Ύστερα από έναν παραγωγικό και με εντάσεις διάλογο, η τύχη του άρθρου 24

φαίνεται να κρίνεται, αφού η τελευταία διατύπωση του εισηγητή της πλειοψηφίας

(πλην μικρών διαφορών) φαίνεται να βρίσκει σύμφωνες τις περισσότερες πλευρές.

Οι προσθήκες, αν και περιορισμένες, είναι σημαντικές. Εισάγεται η αρχή της

αειφορίας, που και μόνη της είναι αρκετή για να καθορίσει το πλαίσιο των

σχέσεων οικονομίας και φυσικού περιβάλλοντος. Αειφορία σημαίνει διατήρηση της

βιολογικής ποικιλότητας στο διηνεκές, σημαίνει διαφύλαξη της ανανεωσιμότητας

των φυσικών πόρων, σημαίνει αναγνώριση των δικαιωμάτων των επόμενων γενεών.

Κατ’ επέκταση σημαίνει κοινωνική δικαιοσύνη σε ό,τι αφορά την κατανομή των

βαρών, σημαίνει προστασία των τοπικών κοινοτήτων, σημαίνει άρση των

διαπεριφερειακών ανισοτήτων. Το άρθρο 24, αν και αφορά το σύνολο του φυσικού

και πολιτιστικού περιβάλλοντος, δίνει και πάλι έμφαση στο δάσος. Διατηρεί

δηλαδή την ιστορικότητα της αναφοράς (πράγμα που όμως δεν θα πρέπει να οδηγεί

στην αυτόματη ταύτιση δάσους και περιβάλλοντος). Εκτός από τα δημόσια,

προστατεύονται και τα ιδιωτικά δάση. Υπάγονται βέβαια στην εξαίρεση των λόγων

«εθνικής σημασίας». Αυτή η ολοκλήρωση θεωρήθηκε από ορισμένους εκ του πονηρού.

Έχουν προφανώς άδικο. Διότι η νομολογία έρχεται και παρέρχεται, ενώ το

Σύνταγμα παραμένει. Άλλωστε ουδείς μπορεί να ισχυριστεί ότι στο παρελθόν έγινε

κατάχρηση αυτού του δικαιώματος. Το αντίθετο μάλιστα: οι όποιες αλλαγές

προορισμού είχαν προταθεί, ακολούθησαν τις κανονικές, χρονοβόρες και επίπονες

διαδικασίες. Φυσικά, ούτε αυτή η διατύπωση επιλύει τις συσσωρευμένες

εκκρεμότητες (δασικοί συνεταιρισμοί, δασωθέντες αγροί, κ.λπ.). Όμως το

Σύνταγμα δεν είναι συνταγή για κάθε αρρώστια, ούτε εγχειρίδιο για τα

προβλήματα της συγκυρίας. Είναι πλαίσιο αρχών για την κοινωνία, την πολιτική

και κυρίως για το δίπολο της νομοθετικής και δικαστικής εξουσίας. Τέλος, η

ρητή αναφορά στον χωροταξικό σχεδιασμό, πέρα από την περιττή ερμηνεία του όρου

(είναι σχεδόν ταυτολογία) θέτει με έμφαση τη σχέση της χωροταξίας με την

προστασία του περιβάλλοντος. Η κατανάλωση του χώρου, η ανάπτυξη των οικιστικών

και βιομηχανικών χρήσεων, η επέκταση ή η συρρίκνωση της γεωργικής γης, η

ένταση των δραστηριοτήτων στον παράκτιο χώρο, αποτελούν μορφές πιέσεων πάνω

στο φυσικό περιβάλλον. Το εργαλείο για τη διευθέτηση, τον ορισμό

προτεραιοτήτων, την επιβολή κανόνων και περιορισμών δεν είναι άλλο από τη

χωροταξία, μια δύσκολη αλλά απαραίτητη σύζευξη επιστήμης και πολιτικής. Τα

υπόλοιπα είναι έργο της εκπαίδευσης και του πολιτισμού. Με την έννοια αυτή, το

αν και κατά πόσο θα προστατευθεί το περιβάλλον (αλλά και οι φαντασιακές του

εκδοχές) είναι μια πολύ πιο σύνθετη διαδικασία, που προφανώς ξεπερνά και τις

προθέσεις των επί μέρους κοινωνικών ομάδων και την εμβέλεια των θεσμών. Αφορά

κυρίως στα πρότυπα (που αναπτύσσονται με υπόγειες διαδικασίες), αλλά και στο

ειδικό βάρος της ιστορίας πάνω στη διαμόρφωση του συλλογικού υποσυνείδητου.

Συμπερασματικά, αν και υπάρχουν θεωρητικά περιθώρια και για άλλες προσθήκες

και αλλαγές (επί τα βελτίω), η συναίνεση που φαίνεται να διαμορφώνεται μεταξύ

πολιτών και πολιτικής, παρήγαγε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, με δεδομένα

όμως τα «υλικά». Η κοινωνία, έλεγε κάποιος παλιός σοφός, θέτει μόνο εκείνα τα

ερωτήματα στα οποία μπορεί να απαντήσει.