Στην Τουρκία η κρίση είναι ακόμη πιο δεινή απ’ ό,τι θα μπορούσαμε να

φανταστούμε· η ευκαιρία για τις ισχυρές κεφαλαιουχικά ελληνικές επιχειρήσεις

ακόμη μεγαλύτερη απ’ ό,τι θα μπορούσαμε να πιστέψουμε.

Το άμεσο πρόβλημα είναι η κλονισμένη εμπιστοσύνη στο τοπικό τραπεζικό σύστημα

με τις αλλοδαπές τράπεζες και τις ισχυρότερες τουρκικές να αποσύρουν τις

πιστωτικές γραμμές τους προς τα ασθενέστερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της

χώρας. Όπως παρατηρούν ξένοι αναλυτές, η αναταραχή στην τουρκική διατραπεζική

αγορά, όπου τα επιτόκια εκτινάχθηκαν στο 280% την προηγούμενη Τετάρτη, «μπορεί

να σημάνει την αρχή μιας ταχύτερης και ιδιαιτέρως αιματηρής τάσης συγκέντρωσης

στον τουρκικό τραπεζικό τομέα». Σύμφωνα μάλιστα με τουρκικές εκτιμήσεις, μόνο

10 από τις 80 τουρκικές τράπεζες μπορούν να επιβιώσουν, με την υφιστάμενη

μετοχική τους σύνθεση, στις συνθήκες που τείνουν να διαμορφωθούν στην αγορά.

Για να εκτιμήσουμε τη δυναμική των σημερινών εξελίξεων, όμως, πρέπει να

αρχίσουμε από την εποχή Οζάλ. Ο Οζάλ έκανε τα πρώτα σημαντικά βήματα για τη

χειραφέτηση της τουρκικής επιχειρηματικής τάξης μέσα από την άρση των

δασμολογικών επιβαρύνσεων, την απελευθέρωση των αγορών χρήματος και κεφαλαίου

και άλλων φιλελεύθερων οικονομικών μέτρων. Η ανάπτυξη της επιχειρηματικής

δραστηριότητας στην Τουρκία, όμως, δεν συνοδεύτηκε ούτε από τη βελτίωση των

δημοσιονομικών της χώρας ούτε από την αναβάθμιση των μηχανισμών εποπτείας της

αγοράς.

Τούτο εσήμανε ότι ο ιδιωτικός τομέας κινήθηκε σε δύο κατευθύνσεις. Πρώτον,

είτε μέσω της ίδρυσης τραπεζών είτε μέσω της διαχείρισης της ρευστότητας από

συνήθεις επιχειρηματικές λειτουργίες, οι τουρκικές επιχειρήσεις ανέλαβαν τον

επικερδή ρόλο του δανειστή προς το κράτος απορροφώντας τις εκδόσεις ομολόγων

του τουρκικού δημοσίου. Σύμφωνα με τον «Economist», το 1999 το 88% των κερδών

των 500 μεγαλύτερων τουρκικών επιχειρήσεων οφειλόταν σε αυτά ακριβώς τα

επιτοκιακού χαρακτήρα κέρδη και μόνο το 12% των κερδών προήλθε από οργανικές

πηγές.

Δεύτερον, ο ιδιωτικός τομέας κατευθύνθηκε, μέσω της δημιουργίας ομίλων, στην

υπέρμετρη ανάπτυξη πολλαπλών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Η ανάπτυξη αυτή

χρηματοδοτήθηκε είτε από τα υπερκέρδη του δανεισμού προς το δημόσιο, στα οποία

αναφερθήκαμε, είτε από τον δανεισμό των ιδιωτικών τραπεζών προς τους

μεγαλομετόχους – επιχειρηματίες που τις ιδρύσαν, κατά παράβαση των κανονισμών

της τουρκικής κεντρικής τράπεζας. Το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που προσπαθεί

να υλοποιήσει σήμερα η τουρκική κυβέρνηση απειλεί το οικοδόμημα της ιδιωτικής

πρωτοβουλίας, τουλάχιστον με τη μορφή με την οποία χτίστηκε μέχρι τώρα. Η

βελτιωμένη άσκηση τραπεζικής εποπτείας, η πτώση του πληθωρισμού και η βελτίωση

των δημοσιονομικών εκθέτουν την έλλειψη φερεγγυότητας των τουρκικών τραπεζών

καθώς τις αποστερούν βασικές πηγές της κερδοφορίας τους. Στην Τουρκία σήμερα η

εξυγίανση αναδεικνύει την ασθένεια, η σταθεροποίηση προκαλεί την αστάθεια.

Μόνο μια λύση υπάρχει και αυτή είναι η μαζική εισροή αλλοδαπών κεφαλαίων. Ο

γιγαντωμένος ιδιωτικός τομέας πρέπει να συνευρεθεί με το αλλοδαπό κεφάλαιο υπό

όρους διαφορετικούς από αυτούς του παρελθόντος. Οι μεγάλοι τουρκικοί όμιλοι

αλλού θα πρέπει να εκχωρήσουν δραστηριότητες που τους είναι ζημιογόνες στο

αλλοδαπό στοιχείο· αλλού θα πρέπει να προβούν σε συμμαχίες, των οποίων το

κύριο βάρος θα φέρει ο αλλοδαπός εταίρος λόγω της αναντικατάστατης, από την

τοπική αγορά, εισφοράς του σε κεφάλαια και σε τεχνογνωσία.

Σε αυτό το σημείο η συζήτηση μας φέρνει στην Ελλάδα, η οποία έχει διευρύνει,

μετά την επιτυχή της προσπάθεια για την ένταξή της στην ΟΝΕ, την απόστασή της

από την Τουρκία. Ο πληθωρισμός στην Ελλάδα της ΟΝΕ προβλέπεται σε 2,8% για το

2001, ενώ για την Τουρκία σε 20%. Ο πιστωτικός κίνδυνος της Ελλάδος

βαθμολογείται στο Α-, ο κίνδυνος της Τουρκίας στο ΒΒ-. Οι χρηματιστηριακές

αποτιμήσεις των ελληνικών εταιρειών σε κλάδους όπως αυτός των τραπεζών είναι

2-4 φορές υψηλότερες από ό,τι των ανάλογων τουρκικών. Το κόστος με άλλα λόγια

των δανειακών ή ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών επιχειρήσεων που θέλουν να

τοποθετηθούν στην τουρκική αγορά είναι κατά πολύ χαμηλότερο απ’ ό,τι είναι για

τις τουρκικές επιχειρήσεις, η δε ικανότητα άντλησης αυτών των κεφαλαίων κατά

πολύ υψηλότερη. Ο τουρκικός ιδιωτικός τομέας τα χρειάζεται αυτά τα κεφάλαια

μια που το περιβάλλον στο οποίο διαβιοί δεν μπορεί και δεν θέλει πλέον να του

τα διαθέσει.