Στο πλαίσιο του γενικότερου προβληματισμού για την σύγκρουση της αγοράς με την

πολιτική, σημαντική προτεραιότητα αποτελεί, σε θεσμικό επίπεδο, η συνταγματική

καθιέρωση δύο νέων ανεξάρτητων διοικητικών αρχών, προκειμένου να θωρακισθούν

εσωτερικά οι αδύνατοι κρίκοι του εθνικού κράτους, οι οποίοι εντοπίζονται ιδίως

στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, τις κρατικές προμήθειες και την ανάθεση των

δημόσιων έργων. Οι αρχές αυτές θα συνδυάζουν ευρεία δημοκρατική νομιμοποίηση

(ανάδειξη, έλεγχος και δυνατότητα ανάκλησης από τη Βουλή, σύμφωνα με όσα

έχουμε εκθέσει αναλυτικά σε προηγούμενο σημείωμά μας) και αποτελεσματικότητα

και θα απαντούν, με τον προσφορότερο δυνατό θεσμικό εξοπλισμό, στα οξυμμένα

προβλήματα που καλούνται να αντιμετωπίσουν. Ειδικότερα:

Α. Στην πρώτη περίπτωση, του χρηματοπιστωτικού συστήματος, το μείζον

ζήτημα είναι η αποστεγανοποίησή του, ώστε να είναι δυνατόν να υπόκειται πλήρως

στον δημοκρατικά οργανωμένο κρατικό έλεγχο. Διότι ο βασικός δίαυλος μέσω του

οποίου επέρχεται ­ και μάλιστα ραγδαία ­ η άλωση του εθνικού κράτους από τις

διεθνείς και εγχώριες «ιδιωτικές εξουσίες» είναι αναμφίβολα οι κεντρικές

τράπεζες και τα χρηματιστήρια. Πράγματι οι θεσμοί αυτοί αποτελούν, σε

τελευταία ανάλυση, τον δούρειο ίππο για την υποδούλωση της πολιτικής σε μια

φαινομενικά ουδέτερη και άχρωμη «οικονομία» των τεχνοκρατών, η οποία δεν είναι

τίποτε άλλο από το νομιμοποιητικό άλλοθι των αγορών για την επιβολή μιας

στυγνής, απόλυτης και ανομιμοποίητης «κυριαρχίας».

Το ζητούμενο λοιπόν μιας ανεξάρτητης διοικητικής αρχής στην περίπτωση αυτή δεν

είναι η περαιτέρω διοικητική αυτονόμηση ­ μέσω αυτής ­ όσων διορίζονται

επικεφαλής της Τράπεζας της Ελλάδος και του Χρηματιστηρίου, όπως έχει συμβεί

εν πολλοίς έως τώρα… Η λύση αυτή μπορεί να απαντάει στην απελευθέρωση του

χρηματοπιστωτικού συστήματος από τις πελατειακές επεμβάσεις και εξαρτήσεις,

δεν παύει όμως να είναι ένας εξίσου αρνητικός αντίποδάς τους, αφού δεν δίνει

απάντηση στο ερώτημα ποιος και για ποιον ασκεί την συγκεκριμένη πολιτική,

αφήνοντας ελεύθερο το έδαφος στην παρείσφρηση των πανίσχυρων ιδιωτικών

συμφερόντων.

Εκείνο λοιπόν που τίθεται επιτακτικά είναι η θεσμική οργάνωση ενός νέου,

ευέλικτου και άριστα στελεχωμένου κρατικού ελεγκτικού μηχανισμού, που θα τεθεί

στην υπηρεσία άμεσα μεν της Βουλής ­ ως πηγής, όπως θα δούμε, της

νομιμοποίησής του ­ έμμεσα δε και των δικαστηρίων. Στην υπηρεσία δηλαδή, με

άλλα λόγια, των οργάνων που είναι κατ’ εξοχήν αρμόδια για την άσκηση,

αντίστοιχα, πολιτικού και δικαστικού ελέγχου εξ ονόματος του ελληνικού λαού

και για λογαριασμό του.

Επειδή δε το ίδιο πρόβλημα ισχύει λίγο πολύ και σε ευρωπαϊκό επίπεδο ­ λόγω

της επικράτησης του «κεντρικού τραπεζισμού» και της δρομολόγησης της ΟΝΕ

ερήμην των Ευρωπαίων πολιτών ­ η ίδια αρχή θα μπορούσε να αξιοποιηθεί, με

δεδομένη την ειδίκευση και εμπειρία των στελεχών της, και για την άσκηση του

όποιου εθνικού ελέγχου στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και γενικότερα στα συναφή

οικονομικά τεκταινόμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ευχής έργο δε θα ήταν να

χρησίμευε και ως θεσμικό πρόπλασμα για ένα αντίστοιχο πανευρωπαϊκό μηχανισμό,

που θα ετίθετο στην κατ’ ανάλογο τρόπο στην υπηρεσία του Ευρωπαϊκού

Κοινοβουλίου και θα εξισορροπούσε το έντονα ελλειμματικό ­ από την άποψη της

δημοκρατικής νομιμοποίησης και του δημοκρατικού ελέγχου ­ σημερινό

στεγανοποιημένο σύστημα της Κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας.

