<

Την έναρξη της συζήτησης για την αναθεώρηση του Συντάγματος στην ολομέλεια της

Βουλής, την περασμένη Τετάρτη, το ΠΑΣΟΚ συνόδευσε με δύο αξιόλογες προτάσεις

για το καθεστώς των βουλευτών, τις οποίες δεν είχε τολμήσει να υποβάλει

παλαιότερα: από τη μια, θα εκπίπτουν οι βουλευτές που οι προεκλογικές δαπάνες

τους υπερβαίνουν το ανώτατο όριο που θα προβλέπεται κάθε φορά. Και, από την

άλλη, οι βουλευτές δεν θα μπορούν να ασκούν καμιάν επαγγελματική δραστηριότητα

μετά την εκλογή τους, όπως συμβαίνει σήμερα με τους υπουργούς.

Για να ευοδωθούν, τόσο η πρώτη όσο και η δεύτερη από τις ως άνω προτάσεις

χρειάζεται να αναθεωρηθούν οι σχετικές συνταγματικές διατάξεις. Επειδή τα

άρθρα 29 και 57 του Συντάγματος περιλαμβάνονται στα αναθεωρητέα, νομίζω πως

αυτό μπορεί να γίνει τώρα.

Και τούτο παρά το γεγονός ότι κανένας δεν είχε υποστηρίξει τόσο σημαντικές

αλλαγές στο καθεστώς των βουλευτών στην προηγούμενη Βουλή, η οποία σύμφωνα με

το Σύνταγμα, ήταν αυτή που προσδιόρισε το εύρος της αναθεώρησης. Το ενδιαφέρον

μάλιστα εν προκειμένω είναι ότι την αλλαγή αυτή μπορούν σήμερα οι βουλευτές

του ΠΑΣΟΚ να την πραγματοποιήσουν από μόνοι τους, όσο οι ίδιοι θέλουν και στην

έκταση που αυτοί το επιθυμούν.

Οι προτάσεις για τους βουλευτές αναδεικνύουν εύγλωττα το μείζον παράδοξο της

υπό εξέλιξη αναθεώρησης: για πρώτη φορά στη συνταγματική μας ιστορία υπό

ομαλές περιστάσεις, ένα κόμμα μπορεί νομότυπα να αλλάξει από μόνο του σχεδόν

το μισό Σύνταγμα της χώρας, όπως αυτό νομίζει. Διότι, στην προηγούμενη Βουλή,

οι 83 από τις 90 διατάξεις του Συντάγματος που τροποποιούνται, κρίθηκαν

αναθεωρητέες από πολύ περισσότερους από 180 βουλευτές. Έτσι, στη σημερινή

Βουλή, οι διατάξεις αυτές χρειάζονται για να τροποποιηθούν μόνον 151 ψήφους.

Μπορούν μάλιστα να αναθεωρηθούν προς την κατεύθυνση που οι 151 αυτοί βουλευτές

το επιθυμούν, μια και, κατά το Σύνταγμα, οι «κατευθύνσεις» που η πρώτη Βουλή

ψηφίζει για κάθε αναθεωρητέο άρθρο δεν είναι δεσμευτικές για τη δεύτερη,

δηλαδή για την Αναθεωρητική Βουλή.

Εκ πρώτης όψεως, η θετική ψήφος της Νέας Δημοκρατίας υπέρ της αναθεώρησης στην

προηγούμενη Βουλή ­ η ψήφος, δηλαδή που έδωσε την τεράστια αυτή εξουσία στους

βουλευτές του ΠΑΣΟΚ στη σημερινή Βουλή ­ είναι δυσεξήγητη. Να οφείλεται στην

προσδοκία της Νέας Δημοκρατίας ­ αβάσιμη, όπως τελικά αποδείχθηκε ­ ότι αυτή

θα κέρδιζε τις εκλογές του 2000 και ότι αυτή, ως εκ τούτου, θα μπορούσε να

αναθεωρήσει το μισό Σύνταγμα της χώρας κατά το δοκούν, στη σημερινή Βουλή;

Όπως και να ‘χουν τα πράγματα, ένα είναι βέβαιο: η πολυδιαφημισμένη συναίνεση

των δύο μεγάλων κομμάτων για την αναθεώρηση ενδέχεται να οφείλεται σε

κυνικότερες εκτιμήσεις απ’ όσο αφήνουν να εννοηθεί οι εμπνευστές αυτού του

χαρακτηρισμού.

Από τις συζητήσεις του περασμένου φθινοπώρου στην Επιτροπή Αναθεωρήσεως του

Συντάγματος της σημερινής Βουλής φάνηκε ότι η συναίνεση αυτή διατηρείται. Με

λιγοστές και μάλλον ανούσιες εξαιρέσεις, τα δύο μεγάλα κόμματα έδειξαν ότι

συμφωνούν στα βασικά.

Έκτοτε, εν τούτοις, ύστερα από τις έντονες αντιδράσεις που προκάλεσε η

επιχειρούμενη αναθεώρηση μερικών άρθρων του Συντάγματος ­ όπως, για

παράδειγμα, του άρθρου 24 για το περιβάλλον, του άρθρου 35 για το Συμβούλιο

της Επικρατείας, ή του άρθρου 14 για τον οικονομικό έλεγχο των μέσων

ενημέρωσης ­ η συναίνεση αυτή μοιάζει να έχει κλονισθεί.

Αυτό τουλάχιστον συνάγεται από τις αντιπροτάσεις που ­ με την ενδεικτική

εξαίρεση του κ. Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ­ κατέθεσαν στη Βουλή οι βουλευτές του

κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, την περασμένη Τρίτη. Σε ανάλογα

συμπεράσματα οδηγεί και μια άλλη εξέλιξη, ίσως ακόμη πιο ενδιαφέρουσα: μετά

τον θόρυβο που προκλήθηκε, σε όσους αντιδρούν στη «συναινετική» αναθεώρηση

προστέθηκαν και μερικοί βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, που δήλωσαν ότι θα καταψηφίσουν

την τροποποίηση ορισμένων άρθρων.

Χωρίς να προδικάζουν ανατροπές, οι εξελίξεις αυτές είναι ενδιαφέρουσες. Διότι

δείχνουν ότι όταν η κοινωνία αντιδρά ­ και η αντίδρασή της είναι σοβαρή και

συντονισμένη ­ οι πολιτικοί δεν μένουν ασυγκίνητοι.

Σε κάθε περίπτωση ­ και ορισμένες σιβυλλικές φράσεις του κ. Κώστα Σημίτη στην

προχθεσινή συζήτηση το υπαινίσσονται ­ ο προσεκτικός παρατηρητής μπορεί εύλογα

να διερωτηθεί: συναινετική; Ίσως. Όμως για πόσο καιρό ακόμη;

Ο Ν. Κ. Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο

Πανεπιστήμιο Αθηνών