Υπήρχε μια εποχή που η Φίνος Φιλμ και ο λεγόμενος εμπορικός κινηματογράφος είχε μπει στο στόχαστρο «των ποιοτικών» και της Αριστεράς της εποχής. Υποτίθεται ότι το στούντιο του Φίνου, και μαζί οι διάφορες ανταγωνιστικές μικρές και μεγάλες εταιρείες παραγωγής, που άρχισαν να δημιουργούνται μετά τον πόλεμο και κυριάρχησαν στην ελληνική κινηματογραφική αγορά μέχρι την επιβολή της τηλεόρασης τη δεκαετία του 1970, τροφοδοτούσαν ένα σινεμά των κλισέ, συντηρητικό και μονότονο, ένα λαϊκό προϊόν προς κατανάλωση. Πιστεύτηκε ότι ο Φίνος και οι άλλες εταιρείες παραγωγής επέβαλαν την αισθητική νόρμα τους στους κινηματογραφιστές και στο κοινό, χειραγωγώντας και τις εταιρείες και τους θεατές. Και μετά τη μεταπολίτευση, με τις εταιρείες παραγωγής σε έκλειψη, ήταν εύκολο για έναν ιδεολογικοποιημένο κινηματογράφο, που αποκλήθηκε Νέος, να επιβληθεί.

Το 1974 είχε έλθει η εποχή οι σκηνοθέτες να πάρουν εκδίκηση από τους παραγωγούς, οι εργαζόμενοι από τους εργοδότες. Τέρμα, είπαν, οι κανόνες, θα σκηνοθετούμε ό,τι θέλουμε, θα ανθίσει η δημιουργικότητα και τα χυδαία έργα μιας τυποποιημένης λαϊκής διασκέδασης θα αντικατασταθούν από δημιουργίες του υψηλού. Ποιος εγγυήθηκε αυτό το ύψος; Η ιδεολογία, ιδίως η αριστερή ιδεολογία. Οι νέες ταινίες, στην πλειονότητά τους, προσπαθούσαν να κινηματογραφήσουν τα κλισέ της ιδεολογίας των σκηνοθετών τους. Αναδύθηκαν οι ταξικές σχέσεις και το προλεταριάτο, ο εμφύλιος ξαναειδώθηκε από τη σκοπιά του αριστερού αφηγήματος, η επανάσταση, αισθητική ή πολιτική, κινούσε τη νέα μυθοπλασία.

Του Κώστα Σκλαβενίτη

Ποιος πλήρωνε για όλα αυτά; Ο λαός! Το κράτος, δηλαδή, μέσω του κρατικού φορέα παραγωγής που ίδρυσε (του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου), το οποίο για περισσότερα από είκοσι χρόνια ήταν ο μοναδικός κινηματογραφικός παραγωγός, χωρίς όμως το δικαίωμα του παραγωγού να επιβάλει την αισθητική και τις ιστορίες που πίστευε ότι θα κόψουν εισιτήρια. Επειδή τις ταινίες τις ενέκριναν ορισμένοι συνδικαλιστές των κινηματογραφικών σωματείων – που συχνά έπαιρναν σειρά να γυρίσουν ταινία όταν έπαυε η γνωμοδοτική θητεία τους.

Το αποτέλεσμα ήταν η απομάκρυνση του κοινού από τον κινηματογράφο και η υποκατάσταση της διασκέδασης από μια μετα-μπρεχτική αντίληψη για το έργο, που έπρεπε να προβληματίζει και να θωρακίζει ιδεολογικά. Η ευχή «καλή διασκέδαση» για κάποιον που ήθελε να πάει να δει μια ταινία αντικαταστάθηκε από την κουλτουριάρικη παραίνεση: «καλή θέαση». Η εποχή αυτή κρίθηκε οριστικά από τον Διονύση Σαββόπουλο, ο οποίος τραγούδησε συνθλιπτικά για εκείνους «που οδηγήσαν μια γενιά στα πιο βαθιά χασμουρητά».