Β. Η δεύτερη διοικητική αρχή θα έχει περισσότερο συγκεκριμένο και

εξειδικευμένο ρόλο και συγκεκριμένα την διασφάλιση των αρχών της διαφάνειας

και της νομιμότητας των κρατικών έργων και προμηθειών, οι οποίες ως γνωστόν

βρίσκονται στη χώρα μας σε συνεχή δοκιμασία… Είναι ευνόητο βέβαια ότι η

συνταγματική καθιέρωση μιας τέτοιας ανεξάρτητης αρχής θα τελεί υπό την αυστηρή

προϋπόθεση της ισχυρής δημοκρατικής νομιμοποίησής της, όπως προτείναμε ήδη και

για τις υπόλοιπες, και θα οργανώνεται σε πολύ γενικές γραμμές, ούτως ώστε να

διασφαλίζει μεν την αποτελεσματικότητά της αλλά και να αφήνει ευρέα περιθώρια

ευελιξίας στον κοινό νομοθέτη. Ειδικότερα η συνταγματική διατύπωση πρέπει κατά

την άποψή μας να μην δεσμεύει τον σχετικό εκτελεστικό νόμο ως προς:

­ Την δυνατότητα κατάτμησης της εν λόγω ανεξάρτητης διοικητικής αρχής σε δύο

τμήματα, προμηθειών και δημόσιων έργων, με σχετική πρόβλεψη περαιτέρω

αυτονόμησής τους, ώστε να μπορούν να προκύψουν προοπτικά και ανάλογα με τις

ανάγκες, δύο επιμέρους αρχές. Την συγκεκριμένη οριοθέτηση και ιεράρχηση της

λειτουργίας της, ώστε να είναι δυνατόν να αρθρώνεται ­ δυνάμει ­ σε τρία

διακριτά επίπεδα: αυτοτελείς εγκριτικές αρμοδιότητες, ελεγκτικές αρμοδιότητες

και γνωμοδοτικές αρμοδιότητες. Οι πρώτες θα μπορούσαν να αφορούν υποχρεωτικά

τα μεγάλα έργα και τις μεγάλες προμήθειες, οι δεύτερες ­ επίσης υποχρεωτικά ­

όλα τα υπόλοιπα, ενώ οι τρίτες θα είναι δυνητικές και θα ασκούνται κατ’ αίτηση

των εμπλεκόμενων κρατικών οργάνων.

­ Την ρητή διασύνδεση των αρμοδιοτήτων της εν λόγω αρχής με εκείνες

αντίστοιχων πολιτικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ­ τα οποία επίσης πρέπει

να αναδιαρθρωθούν ριζικά εν όψει των τελευταίων σκανδάλων που κλόνισαν το

κύρος και την αξιοπιστία της… ­ πολύ περισσότερο μάλιστα όταν μια

σημαντικότατη πλευρά της διαφάνειας και της νομιμότητας των προμηθειών και των

έργων του Δημοσίου, ιδίως των δεύτερων, αφορά τις σχετικές ευρωπαϊκές

χρηματοδοτήσεις.

­ Την δυνατότητα αποκεντρωμένης οργάνωσης επιμέρους ανεξάρτητων διοικητικών

αρχών, προκειμένου ιδίως να εγκρίνουν αυτοτελώς όσα έργα και προμήθειες

ανατίθενται σε περιφερειακό επίπεδο, περιλαμβανομένων των Οργανισμών Τοπικής

Αυτοδιοίκησης. Θεσμικό πρόπλασμα τέτοιων κατά τόπους ανεξάρτητων διοικητικών

αρχών θα μπορούσαν να αποτελέσουν, σε πρώτη φάση, τοπικά παραρτήματα της

κεντρικής και συνταγματικά προβλεπτέας, που θα αναλαμβάνουν το αρχικό στάδιο

του ασκούμενου από αυτήν ελέγχου.

Είναι γνωστό ότι σε νομοθετικό επίπεδο έχουν αναληφθεί πρόσφατα, από πολλές

πλευρές, σχετικές πολιτικές πρωτοβουλίες, με κοινό παρονομαστή την ίδρυση μιας

ανεξάρτητης διοικητικής αρχής προς την κατεύθυνση που προτείνουμε. Παρά το ότι

οι προσπάθειες αυτές δεν τελεσφόρησαν, μπορούν να φανούν ιδιαίτερα χρήσιμες,

ως πρόπλασμα της εδώ προτεινόμενης συνταγματικής πολιτικής. Αρκεί η κυβέρνηση

να αποφασίσει επιτέλους να διαβεί τον Ρουβίκωνα, ξεπερνώντας δισταγμούς και

αντιδράσεις, διότι η κατάσταση πλέον, σε σχέση με τα «διαπλεκόμενα

συμφέροντα», έχει επιβαρυνθεί υπέρμετρα, και οι καιροί ου μενετοί…

Ο Γιώργος Χ. Σωτηρέλης είναι επ. καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο

Πανεπιστήμιο Αθηνών.