Διαβάζουν τα παιδιά σήμερα; Αν ναι, τι; Πόσα βιβλία πέφτουν στα χέρια τους κάθε χρόνο; Πόσο επηρεάζουν τις αναγνωστικές τους συνήθειες οι γονείς τους και το σχολείο; Στα ερωτήματα αυτά θέλησε να απαντήσει η νέα έρευνα με τίτλο «Παιδί και ανάγνωση» που παρουσιάστηκε πρόσφατα από τον Οργανισμό Συλλογικής Διαχείρισης Εργων του Λόγου (ΟΣΔΕΛ). Υπό την επιστημονική διεύθυνση του Νίκου Παναγιωτόπουλου, καθηγητή Κοινωνιολογίας στο Τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Ενημέρωσης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου της Αθήνας, η έρευνα αναζήτησε τη σχέση που διατηρούν τα παιδιά με την ανάγνωση και τον ρόλο της εκπαίδευσης στη διαμόρφωσή της.

Η έρευνα βασίστηκε σε 500 ερωτηματολόγια που συμπληρώθηκαν από γονείς οικογενειών προερχόμενες από διαφορετικές κοινωνικές κατηγορίες. Το κάθε ερωτηματολόγιο περιλάμβανε 65 ερωτήσεις και στάλθηκε σε γονείς μαθητών που φοιτούν στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση στον Νομό Αττικής. Στη συνέχεια, πραγματοποιήθηκαν 100 συνεντεύξεις με ενηλίκους, οι οποίοι αφηγήθηκαν τη σχέση τους με το διάβασμα από τότε που ήταν παιδιά έως σήμερα, ενώ έγιναν και 16 εθνογραφικές παρατηρήσεις σε οικογένειες που έχουν παιδιά μέχρι 12 ετών και εκπροσωπούσαν δομικά, με έναν τρόπο, την ταξική σύνθεση του ελληνικού πληθυσμού.

Η οικογένεια

Από τα αποτελέσματα της έρευνας, φάνηκε ότι ο ρόλος της οικογένειας στη διαμόρφωση μιας σχέσης αγάπης του παιδιού με την ανάγνωση είναι καθοριστικός. Ο πιο σημαντικός, βέβαια, παράγοντας που μπορεί να κάνει ένα παιδί να στραφεί στην ανάγνωση αναδείχθηκε το μορφωτικό επίπεδο των γονιών του, όπως και το επάγγελμά τους, αλλά σε μικρότερο βαθμό. Τα παιδιά γονέων με ανώτερη μόρφωση έχουν πιο στενή σχέση με την ανάγνωση, καθώς διαβάζουν περισσότερα βιβλία (το 25,4% διαβάζει πάνω από 10 βιβλία τον χρόνο έναντι 11,6%), ασχολούνται περισσότερο με την παιδική λογοτεχνία (46,1% έναντι 40,6%), δανείζονται πιο συχνά βιβλία από φίλους ή συγγενείς (38% έναντι 25%), εγγράφονται πιο συχνά συνδρομητές σε παιδικά περιοδικά (11,2% έναντι 3,9%), βλέπουν τους γονείς τους περισσότερο να διαβάζουν (82,9% έναντι 72,9%), εκτίθενται λιγότερο στην τηλεόραση (το 78,1% εκτίθεται λιγότερο από μία ώρα έναντι του 56,8%) και σε λοιπές οθόνες (το 63,1% εκτίθεται λιγότερο από μία ώρα έναντι του 49,7%). Επίσης, οι γονείς με ανώτερη μόρφωση αγοράζουν περισσότερα βιβλία στα παιδιά τους, μιλούν μαζί τους περισσότερο γι’ αυτά, τους διαβάζουν ιστορίες από παραμύθια σε μεγαλύτερο βαθμό ενώ τους επιτρέπουν να διαβάζουν βιβλία που είναι για μεγαλύτερες ή και μικρότερες ηλικίες.