Χθες, στον σταθμό Λαρίσης, κοντά στα στούντιο του Φίνου, με την παρουσία της υπουργού Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη και πολλών κινηματογραφιστών, αποκαλύφθηκε προτομή του Φιλοποίμενα Φίνου. Ηταν στοιχειώδης αναγνώριση ενός πρωτοπόρου από εκείνους που τον αμφισβήτησαν: από το κράτος και τους κινηματογραφιστές του προοδευτισμού.

Ενα μέρος της αναγνώρισης αυτής οφείλεται στις ίδιες τις ταινίες, που ακόμα προβάλλονται στην τηλεόραση και ακόμα αγαπιούνται – επειδή φωτογραφίζουν την ελληνική δημιουργικότητα, τις μυθολογίες μιας εποχής που το θέαμα δεν το καθόριζαν ιδεολογικά δόγματα, όψεις της λαϊκότητας χαραγμένες στο δράμα ή, περισσότερο, στην κωμωδία, πολλές προσπάθειες συγκερασμού τέχνης και θεάματος, αλλά και το σταρ σύστεμ μιας εποχής που οι σταρ είχαν διάρκεια και κύρος.

Σε μια εποχή που έχουν καταρρεύσει οι διακρίσεις, που το προϊόν του οπτικοακουστικού κρίνεται αυτόνομα, όποιο σύστημα κι αν το παρήγαγε, ο Φίνος είναι ένα φωτεινό πρόσωπο: πρωτοπόρος επιχειρηματίας, ανοιχτός στα ρεύματα, μοντέρνος, ονειροπόλος, σταθερός και κάποιες φορές τολμηρός. Ενα πρότυπο και για την εποχή μας.

Τασούλας, Βολανάκης, Καρυωτάκης

Επειτα από την κλοτσοπατινάδα των ακροδεξιών του Κοινοβουλίου και τη σύλληψη και απαγγελία κατηγορίας κατά του βουλευτή, πρώην των «Σπαρτιατών», Φλώρου, στην οποία συνέβαλε χάρη στις νομικές του γνώσεις, ο πρόεδρος της Βουλής, Κωνσταντίνος Τασούλας, δεν πήγε να ξεκουραστεί. Αντίθετα, επισκέφτηκε το Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδας στον Πειραιά, όπου εγκαινίασε έκθεση αφιερωμένη στον «ζωγράφο της θάλασσας» Κωνσταντίνο Βολανάκη (1837-1907).

Ο πρόεδρος αναφέρθηκε στην πρωτοποριακή στάση του ζωγράφου, μια εποχή που «η τέχνη και οι θεσμοί στην Ελλάδα προηγήθηκαν της κοινωνίας», ορίζοντας τον προσανατολισμό της χώρας, «που είναι κατά βάσιν ευρωπαϊκός – επειδή το ευρωπαϊκό δεν είναι ξένο, έχει τις ρίζες του στην Ελλάδα, στη Ρώμη και στον χριστιανισμό». Τόνισε, όμως, και «τα βαθύτερα αισθήματα του καλλιτέχνη, πολύ προσωπικά, δυσεξιχνίαστα, ανεξιχνίαστα», όπως είπε, που επίσης καθορίζουν το έργο του.

Γι’ αυτόν τον ψυχισμό του, θεωρεί ότι ο Βολανάκης ήταν κάτι σαν ο Κώστας Καρυωτάκης της ζωγραφικής. Γι’ αυτό έκλεισε την ομιλία του με ένα καρυωτακικό αυτή τη φορά (και όχι καβαφικό) ποίημα, το «Τελευταίο ταξίδι»: «Καλό ταξίδι, αλαργινό καράβι μου, στου απείρου / και στης νυχτός την αγκαλιά, με τα χρυσά σου φώτα! […] να μου λικνίζεις την αιώνια θλίψη μου, καράβι, / δίχως να ξέρω πού με πας και δίχως να γυρίσω».