<

Μια πρώτη ερώτηση αφορούσε την αναγκαιότητα δημιουργίας ενός τέτοιου κόμματος,

ερώτηση που είχε χρησιμοποιηθεί και στο παρελθόν (βλ. «ΤΑ ΝΕΑ», 27.1.1999),

όταν πριν από δύο χρόνια ο δήμαρχος Αθηναίων είχε, πρώτη φορά, αναφερθεί στον

«βιοϊστορικό κύκλο» των σημερινών κομμάτων (συνέντευξη στο «Βήμα», 10.1.1999),

τροφοδοτώντας τη φημολογία για ίδρυση νέου κόμματος. Στην παρούσα έρευνα το

15,1% (11,1% πριν από δύο χρόνια) θεωρεί «εντελώς απαραίτητη» τη δημιουργία

του νέου κόμματος και το 28,9% (22,4% πριν από δύο χρόνια) «μάλλον

απαραίτητη». Η σημερινή συγκυρία εμφανίζεται επομένως σχετικώς ευνοϊκότερη σε

σύγκριση με τον Ιανουάριο του 1999, διαπίστωση που συμβαδίζει και με

αντίστοιχα ευρήματα άλλων ερευνών. Έτσι π.χ. στις πρόσφατες «Τάσεις» της MRB

(Δεκέμβριος 2000), το 46,6% αντιμετώπιζε θετικά τη δημιουργία νέων πολιτικών

κομμάτων και μόνο το 27,4% αρνητικά (ενώ πριν από ένα χρόνο, σε οιονεί όμως

προεκλογική περίοδο, τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 32,2% θετικά και 33,6

αρνητικά). Η πολλαπλά διαπιστωνόμενη αποστασιοποίηση από τα δύο μεγάλα κόμματα

τους τελευταίους μήνες ­ μετά την εντυπωσιακή ανάκαμψη του δικομματισμού στις

εκλογές του Απριλίου ­ τροφοδοτεί αυτή τη στάση ευμενούς αναμονής για

δημιουργία νέων κομμάτων.

Προτιμήσεις νέων

Ευνοϊκότερα τοποθετημένος απέναντι στη δημιουργία νέων κομμάτων ­ και

ειδικότερα στην ίδρυση κόμματος από τον Δ. Αβραμόπουλο ­ είναι όσοι ανήκουν

στις νεώτερες ηλικίες (έως 44 ετών), με ποσοστά που προσεγγίζουν το 50%.

Πρόκειται για το τμήμα του πληθυσμού που ενηλικιώθηκε και κοινωνικοποιήθηκε

μετά τη δικτατορία και του οποίου η βιωμένη πολιτική εμπειρία έχει ως

αποκλειστικό σημείο αναφοράς τα σημερινά πολιτικά κόμματα.

Μια δεύτερη ερώτηση για το υπό ίδρυση κόμμα αφορούσε την πιθανότητα

υπερψήφισής του από τους ερωτωμένους. Ο ευνοϊκός πυρήνας («σίγουρα θα μπορούσα

να το ψηφίσω») καταγράφεται στο 12,7%, σε απολύτως συγκρίσιμα δηλαδή μεγέθη με

αυτά που είχαν προκύψει, πριν από δύο χρόνια, στην αντίστοιχη έρευνα της V-PRC

(12,3%). Αντίθετα, αισθητά διευρυμένος εμφανίζεται ο δυνητικός περίγυρος

(«μάλλον θα μπορούσα να το ψηφίσω»), που φτάνει σήμερα το 23,0% (έναντι 15,9%

τον Ιανουάριο του 1999).

Σε σύγκριση με τα αντίστοιχα στοιχεία των «Τάσεων» της MRB (Δεκέμβριος 2000),

που δημοσιοποιήθηκαν λίγες ημέρες πριν από την αναγγελία του νέου κόμματος, ο

ευνοϊκός πυρήνας (με την ίδια ακριβώς διατύπωση «σίγουρα θα μπορούσα…»)

εμφανίζεται σήμερα εντυπωσιακά μειωμένος, από 21,1% σε 12,7%, αν και συνολικά

ο ευρύτερος δυνητικός περίγυρος παραμένει σε ιδιαιτέρως υψηλά μεγέθη (35,7%

σήμερα, έναντι 42,1% στις «Τάσεις» της MRB).

