Έναν χρόνο Νηπιαγωγείο, έξι χρόνια Δημοτικό, έξι Γυμνάσιο και Λύκειο,

τέσσερα στο Πανεπιστήμιο, τρία αφιερωμένα στο διδακτορικό, ένα στο μάστερ, δύο

στον στρατό και ένα στην… ανεργία, σύνολο 24 ­ από τα 29 που μετρά ως

καταγραμμένη ανθρώπινη ύπαρξη! Και αν αναρωτηθείτε πού πήγαν τα υπόλοιπα (και

πρώτα) πέντε χρόνια της ζωής του Διονύση Γουβιά, ήταν απλώς… παιδί.

Διονύσης Γουβιάς: Επαγγέλματα όπως κοινωνική έρευνα και κοινωνικές επιστήμες

είναι στη γωνία, πέρα από ασυνείδητη είναι και ενσυνείδητη προσπάθεια κάποιων

να μην πάνε μπροστά τέτοιες επιστήμες, γιατί το ζητούμενο πια δεν είναι

άνθρωποι σκεπτόμενοι

Μόνο τότε, άλλωστε, υπήρξε παιδί ­ με ό,τι και όσα υποδηλώνει η λέξη. Τα

υπόλοιπα 24 χρόνια του δαπανήθηκαν σ’ αυτό που λέγεται μόρφωση, γνώση,

εξειδίκευση, για να μπορεί να είναι σήμερα ένας πτυχιούχος ­ με διδακτορικό,

μάστερ και δύο ξένες γλώσσες ­ άνεργος!

Η περίπτωση του Διονύση θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ακραία, αν θέσεις…

ανεργίας ανάλογη με την δική του δεν καταλάμβαναν άλλοι 713 πολυπτυχιούχοι!

Δεν είναι λοιπόν ακραία, είναι όμως εξωφρενική, όπως και οι υπολοιπες 713

περιπτώσεις και λίγο περισσότερο από αυτές, αφού ο Διονύσης έκανε διδακτορικό

και πήρε το μάστερ του στην Αγγλία με χρήματα του ελληνικού κράτους ­ κέρδισε

για τέσσερις απανωτές χρονιές υποτροφία του ΙΚΥ.

Και μπορεί σήμερα να αυτοσαρκάζεται ότι παραμένει στα αζήτητα του ίδιου του

κράτους που τον πριμοδότησε «γενναιόδωρα», όπως ομολογεί, από τα ταμεία του,

για να ‘ναι, εδώ και μήνες, στην ουρά της ανεργίας…

Θα μπορούσε να συμβεί αυτό σε κάποια άλλη προηγμένη χώρα του κόσμου;

Προηγμένη, τουλάχιστον, όχι! Αποδεδειγμένα όχι, αφού καμιά στατιστική, καμιάς

άλλης ευρωπαϊκής χώρας δεν περιλαμβάνει υπολογίσιμο δείγμα ανέργων με

διδακτορικό και μάστερ ­ πλην της Ελλάδας φυσικά, που σ’ αυτό το θέμα

Τι τα ‘θελε όλα αυτά ο Διονύσης; To αναρωτιέται και ο ίδιος, έχει μπει στη

διαδικασία να σκέφτεται μήπως και λάθεψε, «μήπως τόσα χρόνια κόπων πήγαν

στράφι.

Αν είχα αρκεσθεί απλώς στο πρώτο μου πτυχίο, ίσως είχα καταφέρει να πιάσω

κάποια δουλειά και να ζω σήμερα στο δικό μου σπίτι και όχι «φιλοξενούμενος»

ακόμη στο πατρικό μου, αλλά και αν δεν είχα καταφέρει να βρω έστω μια δουλειά

κατώτερη των προσόντων μου, ας ήμουν άνεργος κοινωνιολόγος και όχι άνεργος

διδάκτορας κοινωνιολόγος…».

Είναι «βαρύτερη» η ανεργία τώρα, γιατί έχει στοιχίσει και… περισσότερο!

