Ποιος είναι ο επιστημονικός και κοινωνικός ρόλος των «καθηγητών διεθνών

σχέσεων»; Ο ρόλος ενός καθηγητή Πανεπιστημίου Διεθνών Σχέσεων είναι, νομίζω,

πνευματικός και όχι πρακτικός: καλλιεργεί την επιστημονική γνώση και

αποστασιοποιείται από αδιαφανή συμφέροντα και πολιτικές ή άλλες σκοπιμότητες

που διαφθείρουν τον επιστημονικό στοχασμό και τον καθιστούν προπαγανδιστή.

Όταν εκδηλώνεται με την επιστημονική του ιδιότητα, είναι υποχρεωμένος να μη

διατυπώνει γνώμες αλλά θέσεις θεμελιωμένες στην επιστημονική γνώση. Το ίδιο

δεν απαιτούμε από τους γιατρούς ή τους πιλότους αεροπλάνων; Μήπως οι συνέπειες

μιας καταστροφικής εθνικής στρατηγικής είναι λιγότερο σημαντικές από μια

λανθασμένη ιατρική διάγνωση ή μια πτώση αεροπλάνου;

Οποιοσδήποτε άλλος εκφράζει γνώμη περί τα διεθνή ελέγχεται: Αν είναι γραφικός,

διασκεδάζουμε. Αν ως υποψήφιος πολιτευτής είναι ικανός, εκλέγεται, αν

αποδειχθεί ανίκανος δεν επανεκλέγεται. Τον «ανεξάρτητο ακαδημαϊκό» ποιος τον

ελέγχει; Ποιος διαφυλάττει τον ανυποψίαστο πολίτη αν οι θέσεις δεν είναι

επιστημονικές και αν οι ακαδημαϊκοί τίτλοι είναι μανδύες που αποκτήθηκαν με

πολιτικές αναρριχήσεις, με «υπόγειες παρεμβάσεις» ξένων πρεσβειών ή με έξωθεν

(επι)«βραβεύσεις»; Θέλετε παραδείγματα; Πόσοι επιφανείς Δυτικοευρωπαίοι

διανοούμενοι αποκαθηλώθηκαν όταν το άνοιγμα των σοβιετικών αρχείων (απ)έδειξε

πως ο «αφελής» ειρηνισμός τους δεν ήταν αφιλοκερδής. Διεθνώς, εξάλλου, αλλά

και οίκαδε, εκατοντάδες πανεπιστημιακά τμήματα και χιλιάδες «ινστιτούτα

ανάλυσης» επιδίδονται περισσότερο σε αδρά (αντ)αμειβόμενες (κατ’ εντολή)

(παρα)επιστημονικές «γνώμες» αντί σε καθαυτό θεωρητικό στοχασμό.

Όσοι νομίζουν πως υπερβάλλω σ’ αυτή την (αυτο)κριτική ή πως νεφελοβατώ

αναζητώντας αδέκαστους ιδεατούς επιστήμονες, τι θα λέγατε αν υπογράψω, για

παράδειγμα, ως «κύριος Φράνκενσταϊν, καθηγητής διεθνών σχέσεων» και εκφράσω

τις εξής, περίπου, (παρα) «επιστημονικές» γνώμες: 1) Σύμφωνα με το διεθνές

δίκαιο μια μειονότητα όταν είναι περίπου 10% του πληθυσμού ενός κράτους, θα

μπορούσε «να αποσχιστεί». Εάν μια πλειονότητα και μια μειονότητα εντός ενός

κράτους αντιμετωπίζουν προβλήματα (Κόσοβο, Θράκη, Κύπρος) η λύση είναι μία:

Διαζύγιο, κρατική διάσπαση, διχοτόμηση. 2) Η αποικιοκρατική στρατηγική του

«διαίρει και βασίλευε» τη δεκαετία του 1950 στην Κύπρο ήταν… «πολιτική

προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». 3) «Πρέπει να προηγηθεί η λύση του

προβλήματος και μετά να γίνει η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε.». Επίσης, είναι

αδιάλλακτοι όσοι ­ σχεδόν όλοι στην Ελλάδα, Κύπρο και στις Βρυξέλλες ­ ενάντια

στη θέληση των Ετζεβίτ / Ντενκτάς υποστηρίζουν σθεναρά το αντίθετο. 4) «Η

ισχύς δεν διαδραματίζει σημαντικό ρόλο» στις «σύγχρονες διεθνείς σχέσεις». Γι’

αυτό, οι διενέξεις επιλύονται αν κατανοήσουμε τον «άλλο» (υιοθετώντας,

προφανώς, τις θέσεις του). 5) Είναι «ανένδοτοι – αδιάλλακτοι» όσοι δεν δεχτούν

«συνομοσπονδία ως λύση του Κυπριακού [γιατί όχι; Ίσως… εξυπηρετείται η

«επιστήμη» αν οι Κύπριοι μετατραπούν σε πειραματόζωα εντός ενός «κράτους», τα

εσωτερικά σύνορα του οποίου θα προσδιορίζονται με φυλετικά – εθνι(κιστι)κά

κριτήρια].

Αποτελεί έσχατη παρακμή αν κυριαρχήσει ένα πλήθος προβληματικών διανοουμένων

που ρυπαίνουν τον διεθνολογικό στοχασμό με κωμικά αφελείς γνώμες, που

ευτελίζουν τον δημόσιο διάλογο με εριστικούς δογματισμούς και που δημιουργούν

δίνες θεμελιωδών συγχύσεων με επιστημονικοφανή ιδεολογήματα και εντεταλμένες

σοφιστείες. Η ακαδημαϊκή κοινότητα έχει συμφέρον να αναπτύσσει στοιχειώδεις

ποιοτικούς αυτοελέγχους, κώδικες ακαδημαϊκής ηθικής και νόρμες επιστημονικής

υπευθυνότητας. Αν αυτό δεν συμβαίνει, οι πανεπιστημιακοί εύκολα διολισθαίνουν

σε κοινωνικά επιβλαβείς δραστηριότητες, παρασιτισμό, αχρηστία και μετατροπή

των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων σε συνδικάτα (παραγωγής) αγραμμάτων. Πώς όμως θα

αποφευχθεί αυτό, αν πολλοί από «εμάς τους καθηγητές» κυκλοφορούν περισσότερο

στους διαδρόμους υπουργείων ή ξένων πρεσβειών και λιγότερο στις βιβλιοθήκες ή

στα αμφιθέατρα;

Αν μέλη της κοινότητας των πανεπιστημιακών δεν σέβονται την ιδιότητά τους,

ίσως απαιτείται να αναπτυχθούν κοινωνικές αντιστάσεις: Εκδότες και διευθυντές

εφημερίδων (που με ευκολία μας προσφέρουν βήμα έκφρασης), πολιτική ηγεσία (που

ευκολόπιστα αναζητά ή δέχεται «συμβουλές») και στρατιωτικοί (που καλούν

πανεπιστημιακούς για διαλέξεις) να δυσπιστούν, να καιροφυλακτούν και, γιατί

όχι, να διαδραματίζουν ρόλο φύλακα στοιχειώδους έστω σοβαρότητας και

υπευθυνότητας.

Ο Παναγιώτης Ήφαιστος είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων,Έδρα Jean Monnet

για την Ευρωπαϊκή Πολιτική Ολοκλήρωση. Διδάσκει Αμερικανική Διπλωματία και

Στρατηγική στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.