Από τον υφυπουργό Εξωτερικών κ. Γρηγόρη Νιώτη, λάβαμε την παρακάτω

επιστολή, στις 27.1.2001:

«Διά της παρούσης επιστολής θα ήθελα να αναφερθώ στο σημερινό φύλλο της

έγκριτης εφημερίδας σας και στη στήλη «Ριπές», καθώς και στο άρθρο του

συντάκτη σας κ. Γ. Διακογιάννη με τίτλο «Ιστορία Προεδρικών Παρεξηγήσεων».

Γνωρίζοντας την αντικειμενικότητα της έγκυρης εφημερίδας σας, αλλά και τις

καλές προθέσεις του έγκριτου δημοσιογράφου της, θα ήθελα κατ’ αρχήν να

επισημάνω ότι ο χειρισμός του θέματος της προσκλήσεως του Ποντίφικα στην

Ελλάδα υπήρξε, όπως είναι αυτονόητο, αποτέλεσμα στενής και αρμονικής

συνεργασίας μεταξύ της Προεδρίας και του υπουργείου Εξωτερικών, δρομολογήθηκε

δε βάσει ομόφωνων εισηγήσεων που μου υπεβλήθησαν από τους υπηρεσιακούς

παράγοντες, λόγω της αρμοδιότητός μου επί διεθνών εκκλησιαστικών υποθέσεων και

σε συνεννόηση με τον υπουργό Εξωτερικών κ. Γ. Παπανδρέου.

Επί των συγκεκριμένων πτυχών της υποθέσεως, θα ήθελα να θέσω υπόψη σας τα

ακόλουθα στοιχεία:

1. Πρωτίστως, επιθυμώ να τονίσω ότι ο σεβασμός προς τον θεσμό του

ανώτατου πολιτειακού άρχοντα και η εκτίμηση προς το πρόσωπο του κ. Προέδρου

είναι δεδομένα, τόσο εκ μέρους της κυβερνήσεως όσο και εμού προσωπικά, οι δε

αποφάσεις του είναι απολύτως σεβαστές.

2. Η δήλωσή μου σχετικά με το θέμα της επισήμου προσκλήσεως του

Ποντίφικα στην Ελλάδα, είναι εκείνη που αναφέρει ο κ. Διακογιάννης στην από

25ης τρέχοντος ανταπόκρισή του στην εφημερίδα σας «… συμφωνώ με τον κ.

Πρόεδρο» και αποτελεί και τη μόνη επίσημη δήλωσή μου.

3. Η πρόσκληση αυτή τελεί σε πλήρη αρμονία με την κατ’ επανάληψη

εκφρασθείσα από διμήνου βούληση της κυβερνήσεως, μέσω του υπουργού Εξωτερικών,

του κυβερνητικού εκπροσώπου και εμού, να είναι ευπρόσδεκτος ο Πάπας στην

Ελλάδα. Για την άνευ προϋποθέσεων πρόσκληση του Προκαθήμενου της

Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα, έχω άλλωστε εκφρασθεί τόσο στον εδώ

εκπρόσωπο του Βατικανού όσο και στον υφυπουργό Εξωτερικών του Βατικανού Mgr

Migliore, κατά τη συνάντησή μας στο Βατικανό στις 24 τρέχοντος. Επιπλέον δε,

αποτέλεσε την εισήγησή μου προς τον κ. Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αφενός μέσω

του Γενικού Γραμματέα της Προεδρίας πρέσβη κ. Αιλιανού, αλλά και διά του

διευθυντή του Διπλωματικού Γραφείου του Προέδρου κ. Ράλλη, οι οποίοι με

διαβεβαίωσαν ότι έγινε αποδεκτή. Αυτό άλλωστε αποδεικνύεται και από την ίδια,

στη συνέχεια, τη στάση του κ. Προέδρου της Δημοκρατίας κατά τη συνάντησή του

με τον Ποντίφικα.

4. Είναι φανερό ότι το θέμα που προέκυψε οφείλεται σε παρεξήγηση,

προφανώς, των off the record συζητήσεών μου με δημοσιογράφους και των διαφόρων

ερμηνειών που τους αποδόθηκαν. Συγκεκριμένα, ανέφερα ότι για την Ελληνική

Πολιτεία ο Πάπας είναι ευπρόσδεκτος. Για το Βατικανό, όμως, δεν τίθεται μόνο

θέμα προσκλήσεως από την Ελληνική Πολιτεία, για τη στάση της οποίας δηλώνει

την πλήρη ικανοποίησή του, αλλά εξακολουθεί να συναρτά την εδώ έλευση του Πάπα

και από άλλους γενικότερους παράγοντες, ιδιαίτερα δε από την τελική στάση της

Ελλαδικής Εκκλησίας. Τα ανωτέρω επαληθεύθηκαν και κατά τη συνάντηση που είχα

με τον ομόλογό μου του Βατικανού, προκύπτουν δε σαφώς και από την ανακοίνωση

του Βατικανού, που δημοσιεύθηκε στη συνέχεια της συναντήσεως του κ. Προέδρου

της Δημοκρατίας με τον Ποντίφικα και μνημονεύει ότι «… η επίσκεψη αυτή, στα

βήματα του Αποστόλου Παύλου, να μπορέσει να πραγματοποιηθεί μια μέρα…».

5. Τέλος, παρ’ ότι δεν μπορώ να αναφερθώ λεπτομερώς στον εσωτερικό

διάλογο, που ως αρμόδιος υφυπουργός έχω αναπτύξει με την Ελλαδική Εκκλησία, θα

ήθελα να σας διαβεβαιώσω ότι οι παραινέσεις μου κινήθηκαν στις προηγούμενες

θέσεις που ανέφερα, με στόχο η επίσκεψη του Πάπα να συνάδει με την σύγχρονη

εικόνα της Ελλάδας, στην Ευρώπη και στον κόσμο.

Κατά συνέπεια, σε σχέση με την πρόσκληση προς τον Ποντίφικα, όπως προείπα,

υπήρξε θερμή η εισήγησή μου προς τον κ. Πρόεδρο της Δημοκρατίας».