Είναι «βαρύτερο» και το βιογραφικό του, αφού εμπεριέχει προσόντα και

εξειδικεύσεις που κανείς δεν φαίνεται να χρειάζεται σ’ αυτόν τον τόπο. Τα

περισσότερα από τα πανεπιστημιακά παιδαγωγικά τμήματα, τμήματα κοινωνιολογίας

και κοινωνικής ανθρωπολογίας στα οποία το έχει αποστείλει, έχουν απαντήσει διά

της… σιωπής τους!

Δεν μπήκαν καν στον κόπο να αποδεχθούν, έστω, την επαγγελματική και

επιστημονική υπόσταση του Διονύση: «Και οι ελάχιστοι που απάντησαν,

παραδέχθηκαν ότι βρήκαν πολύ ενδιαφέρον το βιογραφικό μου, αλλά λυπούνται,

είπαν, δεν υπήρχε καμιά θέση για κάποιον με τόσα προσόντα!

Το χειρότερο είναι ότι σε ορισμένα τμήματα που είχαν προκηρυχθεί θέσεις και

έκανα αίτηση, υπήρχαν κάποιοι που γνώριζαν και τη δουλειά μου, αλλά η

υποψηφιότητά μου δεν προχώρησε, πέσανε, όπως καταλαβαίνετε, τα «βύσματα» και

δεν με ευνόησαν οι συσχετισμοί δυνάμεων».

Κοινωνιολογία στο Ρέθυμνο τέλειωσε ο Διονύσης Γουβιάς και στόχος του, φυσικά

και δεν ήταν η… ανεργία. «Διαπιστώνω καθημερινά από φίλους και γνωστούς στο

ακαδημαϊκό περιβάλλον και στη Μέση Εκπαίδευση ότι υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι

σαν κι μένα, που άλλοι κουράστηκαν και άλλοι εξουθενώθηκαν να περιμένουν»,

λέει. «Υπάρχουν και άλλοι διδάκτορες, που χρόνια τώρα περιμένουν μια θέση

ανάλογη των προσόντων τους.

Αλλά καταλήγει τραγελαφικό να σε πριμοδοτεί το κράτος και ύστερα, αντί να

τηρήσει τη διάταξη της σύμβασης που σε έχει δεσμεύσει να υπογράψεις ­ ότι μετά

το τέλος των σπουδών σου θα απασχοληθείς για πέντε χρόνια στον τόπο σου σε

θέση ανάλογη της εξειδίκευσής σου ­ συστηματικά την αγνοεί! Δεν σε απορροφά

πουθενά, ούτε καν σαν απλό ερευνητή…».

Έτσι, έχει καταλήξει ο Διονύσης να στέλνει το ένα βιογραφικό μετά το άλλο και

παράλληλα να υποαπασχολείται όπου μπορεί, για να επιβιώνει: «Κυνηγώ στην

κυριολεξία το μεροκάματο, ασχολούμαι με μεταφράσεις, ψάχνω και για κανένα

ιδιαίτερο ­ αναλαμβάνω παιδιά του Γυμνασίου αλλά και του Λυκείου για τη

θεωρητική κατεύθυνση ­, ακόμα και… αρχαία άρχισα να διαβάζω, για να

συμπληρώνω ενα ισχνό εισόδημα…».

Αλλά το εισόδημα που συμπληρώνει δεν επαρκεί για να κάνει εκείνα που θα

μπορούσε να κάνει ένας 29χρονος: «Δεν μπορώ να ζήσω ακόμη σε δικό μου σπίτι ­

ούτε συζήτηση να πληρώσω ενοίκιο. Οι γονείς μου είναι χαμηλοσυνταξιούχοι, αλλά

μπορούν ακόμη να μου προσφέρουν στέγη και μέρος της διατροφής μου.

Αυτό όμως μόνο κολακευτικό δεν είναι για μένα ­ σ’ αυτή την ηλικία θα ‘πρεπε

εγώ να τους προσφέρω. Δείχνω μια μεγάλη αυτοσυγκράτηση στα έξοδα, ούτε να

διασκεδάσω μπορώ ούτε να αγοράσω όλα τα βιβλία που χρειάζομαι. Πραγματικά, τα

έχω χάσει με αυτήν τη χώρα, που όλοι της κομμάτι είμαστε…».