Ως προς τα ίδια τα παιδιά, η ηλικία τους εμφανίζεται να σχετίζεται με τη συχνότητα και την ποιότητα της αναγνωστικής τους πρακτικής. Η πλειονότητα των παιδιών 6-7 ετών διαβάζει για διασκέδαση (68,7%) και περιέργεια (14,3%) και μόλις 3,4% επειδή τα υποχρεώνει η οικογένειά τους. Υπάρχει όμως και ένα 6,8% που δεν διαβάζει καν. Το αντίστοιχο ποσοστό στα παιδιά 8-10 ετών μειώνεται οριακά στο 6,5%, αλλά αυξάνεται σημαντικά ο αριθμός των μικρών αναγνωστών που ισχυρίζεται ότι διαβάζει βιβλία γιατί τους αναγκάζει η οικογένειά τους (17,3%). Πάντως, το 57,3% όσων διαβάζουν στη συγκεκριμένη ηλιακή ομάδα το κάνουν για διασκέδαση και το 12,5% από περιέργεια. Σημαντική διαφοροποίηση παρατηρείται στην ομάδα των 11-12 ετών, όπου το 10,5% παραδέχεται ότι δεν διαβάζει βιβλία. Οσοι δηλώνουν όμως ότι αρέσκονται στην ανάγνωση βιβλίων, το συνηθίζουν για λόγους διασκέδασης κυρίως (45,7%) και περιέργειας (13,3%), αν και σε μεγάλο βαθμό τους το επιβάλλει η οικογένειά τους (17,1%).

Ειδικότερα τα μεγαλύτερα παιδιά (11-12 ετών) φαίνεται ότι συνηθίζουν να διαβάζουν ένα έως πέντε βιβλία τον χρόνο (62,9%) αλλά επιμένουν στην παιδική λογοτεχνία (56,2%). Παράλληλα, εκτίθενται περισσότερο σε οθόνες πλην τηλεόρασης (το 10,5% περισσότερο από τρεις ώρες ημερησίως και το 54,3% από μία έως τρεις ώρες) σε σχέση με τα παιδιά των άλλων ηλιακών κατηγοριών (77,9% των παιδιών 6-7 ετών εκτίθεται λιγότερο από μία ώρα ημερησίως όπως και το 57,7% των παιδιών 8-10 ετών). Ακόμα, οι γονείς τους θεωρούν ότι διαβάζουν λιγότερο από άλλες ηλικίες, τους αγοράζουν βιβλία και επιβλέπουν τι διαβάζουν σε μικρότερο βαθμό, ενώ παίζουν παιχνίδια λέξεων μαζί τους και τα ενθαρρύνουν να διαβάζουν περισσότερα πράγματα στον δρόμο σε σύγκριση με τα παιδιά των άλλων δύο ηλικιακών κατηγοριών. Τα μικρότερα παιδιά (6-7 ετών) έρχονται σε μεγαλύτερη επαφή με τα παραμύθια (54,4%) και με την παιδική λογοτεχνία (30,2%) αλλά αφήνουν πιο πίσω τα κόμικ (3,4%) και τα βιβλία με ασκήσεις (2,7%). Τα λίγο πιο μεγάλα παιδιά (8-10 ετών) στρέφονται στην παιδική λογοτεχνία (48%) αλλά αγκαλιάζουν και τα κόμικ (16,1%) και τα παραμύθια (22,2%). Δεν προτιμούν όμως τα βιβλία με ασκήσεις (2%).

Το επάγγελμα

Ως προς το επάγγελμα του γονιού, οι δύο κατηγορίες χαμηλότερων, από ταξικής πλευράς, επαγγελμάτων κάνουν πιο συχνά ιδιαίτερα μαθήματα στο σπίτι στα παιδιά τους (42,1% η κατώτερη και 55,2% η μικρομεσαία) και σε περισσότερα αντικείμενα. Τα παιδιά τους αποκτούν πιο συχνά βιβλία με άλλους τρόπους και όχι μόνο μέσω των γονέων τους (26,3% η κατώτερη και 10,4% η μικρομεσαία). Επίσης, θεωρούν πιο σημαντική την εντατική ανάγνωση αλλά ενθαρρύνουν λιγότερο τα παιδιά τους να διαβάζουν πράγματα στους δρόμους. Οι δύο μεσαίες τάξεις επαγγελμάτων (μικροί εργοδότες και αυτοαπασχολούμενοι ή κατώτεροι τεχνικοί και κατώτεροι μάνατζερ, επαγγελματίες ή ανώτεροι υπάλληλοι ή τεχνικοί) είναι εκείνοι που τείνουν να αγοράζουν περισσότερα βιβλία στα παιδιά τους, να επιβλέπουν τι διαβάζουν και να τα παροτρύνουν να ανοίξουν ένα βιβλίο. Οσο ανώτερο ταξικά είναι το επάγγελμα του γονέα τόσο αυξάνεται η από κοινού συμμετοχή του σε πολιτιστικές δράσεις μαζί με το παιδί αλλά και η συχνότητα με την οποία συζητά με εκείνο για τα βιβλία που διάβασε. Οταν ο έτερος γονέας ασκεί κάποιο από τα ανώτερα επαγγέλματα (μεγάλοι εργοδότες, μάνατζερ), οι γονείς τείνουν να δηλώνουν ότι συμβουλεύονται περισσότερο ειδικούς για την αγορά βιβλίων για το παιδί τους.

