει;

Έτσι φαίνεται πως βρέθηκε στις 10 Απριλίου 1998, λίγο προ του Πάσχα, έξω από

την τράπεζα. Επόπτευε τον χώρο αποφασισμένος να «χτυπήσει». Γνώριζε άλλωστε

πολύ καλά πως οι ληστές τραπεζών σπανίως συλλαμβάνονται.

Στάθηκε όμως άτυχος. Οι ύποπτες κινήσεις του υπέπεσαν στην αντίληψη ενός

έμπειρου αστυνομικού, ο οποίος, παρά το γεγονός ότι βρισκόταν εκτός υπηρεσίας,

δεν τον προσπέρασε αδιάφορα. Ο Βασίλης Μούρτος, αστυνομικός της Τροχαίας, είχε

αποσπαστεί στη φρουρά του διοικητή της τράπεζας, αλλά εκείνη την ώρα περνούσε

τυχαία από το σημείο. Το εκπαιδευμένο σε περίεργες κινήσεις μάτι του, του

«έστειλε» την ειδοποίηση. Κάτι δεν πήγαινε καλά…

Χωρίς να διστάσει, πλησίασε τον ύποπτο και του ζήτησε τα στοιχεία του. Ο

Λαούδης, προετοιμασμένος, τον ακινητοποίησε προς στιγμήν με αναισθητικό σπρέι.

Το σημείο όμως ήταν πολυσύχναστο και οι περαστικοί έσπευσαν να βοηθήσουν. Ο

αστυνομικός κατόρθωσε να συνέλθει και όλοι μαζί συνέλαβαν τον δράστη.

Ο Στέλιος Λαούδης οδηγήθηκε στο πλησιέστερο Τμήμα και εκεί διαπιστώθηκε πως

επρόκειτο για κρατούμενο που είχε παραβιάσει τους όρους της άδειας. Επάνω του

βρέθηκε ένα πιστόλι γεμάτο με φυσίγγια. Η επιστροφή του στη φυλακή ήταν πλέον

εξασφαλισμένη. Όπως άλλωστε και η απαγγελία πρόσθετων κατηγοριών.

Αδελφοί Βλαστού

Οι… διακοπές τούς στοίχισαν πολύ ακριβά

Έγιναν γνωστοί στο ευρύ κοινό τον Οκτώβριο του 1994. Έξω από νυχτερινό κέντρο

της Λεωφόρου Καβάλας, τα αδέλφια Κώστας και Παναγιώτης Βλαστός αντάλλαξαν

πυροβολισμούς με «μέλη» αντίπαλης ομάδας της… νύχτας. Ο Γεράσιμος Ναστούλης

και ο Δημήτρης Σίνος έπεσαν νεκροί. Τα δύο αδέλφια άντεξαν. Συνελήφθησαν όμως

και τελικά καταδικάστηκαν σε κάθειρξη 15 ετών ο καθένας για τις δύο

ανθρωποκτονίες.

Το δικαστήριο ­ σε μία κρίση επιείκειας ­ τους αναγνώρισε το ελαφρυντικό τού

προτέρου εντίμου βίου, με αποτέλεσμα να τους επιβληθεί μια ποινή κάθε άλλο

παρά αυστηρή. Φαίνεται ωστόσο πως τα δύο αδέλφια δεν έκαναν καλή χρήση της

εύνοιας που τους επεφύλασσε η τύχη. Η οποία εκδηλώθηκε στη συνέχεια με την

έγκριση πενθήμερης άδειας και στους δύο ταυτοχρόνως (!) για να κάνουν

πρωτοχρονιά με τους δικούς τους.

Ο 33χρονος Κώστας και ο 27χρονος Παναγιώτης Βλαστός, εξοπλισμένοι με

αλεξίσφαιρα γιλέκα, έκαναν τις βόλτες τους απολαμβάνοντας την ελευθερία που

τους είχε χαρίσει προσωρινά ο νόμος. Ήταν 3 τα ξημερώματα της 3ης Ιανουαρίου

1998, όταν βρέθηκαν στην Ελευσίνα παρέα με τον Παύλο Χαρίτο, 47 ετών. Και οι

τρεις επέβαιναν σε αυτοκίνητο, που οδηγούσε ο ένας από τους δύο αδελφούς.

Αστυνομικοί που περιπολούσαν την περιοχή θεώρησαν ύποπτες τις κινήσεις τους

και έκαναν σήμα στον οδηγό να σταματήσει. Εκείνος όμως πάτησε γκάζι,

επιβεβαιώνοντας τις υποψίες των αστυνομικών.

Στην καταδίωξη του ύποπτου αυτοκινήτου, του οποίου τους επιβάτες ουδείς

γνώριζε έως εκείνη τη στιγμή, έλαβαν μέρος πολλά περιπολικά που κατάφεραν

τελικά να μπλοκάρουν το αυτοκίνητο των Βλαστών και, συνεπώς, να τους συλλάβουν

και να τους οδηγήσουν στο Αστυνομικό Τμήμα Ελευσίνας. Η διαδικασία που

ακολουθήθηκε ήταν η συνήθης. Εισαγγελέας, Αυτόφωρο και… από το σημείο αυτό

αρχίζουν τα περίεργα.

Οι κατηγορούμενοι οδηγήθηκαν στο Αυτόφωρο στις 5 Ιανουαρίου. Η δίκη τους

ανεβλήθη για τις 19 του μηνός και, στη συνέχεια, αφού το δικαστήριο τους άφησε

ελεύθερους, οδηγήθηκαν στον εισαγγελέα Εκτέλεσης Ποινών, επειδή ήταν

κρατούμενοι των φυλακών Κορυδαλλού. Η πενθήμερη άδειά τους έληγε σε λίγες ώρες

και ο αρμόδιος εισαγγελέας, κρίνοντας προφανώς ότι δεν είχε δικαίωμα να

παραβιάσει τα δικαιώματά τους, τους άφησε ελεύθερους να επιστρέψουν μόνοι τους

στη φυλακή!

Και εκείνοι βεβαίως δεν επέστρεψαν… Δυόμισι μήνες αργότερα ωστόσο διέπραξαν

επί της Λεωφόρου Θησέως στην Καλλιθέα μια τροχαία παράβαση που αποδείχθηκε

μοιραία. Επιβαίνοντας σ’ ένα μοτοποδήλατο, παραβίασαν το κόκκινο. Δύο

αστυνομικοί τούς σταμάτησαν και πριν προλάβουν να τους επιπλήξουν, τα δύο

αδέλφια άρχισαν να πυροβολούν. Οι αστυνομικοί ανταπέδωσαν και ο δρόμος έμοιαζε

με πεδίο μάχης.

Η σκληρή αναμέτρηση είχε ως αποτέλεσμα να τραυματιστεί θανάσιμα ο Κώστας

Βλαστός και πολύ σοβαρά οι δύο αστυνομικοί. Ο Παναγιώτης Βλαστός κατόρθωσε να

διαφύγει, για να συλληφθεί τελικά στις 16 Ιουνίου 1998 σε καφετέρια της οδού

Μητροπόλεως, όπου του είχαν στήσει ενέδρα οι αστυνομικοί.«Η σύλληψή μου με

λύτρωσε», εξομολογήθηκε στον εισαγγελέα, όπου οδηγήθηκε για να του απαγγελθούν

οι αμέτρητες κατηγορίες για τα αδικήματα που είχε διαπράξει κατά τη διάρκεια

της… εξάμηνης και πλέον άδειας από τις φυλακές.