Απογοήτευση

Αυτό που κυρίως βιώνει ο Διονύσης, είναι «… απογοήτευση, μόνο αυτό, τίποτα

άλλο. Απογοήτευση για την κοινωνική πολιτική που προσφέρει η χώρα μας ως

οργανωμένο κράτος. Απογοήτευση για τον δρομο που χαράζει και ακολουθεί η

παγκόσμια κοινότητα. Απογοήτευση για το επάγγελμα και την ειδικότητά μας. Αλλά

και απογοήτευση προσωπική ­ νιώθεις άχρηστος, παροπλισμένος. Γιατί το θέμα δεν

είναι να γίνεις υπάλληλος γραφείου, ασφαλιστής ή το παιδί για όλες τις

δουλειές… Το θέμα, ύστερα απο τόσα χρόνια προσπαθειών και κόπων, είναι να

εφαρμόσεις όσα έχεις μάθει και να αισθανθείς επαγγελματική πληρότητα…».

«Περνάνε τα πιασάρικα επαγγέλματα»

Τι φταίει για την ανεργία και δη των διπλωματούχων; Φταίνε πολλά, κατά τον

Διονύση: «Φταίει κατ’ αρχήν η γενική αντίληψη, ειδικά για τους κοινωνικούς

επιστήμονες! Φταίει το γεγονός ότι η χώρα μας είναι προσανατολισμένη προς τα

αγοραία επαγγέλματα τα «πιασάρικα», τα λεγόμενα τεχνολογικά και οικονομικά…

Επαγγέλματα όπως κοινωνική έρευνα και κοινωνικές επιστήμες είναι στη γωνία,

πέρα από ασυνείδητη είναι και ενσυνείδητη προσπάθεια κάποιων (και κυβερνώντων)

να μην πάνε μπροστά τέτοιες επιστήμες, γιατί το ζητούμενο πια δεν είναι

άνθρωποι σκεπτόμενοι, αλλά άνθρωποι με συγκεκριμένες λειτουργίες,

απασχολήσιμοι, να ξέρουν το πόστο και την ειδίκευσή τους, τίποτα άλλο και το

σημαντικότερο, να μη μπαίνουν στη διαδικασία της κρίσης πραγμάτων…».

Σε γυναίκες και νέους τα σκήπτρα της ανεργίας

Έχει το σφρίγος και τη λάμψη της νεότητας η… ανεργία στη χώρα μας: από τους

523.374 καταγραμμένους ανέργους (ΕΣΥΕ, έρευνα Εργατικού Δυναμικού, Β’ τρίμηνο

του ’99), οι 281.407 είναι νέοι άνθρωποι ηλικίας 15 έως 29 ετών ­ ποσοστό

53,7% του συνόλου των ανέργων!

Είναι κυρίως γένους θηλυκού ­ από τους 281.407 νέους σε ηλικία ανέργους, οι

173.637 είναι γυναίκες και οι υπόλοιποι 107.770 άνδρες.

Είναι και… μορφωμένη η ανεργία μας ­ με διάφορα επίπεδα μόρφωσης: στις

λίστες των ανέργων εμπεριέχονται 133.211 νέοι με απολυτήριο Λυκείου, 53.974 με

πτυχίο ανώτερης τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης, 27.087 με πτυχίο ανωτάτων

σχολών και 713 με… διδακτορικό! Εμπεριέχονται ακόμη και 38.090 νέοι που

έχουν βγάλει μόνο το Γυμνάσιο, 26.877 με απολυτήριο Δημοτικού, 1.027 νέοι που

φοίτησαν στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού και άλλοι 1.532 που δεν πήγαν

καθόλου στο Δημοτικό!