Μένοντας στις μεσαίες και τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις, οι οικογένειες που επενδύουν περισσότερο στο πολιτιστικό κεφάλαιο σε σχέση με το οικονομικό αποτελούνται από γονείς που είναι τακτικοί αναγνώστες και το βιβλίο, κυρίως το παιδικό – λογοτεχνικό, κατέχει κεντρική θέση στις οικογενειακές αλληλεπιδράσεις. Αντίθετα, στις ίδιες τάξεις που αναζητούν το οικονομικό κυρίως κεφάλαιο, οι γονείς διαθέτουν λιγότερα βιβλία και τα παιδιά τους διαβάζουν όχι και τόσο συχνά. Στις λαϊκές τάξεις, στα παιδιά που έχουν έστω και μια ισχνή σχέση με τα βιβλία, η διαφοροποίηση στις αναγνωστικές πρακτικές είναι πολύ λιγότερο έντονη και συνδέεται κυρίως με το είδος των αναγνωσμάτων. Αυτά τα παιδιά επιλέγουν τις περισσότερες φορές τυχαία τα βιβλία που θα διαβάσουν, ενώ οι γονείς διστάζουν να θέσουν κριτήρια επιλογής βιβλίων. Οσοι το κάνουν, χρησιμοποιούν τρία συνήθως κριτήρια, τα οποία σχετίζονται με την εκμάθηση, την αισθητική και την ευχαρίστηση. Για τις λαϊκές τάξεις, η ανάγνωση γίνεται για πρακτικούς λόγους, η ιστορία που διαβάζει ένα παιδί οφείλει να του επιτρέπει να καταλάβει την πραγματικότητα και γι’ αυτό συχνά τονίζεται η ηθική της ιστορίας.

Ωστόσο οι γονείς με ισχυρό πολιτισμικό κεφάλαιο θεωρούν πολύ ανιαρή, αφελή, μη σοβαρή, έως και άχρηστη τη διδακτική λογοτεχνία και την ηθικοπλαστική της διάσταση. Γι’ αυτό και τα βιβλία τα οποία παίζουν με τις λέξεις και τις έννοιες και κινητοποιούν διακειμενικές αναφορές επιλέγονται συνήθως από τις συγκεκριμένες οικογένειες. Οι συγκεκριμένες οικογένειες αντιμετωπίζουν την ανάγνωση ως μια πρακτική που δίνει χαρά και ευχαρίστηση, με σταθερή θέση στη ζωή τους. Αντίθετα, για τις λαϊκές τάξεις και κυρίως για τμήματα με επισφαλείς εργασίες, η κακή γνώση των ελληνικών δημιουργεί επιπρόσθετο εμπόδιο στο να βιωθεί η ανάγνωση ως ευχαρίστηση. Οι διαφοροποιήσεις που σχετίζονται με το φύλο δεν είναι σημαντικές ως προς την ταξική τους διάσταση. Για τα αγόρια, η ανάγνωση είναι περισσότερο μια τεχνική ικανότητα ενώ για τα κορίτσια πιο συχνά συνθήκη πρόσβασης στην πολιτισμική πρακτική. Μια άλλη παρατήρηση είναι ότι τα περισσότερα παιδιά, εκτός από αυτά που προέρχονται από τις πολύ λαϊκές τάξεις, κατέχουν βιβλία που δεν σχετίζονται μόνο με το σχολείο.

