Μου έλεγε, προ ημερών, ο Κώστας Χορομίδης, ο γνωστός δικηγόρος και συγγραφέας,

από τη Θεσσαλονίκη: «Παρατηρώ, τελευταία, ότι κάθε 15-20 μέρες όλο και κάτι

γράφεις για το ποδόσφαιρο. Καλά κάνεις. Το ποδόσφαιρο είναι ένα μεγάλο

κοινωνικό φαινόμενο, που δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει. Δεν είναι τυχαίο, ότι

απασχολεί και κινητοποιεί εκατομμύρια ανθρώπων, σ’ ολόκληρο τον κόσμο…».

Πάλι για ποδόσφαιρο θα μιλήσω σήμερα. Όχι για το ποδόσφαιρο γενικώς. Αλλά για

ένα πρόσωπο του ποδοσφαίρου, που έγραψε ιστορία (αυτός κι αν έγραψε!).

Για τον Ανδρέα Μουράτη. Που πέθανε την Κυριακή, σε ηλικία 75 χρόνων, στο

φτωχικό δωμάτιό του, χωρίς να ‘χει κανέναν δίπλα του! Και κηδεύεται το

απομεσήμερο, στις 3, στο Νεκροταφείο του Σχιστού.

Ο Μουράτης έπαιξε ποδόσφαιρο 10 χρόνια. Από το ’45 ώς το ’55. Αλλά σ’ αυτή τη

δεκαετία, πρόσφερε τεράστιες υπηρεσίες στον Ολυμπιακό και το ελληνικό

ποδόσφαιρο. Ήταν ένας παίκτης-ογκόλιθος! Κρατούσε, μόνος του, αν χρειαζόταν,

όλη τη «γραμμή αμύνης» της ομάδας του. Δυνατός, αποφασιστικός, παράτολμος,

ευφυής, παθιασμένος, ήταν το ίνδαλμα της εξέδρας. «Μισούρι» τον αποκαλούσαν οι

φίλαθλοι. Και το «Μισούρι» δεν ήταν ένα βαρκάκι. Αλλά η ναυαρχίδα του

αμερικανικού στόλου. Στο κατάστρωμα της οποίας έγινε η παράδοση των ιαπωνικών

δυνάμεων, στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ο «Μισούρι» ήταν αναλφάβητος. Αλλά είχε τελειώσει όλα τα πανεπιστήμια του

ποδοσφαίρου, στις αλάνες και τους χωματόδρομους του Πειραιά. Αυτός ήταν η

«σημαία» της ομάδας του. Αυτός εμψύχωνε τους νέους παίκτες. Αυτός έμαθε

ποδόσφαιρο ­ δάσκαλος στην πράξη ­ τον Κοτρίδη, τον Μπέμπη, τον Δαρίβα, τον

Δρόσο, τον Ρωσίδη.

Τον θυμάμαι τις Κυριακές να κατηφορίζει τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, όποτε έπαιζε

στο γήπεδο του ΠΑΟ ο Ολυμπιακός και να κουβεντιάζει με ένα τσούρμο φιλάθλους!

Να απαντά σε ερωτήσεις, να αναλύει φάσεις, να αγκαλιάζει πιτσιρικάδες, που

έτρεχαν να τον αγγίξουν, να τρώει πεινασμένος ένα κομμάτι ψωμί με τυρί, που

του πρόσφερε κάποιος θαυμαστής.

Τον ακολουθούσα βήμα βήμα και τον άκουγα μ’ ανοιχτό το στόμα ­ κι ας ήμουν

ΑΕΚτζής. Δεν θα ξεχάσω το σαραβαλιασμένο σακάκι που φορούσε, στο καταχείμωνο,

κι εκείνα τα μαύρα σκαρπίνια του, τα ταλαίπωρα, που κάθε τρεις και λίγο

βρίσκονταν στα χέρια του τσαγκάρη. Δεν θα ξεχάσω και τα «γεια» που έλεγε

εγκάρδια, σε όλη την πιτσιρικαρία, όταν φτάναμε στη Βικτώρια κι έπαιρνε τον

Ηλεκτρικό, για τον Πειραιά…

Αυτά, ο Μουράτης ο μέγας, τότε. Σήμερα, ποδοσφαιριστές που δεν αξίζουν

ούτε όσο ένα κορδόνι των παπουτσιών του κυκλοφορούν με τα ακριβότερα

αυτοκίνητα, έχουν ύφος, είναι απρόσιτοι, «χτυπάνε» τις ωραιότερες γυναίκες και

δεν ξέρουν πόσα είναι τα εκατομμύριά τους στις τράπεζες!

Κρίμα, Αντρέα. Εσύ γεννήθηκες νωρίς. Όπως ο Βαμβακάρης, ο Μπαγιαντέρας, ο

Βάζος, ο Μαρόπουλος, ο Γιάννης Παπαντωνίου και τόσοι άλλοι…