Το κρίσιμο όμως στοιχείο για την αξιολόγηση των δεδομένων αυτών είναι οι

αλληλοεπικαλύψεις που υπάρχουν μεταξύ της ευνοϊκής στάσης απέναντι στο νέο

κόμμα και της αντίστοιχης αντιμετώπισης των υπόλοιπων κομμάτων. Έτσι, από το

12,7% που δηλώνει ότι «σίγουρα θα μπορούσε να ψηφίσει» υπέρ του νέου κόμματος,

οι μισοί δηλώνουν ταυτόχρονα ότι «σίγουρα θα μπορούσαν να ψηφίσουν» και υπέρ

κάποιου άλλου κόμματος (κυρίως υπέρ της Ν.Δ.).

Ο περίγυρος συμπάθειας

Αντίστοιχα, από τον ευρύτερο περίγυρο συμπάθειας (δηλαδή από αυτούς που

«μάλλον θα μπορούσαν να το ψηφίσουν») περίπου οι μισοί δηλώνουν ότι

αισθάνονται «κοντά» σε κάποιο άλλο από τα υπάρχοντα κόμματα, το οποίο «σίγουρα

θα μπορούσαν να ψηφίσουν». Για τους ψηφοφόρους αυτούς ­ ή τουλάχιστον για την

πλειονότητά τους ­ η μετριοπαθής ευνοϊκή αντιμετώπιση του νέου κόμματος

υποδηλώνει απλώς ότι δέχονται να το συμπεριλάβουν στο φάσμα των επιλογών τους,

χωρίς πάντως να το αξιολογούν ως την πρώτη προτίμησή τους.

Ο ευνοϊκός πυρήνας για το κόμμα του Δ. Αβραμόπουλου (αυτοί που «σίγουρα θα

μπορούσαν να το ψηφίσουν») εμφανίζει μια σαφέστατα διακομματική προέλευση,

αφού μόνο κατά το ήμισυ αποτελείται από ψηφοφόρους της Ν.Δ. (τον περασμένο

Απρίλιο) ενώ οι υπόλοιποι είχαν προτιμήσει το ΠΑΣΟΚ (κυρίως) ή μικρότερα

κόμματα που σήμερα δεν εκπροσωπούνται στη Βουλή (ΔΗΚΚΙ κ.ά.). Πρέπει μάλιστα

να σημειωθεί ότι οι ψηφοφόροι της Ν.Δ. που δηλώνουν ότι «σίγουρα θα μπορούσαν

να ψηφίσουν» το κόμμα του κ. Αβραμόπουλου, στη μεγάλη τους πλειονότητα

(περίπου 2 στους 3) θα μπορούσαν, εξίσου «σίγουρα», να ψηφίσουν και υπέρ της

Ν.Δ. Πρόκειται δηλαδή για ταλαντευόμενους ψηφοφόρους της Κεντροδεξιάς, η

τελική επιλογή των οποίων θα εξαρτηθεί από τη μορφή που θα πάρει ο κομματικός

ανταγωνισμός. Αντιθέτως, οι προερχόμενοι από το ΠΑΣΟΚ (ή τα μικρότερα κόμματα)

εμφανίζονται σχετικά απομακρυσμένοι από την προηγούμενη επιλογή τους και γι’

αυτό περισσότερο πρόθυμοι να υπερψηφίσουν (χωρίς ταλαντεύσεις) το νέο κόμμα.