Βοηθοί εκπαίδευσης, ειδικές διευκολύνσεις

Από τα συμπεράσματα της έρευνας γίνεται φανερό ότι το παιδί αρχικά μαθαίνει να διαβάζει μιμούμενο την αντίστοιχη οικογενειακή πρακτική. Οσα διαβάζουν σταθερά και συστηματικά αρχίζουν να κατανοούν τον κόσμο της ανάγνωσης σιγά σιγά, μέχρι που γίνεται μια αυτονόητη διαδικασία. Τα παιδιά που έμαθαν να αγαπούν την ανάγνωση το έκαναν γιατί στο στενό τους οικογενειακό περιβάλλον αυτή ήταν μια καθημερινή, συστηματική ανάγκη. Για να είναι ένα παιδί ικανό να αγαπήσει την ανάγνωση και να την κάνει αποτελεσματικά, πρέπει να το κάνει μέσω μακριάς και μεθοδικής εξάσκησης. Οπως γίνεται αντιληπτό, αυτή η προσπάθεια δεν έχει την ίδια κοινωνική και πολιτισμική αξία για όλα τα παιδιά ως προς τη συχνότητα της ανάγνωσης, την επιλογή των βιβλίων και τη σχέση με τη γλώσσα.

Τι προτείνει ο ΟΣΔΕΛ

Ανάμεσα στις προτάσεις που καταλήγει ο ΟΣΔΕΛ να κάνει για τη βελτίωση της αναγνωστικής δεινότητας των παιδιών, είναι από το δημοτικό σχολείο κιόλας να δίνεται έμφαση σε ασκήσεις έκφρασης της σκέψης των μαθητών ώστε να αναπτυχθεί μια γενική δεξιότητα χειρισμού μιας πολύπλοκης γλώσσας. Ακόμα, συνίσταται η στελέχωση του σχολείου με το ίδιο ποσοστό διδασκόντων με διαφορετικά προσόντα και με την παροχή του ίδιου πολιτιστικού εξοπλισμού. Σημαντική θα ήταν η δημιουργία ενός σώματος βοηθών εκπαίδευσης οι οποίοι έχοντας ειδική κατάρτιση θα κάνουν φροντιστηριακού τύπου αναγνωστική μελέτη. Κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς αλλά και των διακοπών καλό θα ήταν να γίνονται συμπληρωματικές προσπάθειες ανάκτησης και επιδιόρθωσης της αναγνωστικής ικανότητας, μέσω ασκήσεων και εκπαιδεύσεων.

Στα παιδιά των μη προνομιούχων τάξεων πρέπει να δοθούν ειδικές διευκολύνσεις για να καλύψουν τις ιδιαίτερες αδυναμίες που ενδεχομένως έχουν στη γρήγορη και εντατική ανάγνωση. Τέλος, είναι κρίσιμο να καλυφθεί το χάσμα ανάμεσα στους διαφορετικούς θεσμούς εκπαίδευσης ή διάδοσης της αναγνωστικής πρακτικής και του σχολικού θεσμού.

Ο ρόλος της καταγωγής των γονιών

Τα παιδιά που οι γονείς τους γεννήθηκαν στην περιφέρεια είναι πιο πιθανό να διαβάζουν πάνω από 10 βιβλία τον χρόνο, περισσότερα από την Αττική (20,1%) και το εξωτερικό (13,8%). Αντίθετα, τα παιδιά που δεν διαβάζουν ούτε ένα βιβλίο μέσα σε ένα χρόνο είναι περισσότερα με γονείς από το εξωτερικό (31%) απ’ ό,τι από την Αττική (6,4%) και την περιφέρεια (7,1%).

Οι γονείς από την περιφέρεια επίσης φαίνεται να θεωρούν ότι τα παιδιά τους διαβάζουν περισσότερο, τους αγοράζουν πιο συχνά βιβλία τα οποία και σχολιάζουν περισσότερο ενώ ακόμα μιλάνε γι’ αυτά. Επίσης, δίνουν μεγαλύτερη σημασία στην εντατική ανάγνωση και παροτρύνουν περισσότερο τα παιδιά τους να διαβάζουν αφού τους διαβάζουν πιο συχνά ιστορίες και παραμύθια.