Η ηλικιακή ομάδα 20 έως 24 ετών εμφανίζει τα μεγαλύτερα ποσοστά ανεργίας:

130.697 συνολικά άτομα. Ακολουθεί η ηλικιακή ομάδα 25-29 ετών με 105.958

ανέργους και σε πολύ μικρότερα μεγέθη οι νέοι έως 19 ετών ­ συνολικά 44.754

νέοι. Σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, οι γυναίκες κρατούν τα σκήπτρα της

ανεργίας…

Από το σύνολο των 523.374 καταγραμμένων ανέργων της χώρας μας του 1999,

περίπου οι μισοί είναι πρωτοεμφανιζόμενοι ­ 243.359 άτομα ­ και οι υπόλοιποι

άνεργοι για μεγάλο διάστημα.

«Αρνητικά» ρεκόρ συγκριτικά με τις άλλες χώρες της Ε.Ε.

Δεν είναι και τόσο κολακευτική η εικόνα της χώρας μας όσον αφορά στην

απασχόληση και την ανεργία, συγκριτικά με τις περισσότερες χώρες της

Ευρωπαϊκής Ένωσης… Στην κοινή ετήσια έκθεση της Επιτροπής Ευρωπαϊκών

Κοινοτήτων για την Απασχόληση 2000 που κατατέθηκε στις Βρυξέλλες στις 6

/9/2000, το πρόσωπο της Ελλάδας προβάλλει σκυθρωπό…

Στα συμπεράσματα της Επιτροπής που αφορούν στην Ελλάδα γίνεται αποδεκτό ότι η

οικονομία της χώρας μας αυξήθηκε το 1999 κατά 3,5% ταχύτερα από τον μέσο όρο

της Ε.Ε. και για τέταρτο κατά σειρά έτος. Αλλά παρά το γεγονός ότι η

απασχόληση αυξήθηκε, η ανεργία παρέμεινε υψηλότερη από το μέσο όρο της Ε.Ε,

αντανακλώντας, όπως επισημαίνεται στην έκθεση, «διαρθρωτικές ελλείψεις στην

αγορά εργασίας».

Εκεί που η χώρα μας χωλαίνει ιδιαίτερα, είναι στα ποσοστά ανεργίας των νέων,

των γυναικών και της ανεργίας μακρού χρόνου τα οποία αυξήθηκαν και παραμένουν

σημαντικά υψηλότερα από τους αντίστοιχους μέσους όρους για την Ε.Ε. Το

συνολικό ποσοστό απασχόλησης στην Ελλάδα μόλις που αγγίζει το 55,5% όταν ο

μέσος όρος στην Ευρώπη για το ’99 είναι 62,2%. Το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε

στο 10,7% για το 1998 (τα στοιχεία της Eurostat δεν ήταν ακόμη διαθέσιμα για

το ’99). Αξιοσημείωτα είναι επίσης τα επιμέρους ποσοστά ανεργίας των δύο

φύλων: Το ποσοστό ανεργίας για τους άνδρες είναι 7% και για τις γυναίκες

16,5%. Το ποσοστό ανεργίας των νέων είναι σημαντικά μεγαλύτερο (κατά δύο

ποσοστιαίες μονάδες) από το συνολικό ποσοστό ανεργίας -12,6%. Και εδώ οι

γυναίκες έχουν την τιμητική τους – ποσοστό ανεργίας για τις νέες γυναίκες

15,8% και για τους νέους άνδρες 10%. Ακόμη και στα ποσοστά της μακροχρόνιας

ανεργίας έχουμε από τα υψηλότερα μέσα συνολικά ποσοστά (5,9% με μέσο όρο της

Ε.Ε. 4,2%). Το ποσοστό των μακροχρόνιων ανέργων γυναικών εμφανίζεται τρεις

φορές και κάτι μεγαλύτερο από το αντίστοιχο των ανέργων ανδρών -10,1% και 3,1%

αντίστοιχα.

Η αύξηση της ανεργίας στη χώρα μας αποδίδεται κυρίως στην αύξηση του εργατικού

δυναμικού (λόγω της αυξημένης γυναικείας συμμετοχής και των μεταναστών

εργαζομένων) και τη μείωση της απασχόλησης στη γεωργία.