Η πρόθεση ψήφου

Οι παρατηρήσεις που προηγήθηκαν οριοθετούν το αναγκαίο πλαίσιο για την

αξιολόγηση των ευρημάτων της έρευνας σχετικά με την «πρόθεση ψήφου». Το «κόμμα

Αβραμόπουλου», στην ερώτηση αυτή, συγκεντρώνει τις προτιμήσεις του 16,8% των

απαντώντων, με εισροές αντίστοιχου μεγέθους και από τα δύο μεγάλα κόμματα

(16,0% των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ τον περασμένο Απρίλιο και 17,9% των αντίστοιχων

ψηφοφόρων της Ν.Δ.). Η μεγάλη πλειονότητα από αυτούς που το επιλέγουν (περίπου

2 στους 3) αυτοτοποθετείται στον χώρο του Κέντρου και της Κεντροδεξιάς, αλλά η

δυνητική πολυσυλλεκτικότητά του διαπιστώνεται από τις, έστω και σχετικώς

περιορισμένες, προτιμήσεις που αποσπά τόσο από τον χώρο της Δεξιάς όσο και από

ψηφοφόρους της Κεντροαριστεράς.

Ιδιαίτερα αυξημένα είναι τα ποσοστά του «κόμματος Αβραμόπουλου» στις νεώτερες

ηλικίες (έως 44 ετών), όπου υπερβαίνει, συνολικά, το 20%, με κατ’ εξοχήν

προνομιούχο χώρο τους νέους (18-24 ετών), όπου με 25,8% των προτιμήσεων

ανταγωνίζεται ευθέως τόσο το ΠΑΣΟΚ (29,0%) όσο και τη Ν.Δ. (27,4%). Αντίθετα,

η εν δυνάμει επιρροή του στις μεγαλύτερες ηλικίες (45 ετών και άνω)

εμφανίζεται αισθητά χαμηλότερα και κυμαίνεται περί το 13%.

Μια συστηματικότερη διερεύνηση της εν δυνάμει επιρροής του «κόμματος

Αβραμόπουλου» επιβάλλει όμως την ανάλυσή της με βάση την τοποθέτηση των

απαντώντων ως προς το συνολικό φάσμα του κομματικού ανταγωνισμού.

Ο «πυρήνας» Αβραμόπουλου

Από το 16,8% που επιλέγει ως «πρόθεση ψήφου» το «κόμμα Αβραμόπουλου» μόνο το

7,2% δηλώνει ταυτόχρονα ότι «σίγουρα θα μπορούσε να το ψηφίσει», κι από αυτούς

μόνο το 4,2% το αξιολογεί ως πρώτη προτεραιότητα. Οι υπόλοιποι, δηλαδή το 3%,

δηλώνουν ταυτόχρονα ότι θα μπορούσαν, εξίσου «σίγουρα», να ψηφίσουν και άλλα

κόμματα (κυρίως για τη Ν.Δ.). Διαπιστώνεται επομένως ότι, με αυστηρά κριτήρια

προσδιοριζόμενος, ο πυρήνας του νέου κόμματος αντιστοιχεί περίπου στο 5% του

εκλογικού σώματος, και τροφοδοτείται κυρίως από απογοητευμένους ψηφοφόρους του

ΠΑΣΟΚ, με μέσο προς κατώτερο εισόδημα και κεντρώα προς κεντροδεξιά τοποθέτηση.

Δίπλα στον πυρήνα αυτό υπάρχει ένα ιδιαίτερα ευνοϊκό ακροατήριο, αποτελούμενο

κυρίως από ψηφοφόρους της Ν.Δ., το οποίο όμως ταλαντεύεται έντονα, γιατί η

συμπάθεια που αισθάνεται για τον δήμαρχο Αθηναίων δύσκολα μπορεί να

αντισταθμίσει την παραταξιακή του ταύτιση. Στην παρούσα έρευνα οι ψηφοφόροι

αυτοί, που αντιστοιχούν περίπου στο 5% του εκλογικού σώματος, σχεδόν

ισομοιράζονται, στην «πρόθεση ψήφου», μεταξύ Αβραμόπουλου και Ν.Δ., χωρίς

κανείς να μπορεί να προδικάσει πώς θα διαμορφωθούν στο μέλλον οι σημερινές

ασαφείς επιλογές.

Το υπόλοιπο τμήμα της εν δυνάμει επιρροής του «κόμματος Αβραμόπουλου», όπως

αυτή καταγράφεται στην «πρόθεση ψήφου» ­ και το οποίο αντιστοιχεί περίπου στο

10% του εκλογικού σώματος (για την ακρίβεια 9,6%) ­, εμφανίζει πολύ

χαμηλότερους δεσμούς με τη δηλωνόμενη σήμερα επιλογή του. Πρόκειται, κατ’

αρχάς, για ερωτωμένους που αντιμετωπίζουν το «κόμμα Αβραμόπουλου» ως πιθανή,

αλλά πάντως όχι ως σίγουρη, επιλογή τους («μάλλον θα μπορούσα να το ψηφίσω»).

Για μια σημαντική μάλιστα μερίδα από αυτούς (σχεδόν για τους μισούς) υπάρχει

άλλη κομματική επιλογή, η οποία δηλώνεται ως «σίγουρη» ή πάντως ως

«πιθανότερη», την οποία όμως οι ίδιοι που την εκφράζουν στο ερωτηματολόγιο δεν

την ακολουθούν στην κάλπη της δημοσκόπησης.

Πρόκειται, πιθανότατα, για τη στρέβλωση που προκαλεί η συμπερίληψη

ανομοιογενών πραγμάτων στο ψηφοδέλτιο της έρευνας (όπου αναμειγνύονται υπαρκτά

κόμματα με προσωπικώς ονοματιζόμενα). Η στρέβλωση αυτή αντανακλά βέβαια την

προσωπική ακτινοβολία του δημάρχου, αλλά οφείλεται επίσης και στη χαλαρότητα

της επιλογής σε μια δημοσκόπηση που πραγματοποιείται σε πολιτικά αποφορτισμένη

περίοδο.

Οι αποστασιοποιημένοι

Το κρισιμότερο πάντως τμήμα τής εν δυνάμει επιρροής του «κόμματος

Αβραμόπουλου», αυτό το οποίο θα κρίνει, σε τελική ανάλυση, την επιτυχία ή την

αποτυχία του εγχειρήματος, εντοπίζεται στους ψηφοφόρους εκείνους που

εμφανίζονται σήμερα αποστασιοποιημένοι από τα υπάρχοντα πολιτικά κόμματα.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της παρούσας έρευνας, μόλις εννέα μήνες μετά τις

εκλογές του Απριλίου, περίπου το 35% του εκλογικού σώματος εμφανίζεται να μη

διαθέτει καμία «σίγουρη» επιλογή ψήφου. Οι περισσότεροι από αυτούς δηλώνουν

ότι δεν αισθάνονται «κοντά» σε κανένα από τα υπάρχοντα κόμματα, τα οποία

πάντως αντιμετωπίζουν ­ κυρίως τα δύο μεγάλα, καθώς και το υπό ίδρυση νέο

κόμμα ­ ως μια πιθανή επιλογή ψήφου στο μέλλον. Στον χώρο αυτό της εκλογικής

ρευστότητας και της κομματικής αποστασιοποίησης το «κόμμα Αβραμόπουλου»

συγκεντρώνει σήμερα τις προτιμήσεις περίπου του 20% ­ δηλαδή 7% του συνολικού

εκλογικού σώματος ­ γεγονός που το τοποθετεί σε ευθέως ανταγωνιστική θέση με

τα δύο μεγάλα κόμματα (οι προτιμήσεις προς τα οποία κυμαίνονται από 20% έως

25%).

Οι ασταθείς και αποστασιοποιημένοι αυτοί ψηφοφόροι, η προσέλκυση των οποίων

είναι όμως απαραίτητη για να υπερβεί το νέο κόμμα το κρίσιμο όριο του 10%, θα

αποτελέσουν στο μέλλον το κατ’ εξοχήν μήλον της Έριδος για τα δύο μεγάλα

κόμματα, αλλά και για το εγχείρημα του δημάρχου. Πρόκειται κυρίως για

ψηφοφόρους νέων ηλικιών (π.χ. το 45% των 18-34 ετών δεν δηλώνει σήμερα

«σίγουρη» ψήφο), με μέσο ή ανώτερο μορφωτικό επίπεδο, που ζουν στα αστικά

κέντρα. Στις προηγούμενες εκλογές η πλειονότητά τους στράφηκε τελικά προς το

ΠΑΣΟΚ, αλλά σήμερα εκφράζει, με διάφορους τρόπους, τη δυσαρέσκειά της για την

ακολουθούμενη πολιτική.

Η απουσία ισχυρής κομματικής ταύτισης τούς επιτρέπει να αντιμετωπίζουν τα

διάφορα πολιτικά κόμματα (υπαρκτά ή υπό διαμόρφωση) ως εξίσου «πιθανές»

επιλογές ψήφου, χωρίς καμία πάντως να είναι δεδομένη. Σ’ αυτούς οφείλεται

κυρίως η αποδυναμωμένη σήμερα επιρροή του ΠΑΣΟΚ και τα διογκωμένα ποσοστά

«πρόθεσης ψήφου» για το κόμμα του δημάρχου. Οι τελικές επιλογές τους

παραμένουν όμως ακόμη άδηλες, αφού πρόκειται για «εκλογείς νέου τύπου», με

χαλαρές ιδεολογικές δεσμεύσεις, και ανοιχτούς στις διακυμάνσεις της συγκυρίας.

Η ταυτότητα της έρευνας

ΕΤΑΙΡΕΙΑ: ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ V – PROJECT RESEARCH CONSULTING

Μέλος του ΣΕΔΕΑ, της ESOMAR και της WAPOR

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ: www.v-prc.gr

ΑΝΑΘΕΣΗ: Εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ»

ΤΥΠΟΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΣ: Ποσοτική έρευνα με ατομικές συνεντεύξεις, πρόσωπο με

πρόσωπο (face to face), στα νοικοκυριά των ερωτωμένων και χρήση δομημένου

ερωτηματολογίου και κάλπης.

ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ: Γενικός πληθυσμός 18 ετών και άνω.

ΠΕΡΙΟΧΗ: Το σύνολο της χώρας, χωρίς τις νήσους Αιγαίου και Ιονίου.

ΔΕΙΓΜΑ: Το πραγματοποιηθέν μέγεθος του δείγματος ανέρχεται σε 1.076

άτομα.

ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑ: Ακολουθήθηκε η μέθοδος της πολυσταδιακής

στρωματοποιημένης δειγματοληψίας.

ΧΡΟΝΟΣ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΠΕΔΙΟΥ: Η έρευνα πεδίου πραγματοποιήθηκε

στο χρονικό διάστημα 8 έως 25 Ιανουαρίου 2001.

ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΕΡΕΥΝΑΣ ΠΕΔΙΟΥ: Για την πραγματοποίηση της έρευνας εργάστηκαν

40 ερευνητές και 12 επόπτες.

ΕΛΑΧΙΣΤΕΣ ΒΑΣΕΙΣ: Απαντήσεις με βάσεις κάτω των 60 ερωτηθέντων είναι

εντελώς ενδεικτικές.

* Διευκρίνιση του Ινστιτούτου V-PRC για την πρόθεση ψήφου

Τα ποσοστά πρόθεσης ψήφου δεν αποτελούν πρόβλεψη ψήφου, αλλά καταγραφή των

τάσεων του εκλογικού σώματος στη χρονική περίοδο 8 – 25/1/2001. Για τους

αναγνώστες των στοιχείων της έρευνας υπογραμμίζουμε ότι η παραπάνω επισήμανση

αποκτά επιπρόσθετη βαρύτητα με δεδομένη τη διερεύνηση τού υπό ίδρυση κόμματος

με την προσωρινή ονομασία «κόμμα Αβραμόπουλου», η απήχηση του οποίου δεν έχει

καταγραφεί σε εκλογική αναμέτρηση.

* Το Ινστιτούτο V – PROJECT RESEARCH CONSULTING εφαρμόζει αυστηρά όλους

τους κώδικες Δεοντολογίας της ESOMAR, της WAPOR και του ΣΕΔΕΑ, για την

Πολιτική – Κοινωνική Έρευνα, την Έρευνα Αγοράς, τη δημοσίευση αποτελεσμάτων

δημοσκοπήσεων και τις κατευθυντήριες γραμμές για την ερμηνεία τους.